Μην μιλάς. Μην διακόπτεις τους μεγάλους. Οι μεγάλοι είναι σημαντικοί. Μην παίρνεις πράγματα από το ράφι δίχως να ρωτάς. Η φασαρία τέρμα. Μην αφήνεις τα παιχνίδια εδώ. Μην βαριέσαι. Μην τρως με τα χέρια.
Μην διαλύεις το παιδί σου. Άκου. Έχει τα αυτιά του ανοιχτά για εσένα. Μιλάει. Διακόπτει γιατί η ζωή του έχει διαρκέσει μόλις μερικά χρόνια – αυτά τα δύο λεπτά που θα πρέπει να περιμένει είναι αναλογικά τεράστια, χαοτικά. Το σημαντικό που μόλις έγινε θα είναι παλιό σε λίγο. Πρέπει να σου το πει τώρα. Τώρα. Τώρα συμβαίνει. Είναι μάρτυρας. Θέλει να είσαι κι εσύ. Διακόπτει, γιατί ποιος δεν θα διέκοπτε αν του συνέβαινε το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο, και έπρεπε όλοι να το δουν. Η ζωή του έχει διαρκέσει μόλις μερικά χρόνια, και όλα όσα συμβαίνουν είναι συνεχώς τα πιο σημαντικά πράγματα στον κόσμο.
Δες. Έχε τα μάτια ανοιχτά. Αυτό που πήρε από το ράφι είναι μαγικό. Δεν το έχει ξαναδεί. Για εσένα είναι μακαρόνια. Για εκείνον είναι κλαδάκια δέντρων, μαλλιά παιδιού, αεροπλάνα. Θέλει κάτι να σου πει – άσε τη λίστα με τα ψώνια και μέτρα αυτά: ανακαλύπτει. Βιώνει. Το κουτί με το αλεύρι το έχεις δει χίλιες φορές. Αυτός το βλέπει μόλις τώρα, πρώτη φορά, και είναι τεράστιο και καινούργιο. Κοίτα καλά. Δες το παιδί σου να βλέπει τον κόσμο παρθενικά, γιατί κάποτε θα ξέρει πιο πολλά από εσένα, και οι φορές που τα μάτια του θα λάμπουν από έκπληξη θα είναι σπάνιες και μικρές.
Σου τραβάει τώρα το χέρι γιατί έχει να πάει παντού. Ακολούθα. Κι αν δεν μπορείς, μίλα για όσα δε μπορείτε να δείτε ακόμα και δώσε χρώμα και πάθος σε κάθε περιγραφή. Κι αν δεν κάνει να πάτε, μιλήστε για τους κινδύνους μέχρι να μην υπάρχει καμιά απορία. Κι αν δεν θέλεις να πάτε, δώσε στο παιδί σου φτερά και ίσως μια μέρα πάει μόνο του.
“Να μιλάς. Κάνε φασαρία. Έχεις φωνή και μάθε μέχρι που μπορεί να φτάσει. Έχεις φωνή και μάθε όταν πονάς να κλαις. Ποτέ μην μάθεις να δείχνεις χαρούμενος αν δε έχεις μάθει πρώτα να είσαι. Αγάπα τα αισθήματά σου. Όλα τους. Όλα για εμάς είναι. Έχεις φωνή και γελάω δυνατά γιατί το γέλιο είναι μεταδοτικό. Εξουθένωσε τη φωνούλα σου ώσπου να ξεσπάσει όλα τα νέα αισθήματα, ώστε να μη χρειαστεί ποτέ να ζήσεις με αυτά κλειδωμένα μέσα σου. Οι θυμωμένοι άνθρωποι φωνάζουν γιατί δεν φώναξαν ποτέ. Είναι γαλήνιος όποιος ήταν αρκετά τυχερός να φωνάξει όταν έπρεπε. Ρίξε κάτω τα μαξιλάρια και κάνε το δωμάτιο όπως θες γιατί είναι δικό σου. Μάθε πως δεν είναι ντροπή να βαριέσαι. Φάε όπως θες. Παίξε όπως θες. Βάλε όρια στον εαυτό σου και όταν δεν τα καταφέρεις θα είμαι εδώ να το δούμε μαζί, με εμένα δίπλα σου και ποτέ μπροστά σου.”
