Κινηματογραφικά παραμύθια μιας queer εφηβείας

Σήμερα που είδα το πρόσωπο να σπάει στον καθρέφτη και τις γραμμές του χρόνου να αποτυπώνονται στο είδωλο μου, εκείνη, ακριβώς την στιγμή, ακούστηκε από το ιντερνετικό ραδιόφωνο το «Un Año de Amor» από τα «Ψηλά Τακούνια» του Αλμοδόβαρ.

Κάπως σχεδόν μελό-κινηματογραφικά με είδα πάλι έφηβο να βλέπω Χριστούγεννα για χιλιοστή φορά το «Όλα για την μητέρα μου». Κι αμέσως θυμήθηκα ότι όταν ήμουν νέος, πολύ νέος, κάθε φορά με ρώταγαν «ποιες είναι οι αγαπημένες σου ταινίες» εγώ απάνταγα: «Όλα για την μητέρα μου», «Ψυχώ», «Ποτέ την Κυριακή» και «Τελευταία έξοδος: Ρίτα Χέιγουρθ». Δεν ξέρω τι δηλώνει για την προσωπικότητα, την ψυχοσύνθεση ή το μεγάλωμα μου. Σίγουρα όμως δηλώνει ότι τα κινηματογραφικά μου παραμύθια ήταν κάπως queer.

Αν κάναμε «κινηματογράφο και ψυχανάλυση» θα έλεγα πολύ γρήγορα για τον ψυχαναλυμένο με τα ανωτέρω κινηματογραφικά γούστα: Προσκόλληση στο πρόσωπο της μητέρας, απουσία πατρικής φιγούρας, καταπιεσμένη σεξουαλικότητα, ενδεχόμενη δυσφορία φύλου, πιθανή κοινωνική δυσπροσαρμοστικότητα, έφεση στην παρέκκλιση και τις καταχρήσεις. Τάσεις φυγής και μανία καταδίωξης.

Αυτές οι πρωτοεπίπεδες κρίσεις, φευγαλέα παλιομοδίτικες, φέρουν αρκετές δόσεις προσωπικής αλήθειας. Όμως, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Νομίζω η πιο παλιά αγαπημένη μου ταινία ήταν το «Ποτέ την Κυριακή» του Ζυλ Ντασέν με πρωταγωνίστρια την Μελίνα. Πρέπει να το έβλεπα γύρω στα 12. Το χα γράψει σε κασέτα από την ΕΡΤ1 και το έβλεπα συνέχεια. Μου άρεσε που έβλεπα την παλιά Ελλάδα που παρά την φτώχια της αντιμετώπιζε τα προβλήματα με κέφι. Μου ταίριαζε αυτή η οπτική στη ζωή. Άλλωστε κι εγώ είχα να διαχειριστώ έναν θάνατο -αυτόν του πατέρα. Όποτε υπήρχε μια ταύτιση στο ότι στην ζωή «θέλει να το γλεντάς το πρόβλημα».

Τώρα, το ότι η πρωταγωνίστρια (γυναίκα-πόρνη) πλήρωνε τον χασάπη και τον μπακάλη σε «είδος» ή έτρεχε σαν τρελή να βάλει τα καλυτέρα της ρούχα για να πάει στο λιμάνι όταν έφτανε ο στόλος, ε, αυτό δεν μου έκανε καμία εντύπωση. Δεν μου πέρναγε ούτε κατά διάνοια να εκφέρω κάποια ηθική κρίση για τις επιλογές αυτής της γυναίκας. Άλλωστε η Ίλια ήταν μια ξεχωριστή πόρνη. Πήγαινε μόνο με όποιον της έκανε γούστο. Χαρακτηρίζονταν από αυτενέργεια και ελευθερία.

Τώρα που το ξανασκέφτομαι αυτό που μου άρεσε ιδιαίτερα στην ταινία ήταν εκείνη η ταβέρνα όπου σύχναζαν όλοι οι απόκληροι της κοινωνίας και το διασκέδαζαν. Μην ξεχνάς ότι ήμουν στην πρώτη γυμνασίου και είχα ήδη βιώσει το πρώτο σοκ κραξίματος επειδή κουνιόμουνα και έσπαγα καρπό. Πιστεύω ότι και στις τέσσερις ταινίες που σου αναφέρω το κοινό στοιχείο δεν είναι τόσο η σεξουαλικότητα όσο το στοιχείο του αποκλίνοντα από την κανονικότητα. Σεξουαλική, ηθική, ψυχική. Όποια κανονικότητα.

