Το γραφείο του Προέδρου της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλου απηύθυνε μήνυμα για τον εαρτασμό της ημέρας της μητέρας. Θα μπορούσαμε να προβούμε σε μια ψυχαναλυτικού τύπου ανάλυση και να εικάσουμε τη σχέση του ομιλούντος με τη δική του μητέρα. Αλλά δεν θα το κάνουμε για δύο λόγους: πρώτον, όπως σωστά έχει επισημάνει ο Φρόιντ στην Ερμηνεία των Ονείρων, ο αναλυόμενος γνωρίζει καλύτερα το νόημα των ονείρων του και τη σύνδεσή τους με τις απωθημένες του σκέψεις. Άρα, εφόσον ο κύριος Παυλόπουλος δεν έχει επιβεβαιώσει ότι η δήλωσή του είναι αποτέλεσμα μιας ψυχαναλυτικής διαδικασίας στην οποία έχει υποβληθεί, θα ήταν άστοχο να εξαγάγουμε συμπεράσματα αντ’ αυτού. Άλλωστε, όντας για πολλά χρόνια μέλος μιας παράταξης που έδινε έμφαση «στη σκληρή δουλειά για να πάει η πατρίδα μπροστά», υποθέτουμε ότι το να του παρέχουμε έτοιμες απαντήσεις θα ήταν κάτι που δεν θα ταίριαζε με τις ιδεολογικές του καταβολές. Δεύτερον, και πιο σημαντικό, αν μας δίδαξε ένα πράγμα ο φεμινισμός και οι μεταποικιακές σπουδές είναι ότι συνιστά άστοχη ενέργεια το να μιλάμε εξ ονόματος μιας ομάδας που δεν ανήκουμε, το να αναπαράγουμε την κυρίαρχη φιγούρα του «Ευρωπαίου-λευκού-ετερόφυλου-με περιουσία» άντρα ως οικουμενικού δεδομένου, σημείο που τόνισε ιδιαίτερα με τη δουλειά της, μεταξύ άλλων, η Ιριγκαρέ. Φυσικά θα ήμαστε αφελείς αν τρέφαμε την ελπίδα ότι ο κύριος Παυλόπουλος έχει εντρυφήσει σε θέματα φεμινισμού ή μεταποικιακών σπουδών. Παρόλα αυτά, με την ιδιότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας, θα περιμέναμε να είναι λιγότερο «γλαφυρός» (βλ. γραφικός) όταν περιγράφει μια ομάδα στην οποία όχι μόνο ο ίδιος δεν ανήκει αλλά και που μέσα από τον λόγο του «εμπεριέχει δια του αποκλεισμού», σημείο που θα επανέλθω παρακάτω.
Στο θέμα μας τώρα. Θα μπορούσε ο παραληρηματικός λόγος που χρησιμοποίησε ο Πρόεδρος της ελληνικής δημοκρατίας να περνούσε απαρατήρητος, αν δεν περιείχε τόσους αποκλεισμούς. Η σχεδόν ταυτόχρονη δήλωσή του ότι «Οι Ελληνες (sic), ούτε στις πιο δύσκολες στιγμές της οικονομικής κρίσης, δεν εγκατέλειψαν την πίστη τους και την προσήλωσή τους στα ευρωπαϊκά ιδεώδη, καθώς θεωρούν ότι από γεωγραφική, ιστορική, πολιτισμική και πολιτική άποψη η Ελλάδα αποτελεί οργανικό και αναπόσπαστο μέλος της μεγάλης ευρωπαϊκής οικογένειας» (εδώ), μάλλον συνηγορεί στο να πιστέψουμε ότι το υποκείμενο του λόγου τελεί υπό πλήρη σύγχυση, αφού θεωρεί ότι τα ευρωπαϊκά ιδεώδη συμπίπτουν με αυτά που το ίδιο πιστεύει για τη θέση της γυναίκας-μητέρας στη σημερινή πραγματικότητα: Βιολογισμοί, εγκλήσεις, αναπαραγωγή στερεοτυπικών εικόνων συνιστούν τον πυρήνα του μηνύματος για τη σημερινή ημέρα, πασπαλισμένα, βέβαια, με την κατάλληλη δόση «πατρίδας-θρησκείας-οικογένειας» για να μην ξεχνάμε από πού ερχόμαστε αλλά, κυρίως, πού οδεύουμε.
