Με την Άννα Νίνη για να μην καταντήσει η αλήθεια να είναι ακόμα μια κακοποιημένη θηλυκότητα

Όσες βρεθήκαμε στις δεκάδες δικασίμους της δολοφονίας του Ζακ Κωστόπουλου έχουμε συγκρατήσει δύο πράγματα: την αμετανόητη απανθρωπιά των δολοφόνων και τη συνεπή παρουσία της Άννας Νίνη (και γενικά του Παρατηρητηρίου) στην αίθουσα. Από το 2018 ως και την τελευταία δικάσιμο η Άννα υπήρξε εντελώς και απολύτως παρούσα, στο ακριανό έδρανο, στην πρώτη σειρά. Η είδηση της μήνυσης που κατέθεσαν εναντίον της Άννας η αδερφή και η ξαδέρφη του μεσίτη υπ’ αυτό το πρίσμα δεν θα μπορούσε να ναι τίποτα περισσότερο από μια εκδικητική πρακτική στα πλαίσια της γενικότερης τραμπούκικης συμπεριφοράς της πλευράς των καταδικασμένων.

«Δυστυχώς δεν αφορά μόνο εμένα. Βλέπουμε ότι η πρακτική των καταχρηστικών μηνύσεων και αγωγών χρησιμοποιείται ολοένα και περισσότερο σε συναδέλφισσες και συναδέλφους που επιχειρούν να κάνουν τη δουλειά τους. Φυσικά και όποιος νιώθει ότι θίγεται μπορεί να προσφύγει πάντα στη Δικαιοσύνη. Όλες αυτές οι πρακτικές είναι εξάλλου μια δοκιμασία και για την ίδια τη Δικαιοσύνη, καθώς θα κριθεί και εκεί τελικά το πόσο επικροτούνται ή αποτρέπονται οι πρακτικές αυτές από το ίδιο το κράτος και τους θεσμούς του. Σε ό,τι με αφορά, αν και μου είναι δυσάρεστο φυσικά το να πρέπει να υπερασπιστώ τον εαυτό μου και όσα δημοσιεύσα μέσα σε μια δικαστική αίθουσα, και στις δυο περιπτώσεις, αυτή της μήνυσης των συγγενών του Αθανάσιου Χορταριά, και της αγωγής του Δημήτρη Καρρά, του στελέχου της Νέας Δημοκρατίας, φυσικά και θα το κάνω, χωρίς να κάνω βήμα πίσω από τις αρχικές μου θέσεις και δημοσιεύσεις. Όλη αυτή η δυστοπία των slapps ωστόσο λειτούργησε και σαν υπενθύμιση πως δεν είμαστε μόνες και μόνοι. Η συσπείρωση των συναδέλφων από διάφορα ανεξάρτητα Μέσα, και η αλληλεγγύη του κόσμου τόσο ηθικά, όσο και οικονομικά έχουν λειτουργήσει ενδυναμωτικά, και είναι ίσως το μόνο καταφύγιο μετά τη σκέψη πως έχουμε πράξει το σωστό», αναφέρει η Άννα στο Antivirus.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Η ιδέα για τη συγκρότηση του Παρατηρητηρίου της Δίκης για τη Δολοφονία του Ζακ ξεκίνησε μετά τη συγκρότηση του Παρατηρητηρίου της δίκης της Χρυσής Αυγής και με τη στήριξη ανεξάρτητων μέσων όπως το Antivirus, το Omniatv και το Press Project. Στον πυρήνα του εγχειρήματος εντοπίζεται η εξής σκέψη: από τη στιγμή που μία δολοφονία γίνεται σε δημόσια θέα, επιβάλλεται και η δίκη για τη δολοφονία να γίνει επίσης σε δημόσια θέα. Στη σκέψη αυτή οδήγησαν δύο παράγοντες, αφενός η υπαξιολόγηση της ΛΟΑΤΚΙ+ ζωής και αφετέρου η οικτρή κατάσταση της δημοσιογραφίας στη χώρα.

Αυτά τα δύο χαρακτηριστικά αποτελούν και την πηγή του συμπτώματος, δηλαδή του φασισμού και του ρατσισμού, δύο φαινομένων που αναπαράγονται με τις ευλογίες των θεσμών και των κυρίαρχων media. Δεν ξεχνάμε άλλωστε τον κακοποιητικό τρόπο με τον οποίο τα ελληνικά media διαχειρίστηκαν και αναπαρήγαγαν την είδηση της δολοφονίας του Ζακ. Ο κυρίαρχος λόγος δολοφόνησε για δεύτερη φορά τον Ζακ κατά τη διαδικασία της παρουσίασης του θανάτου του στα κανάλια και μαζί μ’ αυτόν δολοφονούσε συστημικά και συστηματικά την έννοια της αλήθειας.

Κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της υπόθεσης τον κυρίαρχο λόγο, δηλαδή τον λόγο που κατασκευάζει την αλήθεια με γνώμονα μόνο το δίκιο του ισχυρού, εκπροσωπούσε η πλευρά του μεσίτη. Το Παρατηρητήριο απ’ την άλλη βρισκόταν στην αίθουσα με σκοπό την ακριβή και άμεση καταγραφή των όσων λάμβαναν χώρα εντός των κλειστών θυρών. Καμία μας δεν μπορεί να φανταστεί τι θα συνέβαινε αν την ανταπόκριση της δίκης της δολοφονίας Κωστόπουλου είχαν αναλάβει τα συστημικά μέσα. Εκείνα δηλαδή που περιέγραφαν επί μέρες τον αγρίως και δημόσια δολοφονημένο Ζακ ως «ληστή σε κατάσταση αμόκ» και τον μεσίτη ως «ευυπόληπτο νοικοκύρη» αντιστρέφοντας τον ρόλο του θύτη και του θύματος.

Το Παρατηρητήριο εκδημοκράτισε τη δίκη ανοίγοντάς την αδιαμφισβήτητα και αδιαμεσολάβητα σε φεμινιστικές συλλογικότητες, σε άτομα του κουήρ – αναρχικού χώρου, στη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, στον κινηματικό κόσμο. Σε podcast της Εφημερίδας των Συντακτών, ο δημοσιογράφος Δημήτρης Αγγελίδης φιλοξένησε την Άννα Νίνη και τη Δάφνη Καραγιάννη, μέλη του Παρατηρητηρίου. Εκεί, η τελευταία ανέφερε πως: «μπροστά σε τέτοια διαστρέβλωση της πραγματικότητας (κατά τη δίκη) και στον επανατραυματισμό είναι σαφές πως χρειάζονται περισσότεροι μάρτυρες». Αυτό έκανε το Παρατηρητήριο. Διεκδίκησε χώρο και ορατότητα. Άνοιξε τις πόρτες του δικαστηρίου σε άτομα αόρατα για την ελληνική δικαιοσύνη. Τοποθετήθηκε έτσι στο μεσοστράτι της άμεσης δημοσιότητας, η οποία αποτελεί συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα όλων και προϋποθέτει την φυσική παρουσία του παρατηρητή και της άμεσης δημοσιότητας, εκείνης του δικαστικού ρεπορτάζ, που διαμεσολαβείται από το βλέμμα του ειδικού, του ρεπόρτερ, του δικηγόρου.

Στο ίδιο podcast η Άννα Νίνη αναφέρει πως κατά την πρωτοβάθμια δίκη υπήρξε σαφής περιορισμός της δημοσιότητας καθώς το δικαστήριο προσέφερε πέντε δημοσιογραφικές θέσεις για την κάλυψη της δίκης και μία για το Παρατηρητήριο. «Την άλλη θέση μας την παραχώρησε η οικογένεια του Ζακ», σημειώνει. Από όλα τα κακοποιητικά περιστατικά αυτή της περιόδου, η Άννα θυμάται τη δυσκολία της έδρας να αποδώσει την ταυτότητα του θύματος στον Ζακ. Θυμάται πως πρώτη φορά θύμα τον χαρακτήρισε μια ένορκος και πως η πρόεδρος αρκούνταν για καιρό να τον αναφέρει απλώς με τ’ όνομά του. Θυμάται επίσης τη δικηγόρο των αστυνομικών, η οποία εισέφερε ως στοιχείο ένα πλέξι γκλας, στην προσπάθειά της να αποδείξει πως το αντικείμενο δεν θα μπορούσε να αποβεί θανατηφόρο. Η πρακτική και η επιχειρηματολογία που την συνόδεψαν ξεδιπλώθηκαν μπροστά στα μάτια της Ελένης, του Θύμιου και του Νίκου Κωστόπουλου, επανατραυματίζοντας την οικογένεια.

Ο περιορισμός της δημοσιότητας επιχειρήθηκε και στη δευτεροβάθμια δίκη.

Στις 10 Ιουλίου του 2024 ολοκληρώνεται η δίκη σε δεύτερο βαθμό για τον φονικό ξυλοδαρμό του Ζακ. Κατά την προηγούμενη δικάσιμο σημειώνεται το εξής περιστατικό. Τη Δευτέρα 8 Ιουλίου, δύο μέρες πριν την ανακοίνωση της τελικής έκβασης της υπόθεσης, σε χρόνο και με τρόπο ύποπτο, γνωστοποιείται στα Μέλη του Παρατηρητηρίου η νέα νομοθετική ρύθμιση του Υπουργείου Δικαιοσύνης, με την οποία επιχειρείται να απαγορευτεί γενικά οποιαδήποτε ανταπόκριση από τις δικαστικές αίθουσες.

