Από χθες που κυκλοφόρησαν τα νέα τραγούδια της Madonna, επικρατεί ένας χαμός στα social media τόσο από ανθρώπους που απλά τους άρεσαν τα τραγούδια, τους αρέσει η Μαντόνα και έκαναν τα σχετικά ποστ, μέχρι τρελαμένους και τρελαμένες φαν που εμείς να βγάζαμε δίσκο δεν ξέρω αν θα κάναμε έτσι (ναι, εγώ ανήκω περήφανα σε αυτή την κατηγορία) και άλλους και άλλες που έχουν ήδη απαυδήσει μαζί μας και δεν καταλαβαίνουν την έκρηξη μας. Εγώ όμως την καταλαβαίνω. Δεν ξέρω (αν και φαντάζομαι ότι κάπως έτσι θα είναι) εάν είναι ίδιοι οι λόγοι για όλες και όλους, μπορώ να σας πω όμως γιατί συμβαίνει σε εμένα.
Η Madonna, για μένα, είναι πολλά παραπάνω από μια τραγουδίστρια, από μία καλλιτέχνιδα που θαυμάζω και μου αρέσει η μουσική της. Έχει υπάρξει, ως άλλη Παναγία, σωτήρια για ‘μένα σε στιγμές και περιόδους της ζωής μου δύσκολες. ‘Έχει αποτελέσει έμπνευση, κινητήριος δύναμη, πηγή ελπίδας και απελευθέρωσης. Ναι όλα αυτά, μια ποπ τραγουδίστρια.
Ως ένα γκέι παιδί που μεγάλωνα στην επαρχία, νιώθοντας διαφορετικό, πολύ διαφορετικό από τα άλλα παιδιά και που πάντα οι άλλοι – αλλά κι εγώ – έβρισκαν τρόπους να με κάνουν να το πληρώνω και να μην μπορώ στιγμή να το ξεχάσω, όταν ακόμα δεν μπορούσα να εξηγήσω, να περιγράψω με λέξεις την διαφορετικότητα αυτή ή όταν δεν τολμούσε ακόμα να πει το όνομα της, όταν πίστευα πως ήμουν ο μόνος άνθρωπος στον πλανήτη που νιώθει και είναι έτσι και όταν ένιωθα πως με κανέναν δεν μπορώ να το μοιραστώ, γιατί εδώ δεν με καταλάβαινα εγώ πως θα με καταλάβουν άλλοι, ανακάλυψα την Madonna. Έπεσε στα χέρια μου τυχαία, από μια φίλη, το Immaculate Collection. Και ανακαλύπτοντας την, με αφορμή το ότι μου άρεσε – αρχικά – η μουσική, αρχίζοντας να προσέχω τους στίχους, να βλέπω τα βίντεο κλιπ, να διαβάζω συνεντεύξεις και δηλώσεις της, ήταν η πρώτη φορά, που στο μικρό, μπερδεμένο και μόνο εκείνο αγόρι, κάποια είπε πως είναι εντάξει να είσαι “διαφορετικός”.
Η πρώτη φορά που είδα οτιδήποτε ομοερωτικό, ότι υπάρχει τέτοια πράγμα, ήταν στο βίντεο του “Justify my love”. Η πρώτη φορά που αναφώνησα “Ναι πρέπει να εκφράζομαι και όχι να συμβιβάζομαι” ήταν τραγουδώντας το “Express Yourself”. Όταν πέρα από όλα τα άλλα ένιωθα “στο περιθώριο” επειδή για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο πάντοτε οι παπάδες και οι εκκλησίες μου προκαλούσαν αποστροφή, είδα το βίντεο του “Like a prayer” και είπα “Ναι! Δεν είμαι ο μόνος που νιώθει έτσι! Δεν έχουν όλοι την σχέση “σεβασμού και δέους” απέναντι στην θρησκεία και τα σύμβολα της, υπάρχει και αυτό. Η πρώτη φορά που εκφράστηκα καλλιτεχνικά ήταν ξεπατικώνοντας την χορογραφία του “Vogue” και η πρώτη φορά που ένιωσα περήφανος ήταν όταν το χόρεψα ευθαρσώς (όπως μου έμαθε αυτή) μπροστά σε άλλους. Και το έκανα και καλά (γιατί μαθητικές, αθλητικές επιδόσεις και άλλα τέτοια πράγματα που ήταν πηγές περηφάνιας για άλλους για ‘μένα ήταν απλά αδιάφορα, χαζά και ξένα).
