Το Σ.Υ.Δ. εκφράζει την έντονη ανησυχία του και την αγανάκτησή του για την πλήρη ανεπάρκεια του δικαστηρίου να προστατεύσει την τρανς κοινότητα, αθωώνοντας τρανσφοβικό μισαλλόδοξο λόγο και ζητά την άμεση παρέμβαση της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου.
Aθώος κηρύχθηκε ο παλαίμαχος ποδοσφαιριστής της εθνικής ομάδας για άκρως κακοποιητική τρανσφοβική ανάρτησή του στο Facebook το έτος 2017, κατά την χρονική περίοδο της ψήφισης του νόμου για την νομική αναγνώριση ταυτότητας φύλου.
O κατηγορούμενος, ο οποίος είχε καταδικαστεί για δημόσια διέγερση μίσους και διακρίσεων από το Η’ Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών για την ίδια ανάρτηση, είχε γράψει ότι -δήθεν- ευχόταν οι πρώτες “αλλαγές φύλου” να γίνουν στα παιδιά αυτών που ψήφισαν “αυτό το αίσχος”, για να δούμε “με τι καμάρι θα κυκλοφορούν” και στην συνέχεια τους προέτρεψε να νομιμοποιήσουν “και την παιδοφιλία για να ολοκληρώσετε τα εγκλήματα”.
Η μήνυση είχε υποβληθεί τον έτος 2017 από την τότε πρόεδρο του Σωματείου Υποστήριξης Διεμφυλικών, εμπειρογνώμονα του Συμβουλίου της Ευρώπης, τακτικό μέλος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ) και μέλους του Εθνικού Συμβουλίου κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης (ΕΣΡΜ), την αείμνηστη Μαρίνα Γαλανού, τόσο εναντίον του ποδοσφαιριστή όσο και εναντίον εκείνων των οπαδών του που, μετά την ανάρτησή του, στράφηκαν εναντίον της αποστέλλοντας γραπτά μηνύματα με απειλές κατά της ζωής, της τιμής και της σωματικής της ακεραιότητας, αποδίδοντάς της κατηγορίες για παιδοφιλικό έγκλημα. Για τις πράξεις αυτές καταδικάστηκε μόνο ένας από τους επιτιθέμενους στην Μαρίνα Γαλανού (παρ’ ότι είχαν προσκομιστεί τα στοιχεία και των υπολοίπων που είχαν αποστείλει απειλητικά της ζωής μηνύματα), στον οποίο επιβλήθηκε φυλάκιση επτά (7) μηνών με αναστολή για εξύβριση με τρανσφοβικό κίνητρο (άρθρο 82Α Π.Κ.), ενώ ο συντάκτης της επίμαχης ανάρτησης είχε καταδικαστεί πρωτόδικα σε ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών με αναστολή.
Δικάζοντας την έφεση του παλαίμαχου ποδοσφαιριστή, το Η΄ Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών επέδειξε εξ αρχής μια ακραία μεροληπτική στάση υπέρ του κατηγορούμενου, καθώς, από την πρώτη στιγμή, ο πρόεδρος του δικαστηρίου ερώτησε τον υποστηρίζοντα την κατηγορία, μάρτυρα και σύζυγο της Γαλανού: “να τον καταδικάσουμε για αυτό;”. Σε όλες τις ερωτήσεις που υπέβαλε ο πρόεδρος του δικαστηρίου, χωρίς να διαφοροποιείται η στάση και των δύο γυναικών δικαστών που τον περιστοίχιζαν, προέκυψε η εξ αρχής άρνησή του για καταδίκη, αναπτύσσοντας ο ίδιος, σαν συνήγορος υπεράσπισης όλους τους ισχυρισμούς που θα μπορούσε να είχε προβάλλει ο ίδιος ο κατηγορούμενος. Ταυτόχρονα, ο ίδιος πρόεδρος – ενώ είχε διατελέσει αθλητικός δικαστής – στην έναρξη της διαδικασίας δήλωσε ότι δεν γνώριζε το πρόσωπο του κατηγορουμένου, γεγονός που προκάλεσε σοβαρές απορίες στην υποστήριξη της κατηγορίας, δεδομένου ότι πρόκειται για εξαιρετικά προβεβλημένο αθλητή. Σε ένσταση περί μεροληψίας που ανέπτυξε προφορικά ο συνήγορος υποστήριξης της κατηγορίαςΒασίλης Σωτηρόπουλος, επισήμανε στον πρόεδρο ότι με αυτές τις ερωτήσεις δεν τηρεί την επιβαλλόμενη υποχρέωσή του για αμεροληψία και αντικειμενικότητα, αλλά λαμβάνει θέση πριν καν αρχίσει η εξέταση του μάρτυρα από την εισαγγελέα και τους συνηγόρους.