…Μερικές στατιστικές: Η αυτοκτονία είναι η δεύτερη πιο συνηθισμένη αιτία θανάτου σε εφήβους από δεκατεσσάρων έως δεκαοχτώ ετών. Στην Ευρώπη, τρεις στις δέκα γυναίκες που έχουν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση, την υπέστησαν πριν κλείσουν τα δεκάξι έτη. Το 80% των γκέι ανθρώπων, γνώριζαν τη σεξουαλική τους κλίση πριν κλείσουν τα 12 έτη. Ο κίνδυνος να αυτοκτονήσει ένας έφηβος που ανήκει στο LGBT+ φάσμα, είναι τέσσερεις φορές υψηλότερος από το συνηθισμένο. Και τέλος, η πλειοψηφία των ψυχικών δυσκολιών και διαταραχών, όπως η κατάθλιψη, έχουν διπλάσιες πιθανότητες να κατευναστούν και να αντιμετωπιστούν σωστά αν προσφερθεί βοήθεια από την αρχή.
Γιατί αυτά τα ποσοστά είναι σημαντικά: Διότι εκπαιδευτήκαμε από παιδιά να μη μιλάμε. Να μη διακόπτουμε – να μη διακόπτουμε τους ανθρώπους που μιλούν, την πορεία των πραγμάτων, τους ρυθμούς των γύρω μας. Γιατί εκπαιδευτήκαμε να μη φωνάζουμε όταν το μόνο που θέλαμε ήταν να να βγάλουμε από μέσα μας τον ενθουσιασμό ή τη λύπη μας. Μάθαμε πως δεν πειράζει. “Δεν ήταν τίποτα, μην κλαις.” Μάθαμε το αντάλλαγμα. “Δεν πειράζει, θα σου πάρω παιχνίδι.” Κι έτσι πήραμε στον εαυτό μας ένα παιχνίδι, μας κάναμε δώρο μια βόλτα ή έναν αντιπερισπασμό και ξεχάσαμε ότι πονάμε. Ήρθε η εφηβεία και ο κρίκος που είχε σπάσει από τα πρώτα κιόλας παιδικά μας χρόνια, αυτός της επικοινωνίας, ήρθε κι έδεσε με όλα αυτά που δεν μπορούμε να κάνουμε γιατί θα μας μαλώσουν. Με όλα τα μέρη που δεν μπορούμε να φτάσουμε γιατί κάποια δύναμη μας κρατάει σφιχτά το χέρι ακόμα.
Μάθαμε πως αν βαριόμαστε έχουμε αποτύχει, και δε σταματάμε ποτέ να κινούμαστε και να μιλάμε, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να μη βαρεθούμε, να μην αντιμετωπίσουμε τη σιωπή μας, να μην αντιμετωπίσουμε το μέσα μας, που ακόμα θέλει να δείξει με το δάχτυλο, να διακόψει, να μιλήσει, να φωνάξει, να τρέξει. Κι έρχονται τα σημαντικά και δεν πειράζουν. Και οι έφηβοι περνούν γολγοθάδες και οι ειδικοί λένε πως οι γονείς δεν πρέπει να δίνουν σημασία γιατί η εφηβεία φέρνει θλίψη και είναι φυσιολογικό. Και οι γονείς κοιτούν στα μάτια την οδύνη και τη ρωτάνε αν πήγε καλά στα μαθήματα, σαν να είναι όλα καλά.
Κι αν κάποιος γονιός υποψιαστεί τα χειρότερα, ουρλιάζει και μαλώνει και απαιτεί να μάθει τι πηγαίνει λάθος, και οι φωνές του γονιού καλύπτουν και πάλι τη μία φωνή που δεν ακούστηκε ποτέ. Και τίποτα δεν βγαίνει πουθενά. Και η κοινωνία μαθαίνει να κατηγορεί τον ψυχικά άρρωστο ως εγωιστή και αδύναμο, και να σχολιάζει το θύμα που δεν απέφυγε σωστά τον θύτη, και να χλευάζει τον ομοφυλόφιλο ως εκκεντρικό. Και σε όλα αυτά οι γονείς κάνουν ζάπινγκ και ενίοτε συμφωνούν. Κι επειδή κάποτε και οι ίδιοι δεν ακούστηκαν ποτέ, έμαθαν καλά να μην ακούν.
Ένα σωρό αυτοκτονίες θα είχαν αποφευχθεί με ένα ειλικρινές “σε αποδέχομαι, σε ακούω” που δεν ειπώθηκε ποτέ. Καμιά φορά πρέπει να το πούμε εμείς οι ίδιοι στον εαυτό μας. Μάθαμε πως η φωνή μας είναι βουβή. Αλλά δεν είναι. Σε αποδέχομαι. Σε ακούω. Μίλα.