Le Privilege και Le Palace: Οι μύθοι της νυχτερινής ζωής του Παρισιού

Le Palace Paris

Με αφορμή τα λόγια του Κωνσταντίνου Κακανιά για το κλαμπ Le Privilège του Παρισιού στη συνέντευξη που έδωσε στον Χρήστο Παρίδη και στη Lifo, ψάξαμε λίγο παραπάνω την ιστορία των πιο θρυλικών κέντρων διασκέδασης, μετά το Studio 54 της Νέας Υόρκης.

Όταν ο Χρήστος Παρίδης ρωτά τον Κωνσταντίνο Κακανιά για τη φιλία του με τον Christian Louboutin, ο Κακανιάς απαντά: «Συχνάζαμε στα ίδια μέρη, είχαμε τους ίδιους φίλους και κυρίως πηγαίναμε σε ένα καταπληκτικό μέρος κάτω από το Palace, στο Privilège.» Το Palace εγκαινιάστηκε το 1978 και μετά την τεράστια επιτυχία του, ο ιδιοκτήτης, Fabrice Emaer, αποφάσισε να ανοίξει και έναν πιο πριβέ χώρο (VIP), που το ονόμασε Le Privilège.

Σύμφωνα με τον Κακανιά, ο οποίος τότε ήταν 19-20 χρονών και σπούδαζε στο Παρίσι, «ήταν από τα πιο κομψά μέρη που έχω δει στη ζωή μου. Όλα ήταν σχεδιασμένα από το δίδυμο Garouste και Bonetti, οι τοίχοι ζωγραφισμένοι από τον μεγάλο ζωγράφο Gerard Garouste, έστρωναν άσπρα τραπεζομάντιλα, ήταν magnificent. Όταν έμπαινες, αισθανόσουν ότι κάτι γίνεται, όχι ότι κάτι είσαι. Ότι ανήκες σε ένα ιδιαίτερο γκρουπ ανθρώπων που ήταν εκεί για τον ίδιο λόγο μ’ εσένα. Ήταν επαναστατικό μέρος! Αισθητικά επαναστατικό, πολύ μπροστά από την εποχή του. Δεν υπήρχαν σύνορα εκεί μέσα, ήταν όλοι ποιητές.»

Όλοι φιλιόντουσαν

»Εκεί σύχναζαν και πολλοί διάσημοι καλλιτέχνες. Πάνω απ’ όλα χαρακτηριζόταν από το ξέσπασμα δημιουργικότητας τον καιρό εκείνο στο Παρίσι. Ένας συνδυασμός του παλιού με ό,τι πιο νέο συνέβαινε τότε. Μια στιγμή στην αρχή της δεκαετίας του ’80 στα καλύτερά της, χορεύοντας βέβαια μαστουρωμένοι μέχρι πρωίας. Όλοι φιλιόντουσαν, αγόρια με αγόρια, κορίτσια με κορίτσια, ήταν σχεδόν advanced. Δεν υπήρχε σεξ γιατί ήταν ήδη post-sex η εποχή με ένα touch πανκ-ροκ. Δυστυχώς, μετά τον θάνατο του ιδιοκτήτη (σ.σ. το 1983) από AIDS όλο αυτό κατέρρευσε. Αλλά όλοι όσοι πηγαίναμε και ζούμε ακόμα, γιατί πολλοί πέθαναν, ακόμα το μνημονεύουμε. Ένας φίλος μου έκανε και ένα ντοκιμαντέρ γι’ αυτό.»

Δεν γνωρίζουμε ποιο ντοκιμαντέρ εννοεί ο Κακανιάς, αλλά σίγουρα τα δύο αυτά κλαμπ έγιναν ταινία. Βγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες τον Ιανουάριο του 2019 και ονομαζόταν Une jeunesse dorée, με σκηνοθέτιδα την Eva Ionesco. Ένας από τους πρωταγωνιστές είναι ο Nassim Guizani, ο οποίος υποδύεται τον Christian Louboutin!

Τα εγκαίνια του Palace

Την 1η Μαρτίου του 1978 στις 11 μ.μ. ανοίγει τις πόρτες του για πρώτη φορά το Palace. Περισσότεροι από 5.000 άνθρωποι συγκεντρώνονται μπροστά από την οδό Rue du Faubourg Montmartre 8.