Λίγο πριν τις γιορτές, η Άννα Νίνη ενημερώθηκε πως η αδερφή και η ξαδέρφη του καταδικασθέντος μεσίτη, Χορταριά, κατέθεσαν μήνυση εναντίον της με τη δικαιολογία της «παραβίασης προσωπικών δεδομένων». Αφορμή γι’ αυτή την εκδικητική πρακτική στάθηκε ένα βίντεο που είχε τραβήξει η Άννα τον Ιούλιο, μετά την ολοκλήρωση της συνεδρίασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Κατέγραψε τη σύζυγο του Χορταριά να επιτίθεται λεκτικά και να κινείται απειλητικά προς τους δικηγόρους της οικογένειας του Ζακ. Κατά το περιστατικό η αστυνομία χρειάστηκε μάλιστα να παρέμβει.

Οι μηνύτριες ισχυρίστηκαν ότι βρήκαν το βίντεο της Άννας «τυχαία», τον Οκτώβριο, καθώς αναζητούσαν υλικό για την αίτηση αναστολής της ποινής του καταδικασμένου. Το screen recording που προσκόμισαν, ωστόσο φάνηκε να τις προδίδει καθώς το στιγμιότυπο καταγράφηκε μόλις μία ώρα μετά τη δημοσίευσή του βίντεο, τον Ιούλιο. Κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της υπόθεσης του δημόσιου λιντσαρίσματος και της δολοφονίας του/της Ζακ/ Zackie Oh, η πλευρά του καταδικασμένου ισχυρίστηκε ουκ ολίγες φορές οικονομική στενότητα. Παραδόξως κατάφερε να συγκεντρώσει τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους προκειμένου να κινηθεί νομικά εναντίον της Άννας.

Η μήνυση αυτή εντάσσεται σε ένα μακροχρόνιο μοτίβο στοχοποίησης. Ο ίδιος ο καταδικασμένος είχε παλιότερα χρησιμοποιήσει τον λογαριασμό του στο Twitter για να την στοχοποιήσει, καλώντας φασιστικούς κύκλους να της αφαιρέσουν ακόμη και την υπηκοότητα. Δεν δίστασε, επίσης, να την τραμπουκίσει έξω από το μαγαζί όπου δολοφονήθηκε ο Ζακ. Αυτή η συμπεριφορά, που συνεχίζεται με κάθε ευκαιρία, καταδεικνύει μια εμμονική εχθρότητα απέναντι στη δημοσιογράφο.

Η νέα μήνυση, όμως, δεν αποτελεί απλώς μια προσωπική επίθεση. Είναι μέρος μιας μεγαλύτερης τάσης φίμωσης των δημοσιογράφων που επιμένουν να αποκαλύπτουν την αλήθεια. Εντός διαστήματος λιγότερο του ενός μήνα συλλαμβάνεται η Μαρινίκη Αλεβιζοπούλου (24 Νοέμβρη), ο διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Υφυπουργού Υποδομών και Μεταφορών, Δημήτρη Καρρά εξαπολύει εκδικητική μήνυση (slapp) εναντίον του omniatv και της Άννας Νίνη, καθώς η ομάδα αποκάλυψε την εμπλοκή του ονόματός του στην υπόθεση Αμαρυλλίς (3 Δεκέμβρη), λίγο αργότερα (21 Δεκέμβρη) επιχειρείται απόπειρα απαγωγής της Μαρίας Γαλάτη. Οι πρακτικές αυτές εναντίον δημοσιογράφων που ασχολούνται με ανθρώπινα δικαιώματα, έμφυλα ζητήματα και υποθέσεις κακοποιήσεων και trafficking δηλώνει καταφανώς δύο πράγματα: α) πως η αλήθεια έχει γένος θηλυκό και β) πως η δημοσιογραφία στην χώρα είναι κάθε άλλο παρά ανεξάρτητη, γεγονός που αντανακλά με τη σειρά του τόσο στην ποιότητα της δημοκρατίας και όσο και σ’ εκείνη του κράτους δικαίου.

Στηρίζουμε την Άννα Νίνη, όχι μόνο γιατί υπερασπίζεται την αλήθεια, αλλά γιατί η μάχη της είναι μάχη για όλες μας. Η στοχοποίηση θηλυκοτήτων όπως η Άννα, η Μαρινίκη και η Μαρία αποτελεί ευθεία επίθεση στις αρχές της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της ελευθεροτυπίας και της δημοκρατίας. Και απέναντι σε αυτήν την απειλή, δεν έχουμε περιθώριο να μείνουμε σιωπηλές, γιατί αν μείνουμε τότε η αλήθεια σ΄αυτή την χώρα θα μετατραπεί σ’ ακόμα μια κακοποιημένη θηλυκότητα.




Δες και αυτό!