Θα σταθώ, λοιπόν, σε κάποια σημεία που πραγματικά μου έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση διαβάζοντας το κείμενο. Αν δεν είχα προσέξει τον τίτλο της εφημερίδας, θα έτεινα περισσότερο να πιστέψω ότι το μήνυμα έχει αναπαραχθεί από κάποιο εθνικιστικό μπλοκ παρά από τον «ανώτερο άρχοντα του τόπου» -δεν είναι τυχαίο που τα εθνικιστικά μπλοκ έσπευσαν το αναπαραγάγουν και να το χαρακτηρίσουν «Εκπληκτικό», έναν χαρακτηρισμό που, φυσικά, αποδεχόμαστε, αφού το να μιλάει ένα πρόσωπο από τη θεσμική του θέση με αυτούς τους όρους το 2015 είναι όντως εκπληκτικό!
Ξεκινάει, λοιπόν, ο Πρόεδρος λέγοντας ότι «αποτελεί γεγονός αδιαμφισβήτητο, ιστορικώς και κοινωνικώς, ότι «πυρήνας» αλλά και «εστία» της οικογένειας είναι η Μητέρα». Το επίθετο «αδιαμφισβήτητο» λειτουργεί εγκλητικά. Εφόσον ένα γεγονός δεν χωράει αμφισβήτηση, συνιστά μια Απόλυτη αλήθεια «ιστορικώς και κοινωνικώς». Από όσο γνωρίζω, κάθε ιστορικό και κοινωνικό γεγονός -με «φωτεινές» εξαιρέσεις ιστορικούς όπως τον Παπαρρηγόπουλο και τον Σβορώνο- μπορεί να έχει πολλές ερμηνείες που, ως επί το πλείστον, επηρεάζονται από τη θέση και τα χαρακτηριστικά του αφηγητή και καμιά προσέγγιση δεν είναι «αντικειμενική». Τουναντίον, σε μια περίοδο που οι «μεγάλες αφηγήσεις» έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί, οι απόλυτες αλήθειες μάλλον συσκοτίζουν τις σχέσεις εξουσίας, έμφυλες και μη, και τις αφήνουν άθικτες παρά οδηγούν στη διαπραγμάτευσή τους. Επομένως, ο κύριος Παυλόπουλος, εκθέτοντας τη δική του αλήθεια ως Απόλυτη και οικουμενική, χρησιμοποιεί την εξουσία που του παρέχει η θέση του για να πατάξει τις άλλες «φωνές», τις φωνές που ενδεχομένως να αντιδράσουν, και να τις θέσει εκτός κοινωνικού σώματος, εφόσον κάθε δική τους διεκδίκηση καθίσταται αμφισβητήσιμη «ιστορικώς και κοινωνικώς».