Ο Β. Σωτηρόπουλος ερώτησε τον πρόεδρο του δικαστηρίου εάν γνωρίζει τί σημαίνει “ταυτότητα φύλου” καθώς από τις ερωτήσεις ήταν σαφές ότι το δικαστήριο βρισκόταν σε πλήρη άγνοια για το θέμα. Σε επόμενη συνεδρίαση, προς το τέλος της εξέτασης του πρώτου μάρτυρα, ο πρόεδρος ερώτησε ποια είναι η διαφορά του σεξουαλικού προσανατολισμού από την ταυτότητα φύλου!
Επίσης το δικαστήριο ενημερώθηκε από τον μάρτυρα ότι ο αντιρατσιστικός νόμος βασιζόταν στην απόφαση – πλαίσιο του 2008 της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ χρειάστηκε και οι τρείς μάρτυρες κατηγορίας να καταθέσουν εκτενώς σε σχέση με βασικά στοιχεία της αντιρατσιστικής νομοθεσίας, της νομοπαρασκευαστικής διαδικασίας, της ιστορίας της θέσπισής του και κυρίως της συμβολής της ίδιας της μηνύτριας Μαρίνας Γαλανού και του Σ.Υ.Δ. που επέμεινε στην Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης της Βουλής ότι έπρεπε να προστεθεί η ταυτότητα φύλου, κατ’ εφαρμογή της Σύστασης 5(2010) της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, του οποίου η ίδια υπήρξε εμπειρογνώμονας για θέματα ταυτότητας φύλου.
Το δικαστήριο επιχείρησε να διαφωτίσει η μάρτυρας κατηγορίας Πάρβη Πάλμου, Ψυχοθεραπεύτρια, μέλος του ΣΥΔ και μέλος της Διεπιστημονικής Γνωμοδοτικής Επιτροπής για τη διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου ανηλίκων τρανς παιδιών του Υπουργείου Υγείας και του Υπουργείου Οικογένειας και Κοινωνικής Συνοχής, για την σχετική αντίδραση του όχλου όταν δέχεται ένα δημόσια διατυπωμένο τρανσφοβικό μήνυμα που εξισώνει την ταυτότητα φύλου με το έγκλημα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, εξηγώντας ότι ο συνειρμός στην κοινή γνώμη είναι ότι η παιδοφιλία πρέπει να τιμωρείται με την θανατική ποινή, γι’ αυτό και μετά την ανάρτηση η Γαλανού έγινε αποδέκτης απειλών για την ζωή της και την σωματική ακεραιότητά της. Ωστόσο, το δικαστήριο δεν έδειξε να πείθεται από τον κακοποιητικό χαρακτήρα της ανάρτησης.
Χαρακτηριστική περίπτωση ήταν η μοναδική ερώτηση που υπέβαλε η εξ αριστερών σύνεδρος δικαστής, η οποία το μόνο πράγμα που βρήκε να ρωτήσει τον μάρτυρα – σύζυγο της αείμνηστης Μαρίνας Γαλανού ήταν εάν η Γαλανού πριν υποβάλει την μήνυση επιχείρησε να επικοινωνήσει με τον παλαίμαχο ποδοσφαιριστή. Όταν ο μάρτυρας της απάντησε ότι δηλαδή δεν μπορούμε να αξιώνουμε από ένα θύμα κακοποίησης να συνομιλεί με τον κακοποιητή του πριν καταγγείλει το γεγονός, η δικαστής απάντησε “αφήστε την κακοποίηση”! Αυτή ήταν η πιο απτή απόδειξη ότι το δικαστήριο αυτό είχε πλήρη άγνοια θεμελιωδών εννοιών καταπολέμησης του ρατσιστικού εγκλήματος και του μισαλλόδοξου λόγου που στρέφεται κατά ευπαθών ομάδων, δηλαδή αγνοεί τις αρχές της απαγόρευσης και αποτροπής της δευτερογενούς θυματοποίησης.
