Δίπλα μου έχω πεταμένες τις φόρμες από χθες. Τις φοράω με όσο το δυνατόν λιγότερες κινήσεις. Χωρίς σουτιέν. Έχω να φορέσω σουτιέν από τον Οκτώβρη και νιώθω το στήθος μου περισσότερο μέρος του υπόλοιπου κορμιού μου. Γκρι πάνω, γκρι κάτω. Το γκρι, όταν το φοράω ολόσωμα, με κάνει να νιώθω μια άωρη απαλοσύνη. Σαν Κυριακάτικο μεσημέρι. Τι στραβό μπορεί να πάει σε κάποια που φοράει γκρι; Στην κουζίνα, συνοδεύω λίγο νερό με βιταμίνες: Σίδηρο, γιατί είμαι αναιμική. Σπιρουλίνα γιατί κάποτε μου είχε πει μια φίλη ότι είναι γαμάτη. Και βιταμίνη D, γιατί εδώ δεν έχει ποτέ ήλιο. Έχει πάει δέκα.
Ο Τζ. φτιάχνει το σκουτεράκι του μπροστά στην είσοδο. Βγάζω το ποδήλατό μου και τον ρωτάω τι έγινε με τη μπαταρία. “Τελικά μάλλον είναι το μπουζί”, μου λέει σε αγγλικά, γαλλικά και ολλανδικά μαζί. Καταλαβαίνω τη λέξη μπουζί, αλλά τίποτα από τα υπόλοιπα της πρότασης. Του χαμογελάω. “Θέλεις τίποτα από το Σουπερμάρκετ;” Μου αρέσει να υπάρχει μια ανταλλαγή με τους γείτονες. Μια ασφαλής εγγύτητα που φέρνει μόνο η γνώση του τι βάζει κάποιος στο ψυγείο του. Θέλει να του αγοράσω μια μπαγκέτα. Τη λευκή, τη μεγάλη. Μου δείχνει με τα χέρια του πόσο μεγάλη θέλει να είναι. “Μου αρέσουν οι μεγάλες μπαγκέτες”. Κλασσικός Τζ. Γελάει και με κοιτάζει υπό γωνία. Θέλει να δει αν έπιασα τον παραλληλισμό του ή αν (ως λεσβία) πιθανά να τρόμαξα. Καταλαβαίνω.
Του λέω: “Και εμένα μου αρέσουν οι μεγάλες λευκές μπαγκέτες, που και που”. Κοιτάζει μία προς την πλευρά (θεωρητικά) του σούπερμάρκετ και μία προς το σημείο που πριν λίγο αιωρούνταν η υποτιθέμενη μπαγκέτα. Δεν ξέρω γιατί κάθε φορά που με βλέπει, μου μιλάει για “μπαγκέτες” και για το πόσο πολύ θέλει να τις τρώει, ή να τις βάζει στο σώμα του. Μήπως η οικειότητα της κοινής γνώσης του περιεχόμενου του ψυγείου του, μας έχει ανυψώσει σε φιλική ζώνη; Θέλει να του αγοράσω και φρέσκα λαζάνια. Και μπανάνες. Ήθελε να πει πόσο του αρέσουν και οι μεγάλες μπανάνες, αλλά τον έκοψα, γιατί βαριόμουν να ακούω το ίδιο “αστείο” δύο φορές, στο ίδιο σημείο – ακούνητη.
Είμαι στο ποδήλατο και κλείνομαι στον μικρόκοσμό μου. Από τα ακουστικά μου κρύβω πίσω από ελληνικές φωνές, τα Ολλανδικά, που μιλάνε οι άλλοι γύρω μου. Μια ψευδαίσθηση ίσως πως είμαι στην Αθήνα; Η φωνή της Γκίζα στο πόντκαστ Citipods: “Μια καθηγήτρια που είχαμε στο Γυμνάσιο έλεγε κάθε τόσο: Γκίζα θέλω όταν μιλάς, να βουτάς πρώτα τη γλώσσα σου στο μυαλό. Φοβάμαι Κωστάκη ότι πρέπει να βουτάω κάθε τόσο τη γλώσσα μου στο μυαλό, γιατί ό,τι και να πω δεν είναι πολιτικά ορθό”. Κωστάκης: “Μα κι αυτό που είπε η καθηγήτρια νομίζεις ήταν πολιτικά ορθό; Μα σε θεώρησε ηλίθια, ότι δε σκέφτεσαι πριν μιλήσεις!”*.