Όπως για παράδειγμα στο «Όλα για την μητέρα μου» όπου η «οικογενειακή κανονικότητα» καταπατάται εντελώς. Άλλωστε στο αλμοδοβαρικό σύμπαν επιτρέπονται όλα και παρά την τραγικότητα των συμβάντων υπάρχει συνήθως μια αισιοδοξία. Εκτός κι αν είσαι στο χιτσκοκικό σύμπαν του «Ψυχώ» όπου η αισιοδοξία έχει χαθεί πριν αρχίσει η ταινία. Τώρα γιατί λάτρευα αυτή την ταινία στα 14; Τι να πω; Να ‘θελα να σκοτώσω την μαμά; Να ‘θελα να γίνω η μαμά; Άβυσσος η ψυχή τ’ ανθρώπου. Ελπίζω πάντως ότι κι αν ήθελα να ήταν μεταφορικό, συμβολικό, υποσυνείδητο . Όχι πάντως συνειδητό ή ρεαλιστικό.

Αλλά ας αφήσουμε την εκλαϊκευμένη ψυχολογία στην άκρη. Εκείνο, πάντως, που με τρέλαινε στο «Ψυχώ» ήταν εκείνη η θεάρα η Μάριον… Όμορφη, ευάλωτη και συνάμα σχεδόν αλαφροΐσκιωτη. Αυτή η γυναίκα που ποτέ δεν μαθαίνουμε γιατί κλέβει τα χρήματα του αφεντικού της και τρέχει αλλόφρων, ποιος ξέρει για πού, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα των κινηματογραφικών γυναικών που λάτρευα. Και στις τέσσερις ταινίες που σου λέω, υπάρχει τουλάχιστον μια γυναίκα θεά. Όπως η Μέλινα στο «Ποτέ την Κυριακή» ή η μάνα στο «Όλα για την μητέρα μου». Ακόμα και στην «Τελευταία έξοδο» μια γυναίκα «πρωταγωνιστεί» όχι μέσω της φυσικής της παρουσίας αλλά μέσω μιας αφίσας. Και δεν είναι άλλη από την θεάρα Ρίτα Χέιγουρθ.

Τι συμπεράσματα βγάζω για αυτή τη εφηβική ψυχή που έψαχνε την δική της διέξοδο μέσα από γυναικείες περσόνες και ταυτίσεις; Θα σε γελάσω. Υπήρχε όμως μια λατρεία στο θηλυκό και το drama στοιχείο. Γιατί θα ανήκω πάντα στις αδερφές που λατρεύουν την γυναικεία θεατράλε υπερβολή. Και βέβαια εδώ επανέρχεται το αιώνιο ερώτημα «πως γίνεσαι αυτό που είσαι;» Εννοώ γιατί επέλεξα αυτές τις ταινίες; Γιατί τις έγραψα σε κασέτα και τις είδα εκατοντάδες φόρες; Κάτι μου έκαναν, αλλά τι;

Νομίζω μου έδειχναν ένα κόσμο ενδεχόμενης ελευθερίας και έκφρασης που δεν ήξερα αν υπάρχει. Υπήρχε μια ταύτιση με αυτό που ονομάζεται περιθώριο και μια διάθεση ζωής πέραν αυτουνού που έβλεπα να ξεκινά μπροστά μου: μια μικροαστική ετεροκανονική ζωή. Τώρα τι είδα; Άστο. Θέλει δύναμη και νεύρο να ξεφύγεις του μικροαστισμού, ακόμα κι αν παρεκκλίνεις της ετεροκανονικότητας. Τουλάχιστον για ένα πράγμα είμαι ευχαριστημένος- που δεν έπαψα στιγμή να γεύομαι και να καταναλώνω queer υποκουλτούρα. Άλλωστε είναι η μόνη κουλτούρα που ανέχεται το στομάχι μου και η μόνη που μπορεί να υποστηρίξει η ψυχή μου.

Γιάννης Παυλόπουλος

Στο μεταπτυχιακό (Επικοινωνία και ΜΜΕ στο ΕΚΠΑ) αντί να κάνω διπλωματική για τον Αλμοδόβαρ έκανα για το Ζεϊμπέκικο. Στη δραματική σχολή («δήλος» - Δήμητρα Χατούπη) αντί να παίξω την Πατρόνα έπαιζα τον Καπετάνιο. Γράφω μπας και θυμηθώ κάτι από το ταμπεραμέντο της παιδικής ηλικίας, εκείνου του αγοριού που φόραγε τα τακούνια της μαμάς και έπαιζε με τη barbie και τη bibibo. Αγαπημένη μου φράση: «Ο καθωσπρεπισμός και οι νοικοκυραίοι μου μαύρισαν την ψυχή. Ευχαριστώ, δε θα πάρω.»




Δες και αυτό!