Δεύτερον, στο σύμπαν που ζει, και που πλέον έχει τη δυνατότητα να επιβάλει με τον θεσμικό του ρόλο, η γυναίκα-μητέρα είναι ο «πυρήνας» και η «εστία» της οικογένειας. Για να σχολιαστεί αυτό το απόσπασμα επαρκώς, θα χρειαζόταν να γραφτεί μια διδακτορική διατριβή με τίτλο «Πώς 100 και πλέον χρόνια φεμινιστικών διεκδικήσεων μπορούν να αφήσουν ανέγγιχτο τον Έλληνα πολιτικό: το παράδειγμα του Προκόπη Παυλόπουλου ως μελέτη περίπτωσης». Θα αρκεστούμε στα βασικά, αντλώντας κάποια δευτεροκινηματικά επιχειρήματα (εξάλλου και η δήλωση στηρίζεται σε και προέρχεται από αναπαραστάσεις για τη γυναίκα που επικρατούσαν στις αρχές του προηγούμενου αιώνα): τον διαχωρισμό δημόσιας/ιδιωτικής σφαίρας και την ταύτιση των γυναικών με την ιδιωτική˙ την άνιση κατανομή των οικιακών καθηκόντων και αναπαραγωγή των έμφυλων στερεοτύπων που θέλουν τον άντρα στη «δουλειά» και τη γυναίκα «στο σπίτι» με τα παιδιά˙ από το προηγούμενο συνεπάγεται ότι αποδίδει, εμμέσως πλην σαφώς, ευθύνη για τη σωστή ή μη λειτουργία της οικογένειας -όπως ο ίδιος την έχει στο μυαλό του- στη γυναίκα και, επομένως, ο άντρας -με τον οποίο φυσικά και ταυτίζεται- απαλλάσσεται των ευθυνών του -εξάλλου, αυτός είναι ο «κουβαλητής» και ο ανδρισμός του δεν του επιτρέπει να ανακατεύεται σε «γυναικείες υποθέσεις» κτλ.
Από τα παραπάνω ακολουθεί ένα πλήθος συνεπαγωγών (οικονομική εξάρτηση των γυναικών ως «αδιαμφισβήτο» γεγονός κτλ.) τις οποίες το μήνυμα προσπαθεί να μετριάσει με τη χρήση κεφαλαίου γράμματος στη λέξη «Μητέρα», χωρίς να υπάρχει κάποιος προφανής λόγος για αυτό εκτός από αυτόν που καταλαμβάνει το μυαλό του γράφοντος. Η «Μητέρα», λοιπόν, μαθαίνουμε σήμερα ότι είναι η γυναίκα που περιβάλλεται με «νοηματική ιερότητα» -εξού μάλλον και το κεφαλαίο γράμμα-, η προσφορά της είναι «διαχρονική και ανιδιοτελής» -υποθέτουμε, λοιπόν, ότι ρωτήθηκαν κάποτε οι γυναίκες αν θέλουν να μένουν στο σπίτι και να παρέχουν δωρεάν τις υπηρεσίες τους και απάντησαν ομόφωνα θετικά- και ότι οι πράξεις της αγγίζουν «τα όρια της αυτοθυσίας» -δηλαδή οι γυναίκες όχι απλά συναίνεσαν στον οικιακό εγκλεισμό τους αλλά το έπραξαν και με ευχαρίστηση. Η περιγραφή αυτή σαφώς, από τη μία, παραπέμπει στην κατασκευή της θηλυκότητας ως «θεά/μητέρα/σκλάβα» (υποθέτω, η αγαπημένη φράση του Προέδρου στις παρέες του είναι «η καλή νοικοκυρά είναι δούλα και κυρά»), και, από την άλλη, στην αποσιώπηση και τον αποκλεισμό των γυναικών μητέρων εκείνων που δεν πληρούν τα κριτήρια που θέτει η αντρική φαντασίωση ή, όπως θα έλεγε η Τερέζα ντε Λαουρέτις, δεν καταλαμβάνουν την κατάλληλη θεσιακότητα εντός του φαλλικού μοντέλου επιθυμίας. Πρακτικά, βέβαια, όσα κεφαλαία γράμματα και να χρησιμοποιήσει, η μητρότητα σήμερα όχι μόνο δεν προστατεύεται θεσμικά αλλά και διώκεται (βλ. απολύσεις σε περιπτώσεις εγκυμοσύνης κτλ.), ως αποτέλεσμα πολιτικών αποφάσεων που στήριζε θερμά και ο υμνητής της «Μητέρας».