Έτσι λοιπόν, σιγά σιγά, το “διαφορετικό αγόρι” βρήκε την φωνή του. Βρήκε μια σύμμαχο. Βρήκε άλλοθι. Βρήκα έναν τρόπο να νιώθω, επιτέλους, καλά. Όταν δεν καταλάβαινε κανείς, μου έδειχνε ότι το καταλάβαινε εκείνη. Όταν οι άλλοι προσεύχονταν σε Θεούς κι Αγίους, εγώ κάθε φορά που ένιωθα αδύναμος, που ήθελα να ονειρευτώ, να ξεφύγω, να αποδράσω, σιγοτραγουδούσα τα τραγούδια της και σκεφτόμουν την Μαντόνα. Όταν οι άλλοι φύλαγαν εικόνες και ζητούσαν άφεση αμαρτιών κάνοντας εξομολογήσεις στους μαυροφορεμένους επικριτές τους, εγώ είχα βρει μια “θρησκεία” που δεν μου έλεγε ότι είμαι λάθος. Που μου έλεγε πως στραβός είναι ο γιαλός. Έτσι, αντί για εκκλησίες, εγώ κλεινόμουν στο δωμάτιο μου και έκλεινα πονηρά το μάτι στην αφίσα Της. Και ξέρεις κάτι; Μου το έκλεινε κι αυτή!
Γι’ αυτό λοιπόν, ας μην βιαζόμαστε να κρίνουμε την αγάπη κάποιων για τέτοιους καλλιτέχνες και να υποτιμούμε την αξία που έχει το να μας υποστηρίζουν, το να μιλάνε υπέρ της οποιασδήποτε διαφορετικότητας τα ποπ είδωλα. Γιατί μπορεί να βοηθήσουν ένα παιδί με τρόπους που δεν μπορείς καν να αντιληφθείς. Μπορούν να φτάσουν οι υποστηρικτικές φωνές τους σε αυτιά ανθρώπων που δεν θα φτάσουν δάσκαλοι, πολιτικοί, ακτιβιστές και άλλοι που οι γνώμες τους “μετράνε” και είναι “σοβαρότερες” και πιο “σημαντικές” από αυτές της κάθε τραγουδιάρας που θέλει να “προκαλέσει” και να “πουλήσει”.
Και το πιο σημαντικό, μπορούν να φτάσουν στις καρδιές.
Ακούγοντας χθες το “Ghosttown”, ένα από τα καινούρια τραγούδια της, και τους στίχους :
“I know we ‘ew allright. ‘Cause we ‘ll never be alone. Even with no light we’re gonna shine like gold in this mad mad, in this mad mad world.”
έβαλα, σαν παιδί πάλι, τα κλάματα. Γιατί ακόμα, το παιδί εκείνο είναι μέσα μου. Κι ακόμα, παρ’ όλην την εξέλιξη του, νιώθει πως σε ένα βαθμό, για τους άλλους αλλά και για το ίδιο, παραμένει ακατανόητο. Και ακόμα χρειάζεται κάποιον να του πει “Είσαι εντάξει, ακριβώς όπως είσαι”. Έκλαψα, ναι. Σαν κάποιον που θα περιέγραφες ίσως ως μια χαζή, ευσυγκίνητη, υπερευαίσθητη αδερφή. Ας είναι. Εγώ αυτό που ξέρω είναι πως όντως, όταν ένιωθα μόνος και επικρατούσε “σκοτάδι” έβρισκα σ’ εκείνη ένα φως. Ένα φάρο μέσα στην απελπισία της μοναξιάς του να είσαι “αλλιώς” και να μην σε καταλαβαίνουν. Κι ακόμα, μέχρι σήμερα, είναι στιγμές που μπορεί να νιώσω έτσι. Μόνος κι ακατανόητος. Και έλαμπα κι εγώ. Κι ακόμα, βρίσκω σ’ εκείνη από ανακούφιση, διέξοδο, μέχρι ώρες ώρες και λύτρωση. Ακόμα εκφράζει κομμάτια μου που δεν μπορούν να εκφραστούν αλλιώς. Ακόμα, είναι για ‘μένα σαν θρησκεία. Σαν προσευχή. Και ναι, θα τρελαθώ από χαρά και θα κάνω σαν βλαμμένο, κάθε φορά που βλέπω πως όλα αυτά τα κάνει ακόμα. Και δεν έκλαψα μόνο, χόρεψα κιόλας. Πολύ. Έτσι μου έμαθε. Να σκουπίζω τα δάκρυα και μετά χορό. Γιατί το να μπορείς να είσαι ο εαυτός σου, είναι ένα “Celebration”. Μια γιορτή. Και για όσους και όσες δεν μπορούν να το καταλάβουν, well, We don’t give a…. Και ναι, “εδώ ο κόσμος καίγεται…” αλλά όταν καιγόταν ο δικός μας, αυτή είχαμε.
Μπορεί Μαντόνα μου, εγώ να μην σε ξέρω. Αλλά δεν με νοιάζει, δεν έχει σημασία. Γιατί με έναν τρόπο μαγικό, είχες έναν τρόπο να μου δείχνεις πως εσύ με ήξερες πάντα. Κι έλεγες αυτό ακριβώς που είχα ανάγκη να ακούσω. Πως δεν είμαι (ο) μόνος.
Μπορεί, όπως και οι θεοί τις προσευχές με των ανθρώπων, να μην με ακούσεις ποτέ. Αλλά οφείλω να σου πω ένα ευχαριστώ.