Μεταξύ 1912 και 1978, ο χώρος είχε διάφορες χρήσεις: Άλλοτε κινηματογράφος, άλλοτε αίθουσα μουσικής. Ο μυθικός αυτός χώρος, που είχε εγκαταλειφθεί προς τα τέλη της δεκαετίας του 1970, αγοράστηκε τελικά από τον Fabrice Emaer, βασιλιά της παρισινής νυχτερινής ζωής. Ήδη ιδιοκτήτης των κλαμπ Le Pimm’s και Le Sept, η φιλοδοξία του επιχειρηματία ήταν να το κάνει το πιο όμορφο νυχτερινό κέντρο στον κόσμο. Του έδωσε πίσω την παλιά του αίγλη, αναθέτοντας τη μετατροπή στον αρχιτέκτονα Patrick Berger, τον σχεδιασμό της διακόσμησης στον ζωγράφο Gérard Garouste και τα έπιπλα στη σύζυγό του Élisabeth.

Λίγες ημέρες πριν από τα εγκαίνια, ο Fabrice Emaer έδειξε το Palace στον φίλο του, Roland Barthes, όπως αναφέρεται στο βιβλίο των François Buot και Alexis Bernie: Alain Pacadis,Ιtinéraire d’un dandy punk. Θαμπωμένος από αυτή την ατμόσφαιρα Art Deco, και την ιταλική άρια όπερας που ηχούσε εκεί (μόνο γι’ αυτόν), ο Barthes έγραψε στη Vogue Hommes: «Σκύβοντας πάνω από το παρτέρι του Palace που ταράζεται από χρωματιστές ακτίνες και χορευτικές σιλουέτες, μαντεύοντας γύρω μου στις σκιές των κερκίδων και των ανοιχτών θεωρείων ένα ολόκληρο πηγαινέλα νεαρών σωμάτων απασχολημένων με – δεν ξέρω με τι – κυκλώματα, μου φάνηκε να ξαναβρίσκω, μεταφερμένο στο μοντέρνο, κάτι που είχα διαβάσει στον Προυστ: Eκείνο το βράδυ στην Όπερα, όπου η αίθουσα και τα λουτρά σχηματίζουν, υπό το παθιασμένο βλέμμα του νεαρού Αφηγητή, ένα υδάτινο περιβάλλον, απαλά φωτισμένο με ερωτιδείς, βλέμματα, κοσμήματα, πρόσωπα, χειρονομίες σκιαγραφημένες σαν εκείνες θαλάσσιων θεοτήτων, στη μέση των οποίων θρονιάστηκε η Δούκισσα του Γκερμάντ.»

Ανοιχτό σε όλους

Τα εγκαίνια ήταν το πιο δημοφιλές γεγονός εκείνου του Μαρτίου. Σε αυτό το κόκκινο και χρυσό διάκοσμο, οι σερβιτόροι περιφέρονταν με στολές Thierry Mugler, ενώ η Grace Jones τραγουδούσε μια ανέκδοτη εκδοχή του “La Vie en rose” (μελλοντικός ύμνος του μαγαζιού). Αν όλοι βλέπουν το Palace ως ένα γαλλικό ξαδελφάκι του Studio 54, ο ιδιοκτήτης του αποκρούει τις συγκρίσεις: «Η πελατεία του ’54’ αποτελείται από πλούσιους, ασηπτικούς ανθρώπους. Εδώ, η πελατεία ποικίλλει. Περιλαμβάνει άνδρες και γυναίκες από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα», είχε πει στη Le Monde.

Το Palace φιλοδοξεί να είναι ανοιχτό σε όλους, αλλά η πορτιέρισσα Jenny Bel’Air ισχυρίζεται ότι έχει αδυναμία στις εκκεντρικές φυσιογνωμίες. Αυτή η παρισινή θεότητα υπαγορεύει το νόμο της με χιούμορ, αναγκάζοντας ακόμη και τον Μάικλ Ντάγκλας να αλλάξει τα παπούτσια του για να μπει στο κλαμπ. Το Palace έγινε γρήγορα το στέκι της πρωτεύουσας, φιλοξενώντας τα μεγαλύτερα αστέρια και μυθικές συναυλίες: Gainsbourg, Tom Waits και Tina Turner.