Ολοκληρώνοντας το τρίπτυχο, αφού δηλαδή έχει μιλήσει για την οικογένεια και τη θρησκευτική λειτουργία της μητρότητας, η δήλωση συμπληρώνεται με την αναφορά στο «Έθνος» και την ταύτιση του τελευταίου με το «Λαό» – κι εδώ μάλλον θέλοντας να τονίσει την ιερότητα κάνει χρήση κεφαλαίου γράμματος. Στο μυαλό, λοιπόν, του Προέδρου της δημοκρατίας δεν υπάρχει η έννοια του κράτους, με την κοινωνία των πολιτών και τα δικαιώματα που αυτή θα συνεπαγόταν, αλλά η έννοια του έθνους εντός του οποίου αρθρώνει τον λόγο του. Αφού βαυκαλίσει το πλήθος με την απόδοση της ιδιότητας του «περιούσιου λαού» («Πολύ περισσότερο τούτο ισχύει για μας, τους Έλληνες»), η γυναίκα-μητέρα αναπαρίσταται «με συμπεριφορά απαράμιλλης ταπεινότητας, που διδάσκει την αναγκαία -με την έννοια του μέτρου- τιθάσευση του ανθρώπινου «εγώ» και τον κατά προορισμό προσανατολισμό του στο ελπιδοφόρο και σωτήριο «εμείς»», φράση που παραπέμπει ευθέως στον Μακρυγιάννη -βλέποντας συνολικά τη δήλωση, κάπου σε αυτήν την περίοδο πρέπει να βρίσκεται φαντασιακά! Ο διαχωρισμός, βέβαια, του ανώτατου πολιτικού αξιώματος από εθνικιστικά παραληρήματα είναι το λιγότερο που θα περιμέναμε από έναν πρόεδρο δημοκρατίας και μάλιστα προτεινόμενο και εκλεγμένο από αριστερή κυβέρνηση. Επομένως, μπορεί μεν το μήνυμα να διατείνεται ότι απεύθυνεται σε όλες τις γυναίκες-μητέρες αλλά με μια πιο προσεκτική ανάγνωση βλέπουμε ότι περικλείει αυτές που βρίσκονται στο μυαλό του Προέδρου, αποκλείοντας όσες κινούνται εκτός των περιγραμμάτων του μοντέλου του.
Κλείνοντας, από τα παραπάνω ελπίζω να γίνεται σαφές ότι το μήνυμα απευθύνεται μεν στις μητέρες αλλά υπό τον όρο ότι αυτές πληρούν και ανταπεξέρχονται σε ένα μοντέλο θηλυκότητας που κατασκευάζει, εγκρίνει και προωθεί ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Η συγκέντρωση όλων των επιτελεστικών λειτουργιών του λόγου (κατασκευή, διάχυση κτλ.) σε ένα πρόσωπο, και μάλιστα όταν αυτό καταλαμβάνει τόσο ισχυρό θεσμικό ρόλο, καταργεί αυτομάτως την έννοια της Δημοκρατίας, συνιστώντας στην καλύτερη περίπτωση θεσμικό ατόπημα. Παρόλα αυτά, και σε περίπτωση που έχουμε παρεξηγήσει τα λεγόμενα του Προέδρου, θα θέλαμε να ρωτήσουμε ευθέως: Κύριε Παυλόπουλε, το μήνυμά σας απευθύνεται και στις μετανάστριες μητέρες στων οποίων τα παιδιά δεν παρέχετε υπηκοότητα; Απευθύνεστε και στις μητέρες εκείνες που μεγαλώνουν μόνες τα παιδιά τους; Απευθύνεστε και στις ανύπαντρες μητέρες; Τέλος, κύριε Παυλόπουλε, απευθύνεστε και στις λεσβίες μητέρες;
Αγγελική Σηφάκη για tomov.gr