Σαράντα τέσσερα ήταν τα περιστατικά επιθέσεων κατά ΛΟΑΤ+ ατόμων για το 2019, σύμφωνα με τη χθεσινή έκθεση του Δικτύου Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας. Πιο συγκεκριμένα, τα 25 απ΄αυτά είχαν ως αφορμή την ταυτότητα φύλου των θυμάτων, τα 16 τον σεξουαλικό προσανατολισμό ενώ 3 αφορούσαν και στα δύο.
Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να αναφέρουμε πως μιλάμε μόνο για τα καταγεγραμμένα περιστατικά και πως αρκετά από τα θύματα των επιθέσεων αυτών δεν προχωρούν σε καμία είδους καταγγελία, κυρίως λόγω φόβου.
Τον τελευταίο καιρό και με αφορμή τo coming out ενός συνεργάτη του πρωθυπουργού, πολλοί είναι αυτοί που (υπερ)τόνισαν τον συμβολικό χαρακτήρα της κίνησης αυτής, αναγνωρίζοντάς την ως ένα σημαντικό βήμα ορατότητας. Λίγες στιγμές μάλιστα πριν η έκθεση του Δικτύου καταλήξει σε “αύξηση στις επιθέσεις κατά ΛΟΑΤΚΙ ατόμων στην Ελλάδα”.
Εύλογο είναι το ερώτημα αν αυτά τα “βήματα ορατότητας” μπορούν να συμβάλλουν στη μείωση αυτών των επιθέσεων. Ειλικρινά δεν ξέρω. Επιτρέψτε μου, όμως, να είμαι επιφυλακτικός. Αυτό που γνωρίζω σίγουρα είναι πόσο αναγκαία είναι η λήψη συγκεκριμένων νομοθετικών μέτρων που θα προστατεύουν τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα από επιθέσεις και διακρίσεις. Γιατί από τη στιγμή που η πολιτεία μας αντιμετωπίσει ως ίσους/ες, τότε θα αρχίσει και η υπόλοιπη κοινωνία.
Τη στιγμή που τα γράφω αυτά θυμάμαι πως το περασμένο Νοέμβριο το ελληνικό κοινοβούλιο ψήφισε κατά της τροποποίησης του Άρθρου 5 (παρ. 2.)* του Συντάγματος, για προσθήκη σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας και χαρακτηριστικών φύλου. Αυτό κι αν ήταν ένα σημαντικό βήμα ορατότητας. Όχι, όμως δικής μου ή της κοινότητας στην οποία ανήκω. Ορατότητα για εκείνους που δε θέλουν να αναγνωρίζονται τα δικαιώματα μου αλλά και οι επιθέσεις εις βάρος μου ως “εγκλήματα μίσους”.
Ίσως αν είχε περάσει, περισσότερα (ΛΟΑΤ+) άτομα αποφάσιζαν να καταγγείλουν την επίθεση/διάκριση που βίωσαν και ίσως κι εμείς να είχαμε τουλάχιστον μια πιο συγκεκριμένη εικόνα για το τι συμβαίνει εκεί έξω.
*Στη σημερινή του μορφή το άρθρο 5 παράγραφος 2 του Συντάγματος αναφέρει: «Όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων. Εξαιρέσεις επιτρέπονται στις περιπτώσεις που προβλέπει το διεθνές δίκαιο».