Ο Prince στο… Palace

«Στο Palace είδαμε επίσης την πρώτη συναυλία του Prince στο Παρίσι. Εκείνη τη νύχτα φόρεσε πέπλο, τακούνια και ζαρτιέρες. Με τη φωνή του κάπου ανάμεσα στον Sly Stone και τον Marvin Gaye, τις ξαφνικές κοριτσίστικες κραυγές του και τα κιθαριστικά riffs του τύπου Jimi Hendrix, ήταν ένα λαμπρό UFO για εμάς», θυμάται η Farida Khelfa σε συνέντευξή της στο Le Point. Η Loulou de la Falaise διοργάνωσε έναν πλούσιο χορό μεταμφιεσμένων, όπου οι καλεσμένοι συναγωνίστηκαν μεταξύ τους στη φαντασία: O Yves Saint-Laurent επέλεξε μια μάσκα Kabuki, ενώ ο Karl Lagerfeld έφτασε ως μάγος Μέρλιν. Υπήρξε επίσης μια βενετσιάνικη βραδιά που διοργανώθηκε προς τιμήν του Γερμανού μόδιστρου: «Ο κόσμος έφτασε με γόνδολες, ενώ εγώ έπαιζα ναπολιτάνικα τραγούδια εμπνευσμένα από την ταινία Θάνατος στη Βενετία. Είχα πάρει ένα στοιχείο της διακόσμησης του Lido, ένα σιντριβάνι, και ήμουν μασκαρεμένος, φορώντας λευκό μακιγιάζ με σταγονίδια», θυμάται ο DJ Guy Cuevas στο περιοδικό Trax. Το Palace έγινε ένα απίθανο μέρος όπου πανκς και πλούσιοι χόρευαν στις ίδιες ντίσκο μελωδίες, όπου καλλιτέχνες όπως ο William Burroughs συναντούσαν αστέρια της μόδας όπως ο Jean-Paul Gaultier.

Η ιδέα είναι να φτιαχτείς, να ζήσεις τη στιγμή, να νιώσεις κάθε δυνατή απόλαυση: «Αν κάποιος είχε συνθέσει μια συμφωνία αγάπης εκείνες τις νύχτες, μπορώ να σας πω ότι ο Μπετόβεν θα είχε ξεχαστεί! Ήταν τόσο αστείο να ακούς τους ήχους της ηδονής στις τουαλέτες παντού… Η μουσική, το αλκοόλ, το γαμήσι…», λέει η Jenny Bel’Air στο περιοδικό Standard.

Το τέλος

Όλα τα ωραία όμως κάποτε τελειώνουν. Όπως πολύ εύστοχα το έθεσε ο Alain Pacadis, αρθρογράφος της Libération και προνομιακός αφηγητής αυτής της εποχής: «Η μέρα ξημερώνει, νιώθω ότι θέλω να πεθάνω». Οι trendsetters εγκατέλειψαν το Palace, η πελατεία έπαψε να είναι εκλεκτή και, παρά το άνοιγμα του VIP χώρου στο υπόγειο (το Le Privilège), το κλαμπ έχασε την αίγλη του. Την ανεμελιά της εποχής της ντίσκο ακολούθησαν τα πέτρινα χρόνια του AIDS: «Στο Palace, όλοι πήγαιναν με όλους! Άντρες, γυναίκες, μπάρμεν. Στις τουαλέτες έπεφτε πολύ γαμήσι – μόνο εμείς, οι προνομιούχοι, είχαμε δικαίωμα στα καμαρίνια και στα παρασκήνια. Αυτή η ελευθερία καταστράφηκε ξαφνικά όταν αρχίσαμε να ακούμε για το AIDS. Οι άνθρωποι πέθαιναν σαν τις μύγες, δεν ξέραμε γιατί», επιβεβαιώνει ο Guy Cuevas. Με το θάνατο του Fabrice Emaer, ο οποίος πέθανε στις 14 Ιουνίου 1983 επισήμως από καρκίνο των νεφρών, οι καλύτερες μέρες του Palace έφτασαν στο τέλος τους. Το μόνο που μένει είναι μυθικές φωτογραφίες, θολές αναμνήσεις και μακροχρόνιες φιλίες όπως αυτή μεταξύ του Κωνσταντίνου Κακανιά και του Christian Louboutin.

Πέτρος Αλεξανδρής

Στο Δημοτικό, όταν η δασκάλα μας έβαλε "Σκέφτομαι και γράφω" να πούμε τι θέλουμε να γίνουμε όταν μεγαλώσουμε, απάντησα: Πρώτα γιατρός και όταν γεράσω περιπτεράς. Από μικρός μου άρεσε η ποικιλία και τη σύνταξη ούτε καν που τη σκεφτόμουνα. Στη συνέχεια ασχολήθηκα ερασιτεχνικά με σχολικές εφημερίδες και όταν πέρασα στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ άρχισα να δουλεύω κανονικά στον ειδικό τύπο σχεδόν από το πρώτο έτος. Το Αntivirus το αγαπάω όπως ο Αθηναίος το χωριό του. Ενώ είμαι αναγκασμένος να ζω από την κανονική μου δουλειά, το Antivirus είναι η πραγματική δημοσιογραφία και το ρεπορτάζ που θα ήθελα να κάνω. Από το 2007 υπάρχει αυτή η σχέση αγάπης.




Δες και αυτό!