Αναρωτιέμαι: η αντικατάσταση της λέξης πέους με τη λέξη “μπαγκέτα” μπορεί να θεωρηθεί μια πολιτικά ορθή πράξη; Έχω μπερδευτεί. Αλλά είμαι πια μέσα στο σούπερμάρκετ. Βρίσκω τη μεγαλύτερη μπαγκέτα και τη βάζω στο καρότσι μου. Σίγουρα ο Τζ. δεν περίμενε να του αγοράσω ένα μεγάλο πέος από το σούπερμάρκετ. Όμως, αν όντως ήθελε μόνο ψωμί, τότε μήπως το να μιλάει εμμέσως για πέη σε μια λεσβία, δεν είναι και τόσο πολιτικά ορθό; Οι σκέψεις μου, καλύπτουν τις φωνές του Κωστάκη και της Γκίζας. Μπροστά από τις τομάτες, η ηχώ της φωνής μου όπως ακούγεται μέσα στο κεφάλι μου, τυπώνεται με θολά εναέρια γράμματα: “Και εμένα μου αρέσουν οι μεγάλες λευκές μπαγκέτες, που και που” ;;;
Μα γιατί είπα κάτι τέτοιο; Ντράπηκα για εκείνον; Ήταν η κακιά στιγμή; Η στιγμή που προσπαθούσα να απορροφήσω τις λιγοστές ακτίνες του ήλιου, αλλά αντί για εκείνες απορρόφησα ακτίνες ντροπής, που με βρήκαν καταλάθος, αφού έκαναν γκελ στο προφυλαγμένο ασυνείδητο του Τζ.; Κρατάω στα χέρια μου μία από τις τομάτες. Δεν μπορώ να τις φάω πια, γιατί βγάζω έκζεμα. Να πάρω μερικές για τον Τζ.;
Ναι. Θα του τις δώσω και θα πω: “Τζ., σου αγόρασα τομάτες, να τις κάνεις σάλτσα για τα λαζάνια σου! Είναι ζουμερές, πολύ ζουμέρες! Μου αρέσει τόσο πολύ να βουτάω τα δάχτυλά μου σε ζουμερές τομάτες!”
Χμ… ίσως το τελευταίο παρά είναι. Θα καταλάβει τον παραλληλισμό μου άραγε; Μήπως θα είναι πιο ξεκάθαρο αν του αγοράσω σύκα; Ή καλύτερα μύδια; Κρεμμύδι που έχει και πολλές πτυχές;
Είμαι στημένη πάνω από τις τομάτες για αρκετή ώρα. Τις κοιτάζω και προσπαθώ να φανταστώ. Δε βρίσκω κάποιο επίθετο, άλλο, πέραν του ζουμερού, για να περιγράψω το αιδοίο. Δεν υπάρχει κάτι τόσο εύκολο για τη λέξη αιδοίο, όσο οι λέξεις μακρύ, χοντρό, μεγάλο, σκληρό για τις αυτόματες υποσυνείδητες υπερσυνδέσεις με τη λέξη πέος. Ελαστικό; Δεν ξέρω.
Επιστρέφω. Στο καλάθι μου έχουν χωρέσει και τα δικά μου ψώνια και εκείνα του Τζ. συν τις τομάτες. Είμαι έτοιμη να αρχίσω τους αιδοιικούς μου υπαινιγμούς και να αποκαταστήσω την πολιτική “ισορροπία” ανάμεσα σε μια λεσβία και έναν γκέι. Εφόσον μπορεί εκείνος να μιλάει για τα πέη, πρέπει να μπορώ κι εγώ να μιλάω για τα αιδοία! Είναι σκυμμένος πάνω από το μηχανάκι του.
“Τι έγινε Τζ; Ακόμα;”, ξεκινάω ομαλά, μια ανυποψίαστη εισαγωγή. Με κοιτάζει, κοιτάζει και τις σακούλες και μου λέει να τις αφήσω αν θέλω μπροστά στην ανοιχτή πόρτα του διαμερίσματός του. Από το στόμα του βγαίνουν κάτι γαλλικά (όντως!) και χάνω το στόχο μου. Τον ρωτάω: “Δεν μπορείς να ξεβουλώσεις το μπουζί;” Δεν μπορεί. Του χαμογελάω και τον πιάνω από τον ώμο. “Τζ., μου αρέσει πολύ να ξεβουλώνω βουλωμένα μπουζί!” του λέω κατάματα και σκάμε στα γέλια. Σε μια μέρα πήγε περίπατο και η λεσβιακή μου επανάσταση και η αιδοιική μου πολιτική και η ευγένεια. Κοτζάμ λεσβία, δεν μπορώ να βάλω σε μια πρόταση έναν αντιπροσωπευτικό αιδοιικό υπαινιγμό, αντάξιο της θηλυκότητάς μου, χωρίς να υπαινιχθώ παράλληλα και το πέος.
Είναι ακόμα μέρα, αλλά νιώθω κομμάτια από όλη αυτή την κοινωνική πίεση που βίωσα μόνη μου-στο μυαλό μου. Η ολόσωμη γκρι απαλοσύνη δε βοήθησε σε τίποτα και τίποτα δε θυμίζει πια ένα Κυριακάτικο μεσημέρι. Τουλάχιστον ακόμα δε φοράω σουτιέν**.
Γράφει η Χριστίνα Τριχά
*Κώστας Γιαννακίδης και Γκίζα. Citipods (ακούστε το με δική σας ευθύνη)
**πόσο χυδαίο είναι από μέρους μου να γράφω κείμενα που μιλάνε για το στήθος μου;