Η μάρτυρας κατηγορίας Άννα Απέργη – Κωνσταντινίδη κατέθεσε με την ιδιότητα της πρώην προέδρου του Σ.Υ.Δ. ότι μετά την επίδικη ανάρτηση του κατηγορούμενου στα τηλέφωνα του Σωματείου άρχισαν να δέχονται απειλητικά τηλεφωνήματα και ότι τα μέλη και η πρόεδρος ανησυχούσαν και για σωματικές επιθέσεις. Περιέγραψε την τεράστια επιρροή που είχε η ανάρτηση στην κοινή γνώμη, μνημονεύοντας μάλιστα καταγεγραμμένο περιστατικό τρανς κοριτσιού εκείνης της εποχής που είχε αποκαλύψει την ταυτότητά της στον πατέρα της και αυτός της απάντησε ότι θα γίνει “ανώμαλος σαν αυτούς που λέει ο Τ.” (το όνομα του κατηγορουμένου). Η κ. Απέργη τόνισε ότι αυτός ο μισαλλόδοξος λόγος είναι που οπλίζει το χέρι σε επιθέσεις που βλέπουμε να πυκνώνουν τα τελευταία χρόνια, αναφερόμενη στο περιστατικό στην πλατεία Αριστοτέλους, καθώς και στον ξυλοδαρμό 15χρονιου παιδιού στην Πάτρα από τον πατέρα και τον θείο τους όταν τους αποκάλυψε τον σεξουαλικό προσανατολισμό του. Τέλος, η μάρτυρας δήλωσε ευθέως ότι εξακολουθεί να ανησυχεί για την σωματική της ακεραιότητα λόγω της αναγραφής των στοιχείων της και στην πρωτοβάθμια δικαστική απόφαση και ότι πρόκειται να μεταβάλει στοιχεία διεύθυνσης για την προστασία της μετά την δίκη.
Ο κατηγορούμενος κατά την απολογία του δήλωσε ότι με την ανάρτηση εξέφρασε την αντίθεσή του σε ένα νόμο που, όπως χαρακτηριστικά είπε, επιβάλλει σε ανήλικα παιδιά “με το ζόρι” να υποβληθούν σε «αλλαγή φύλου». Επανέλαβε μάλιστα ότι η ανάρτησή του έγινε για να προστατευθούν τα παιδιά που “παρά την θέλησή τους” υποβάλλονται σε «αλλαγή φύλου»! Με αυτές τις δύο φράσεις του, ο κατηγορούμενος επιβεβαίωσε δηλαδή ότι διέδιδε απολύτως αναληθείς πληροφορίες για τον Ν.4491/2017, ο οποίος έχει καταργήσει την ίδια την έννοια της “αλλαγής φύλου”, με ρητή διάταξη του (άρθρο 7 του νόμου), ενώ δεν αφορά καμία ιατρική πράξη αλλά περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στην μεταβολή ληξιαρχικών στοιχείων του ατόμου ώστε αυτά να συμφωνούν με την ταυτότητα φύλου του. Τουναντίον, η νομοθεσία αυτή καταρτίστηκε ακριβώς για τον αντίθετο λόγο: την αποσύνδεση των οποιωνδήποτε ιατρικών πράξεων ή γνωματεύσεων και ιδίως τις διαδικασίες στείρωσης με την μεταβολή των εγγράφων των τρανς προσώπων που αποτελεί ανθρώπινο δικαίωμα σύμφωνα με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ όπως έχουν αποφανθεί τόσο τα εθνικά δικαστήρια όσο και το ΕΔΔΑ. Η επιμονή του κατηγορούμενου ότι ο νόμος επιβάλλει στα παιδιά παρά τη θέλησή τους και “με το ζόρι” την υποβολή τους σε διαδικασία επαναπροσδιορισμού φύλου είναι επίσης ακραία κακοποιητικός και τρανσφοβικός λόγος, εντελώς αβάσιμος νομικά, ο οποίος εξισώνει την υφιστάμενη νομοθεσία με εγκληματική πράξη, όπως οι ποινικοποιημένες “πρακτικές μεταστροφής”.
Η εισαγγελέας της έδρας κατά την πρότασή της προς το δικαστήριο είπε ότι η ανάρτηση είναι ρατσιστική και μισαλλόδοξη και ότι όλα αυτά είναι αντίθετα στην νομοθεσία για την ταυτότητα φύλου, αλλά δεν διαπίστωσε να εξισώνει ο κατηγορούμενος τα τρανς άτομα με τους παιδόφιλους από την συγκεκριμένη ανάρτηση, ούτε να υποκινεί σε βία, μίσος ή διακρίσεις και γι’ αυτό πρότεινε την αθώωσή του.
Κατά την αγόρευσή του ο Β. Σωτηρόπουλος προσκόμισε και ανέλυσε στο δικαστήριο την ad hoc απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην υπόθεση Vedjeland κατά Σουδίας (2012) που κρίθηκε ότι φυλλάδια που διανεμήθηκαν σε σχολείο και παρουσίαζαν τις ΛΟΑΤΚΙ+ οργανώσεις να θέλουν την νομιμοποίηση της παιδοφιλίας δικαίως οδήγησαν σε καταδίκη των δραστών κι ότι η εν λόγω καταδίκη δεν παραβιάζει την ελευθερία της έκφρασης κατά το άρθρο 10 της Ε.Σ.Δ.Α. Ο Β. Σωτηρόπουλος αποκάλυψε ότι η Μ. Γαλανού είχε υπόψη της την συγκεκριμένη δικαστική απόφαση, ως εμπειρογνώμονας του Συμβουλίου της Ευρώπης όταν υπέβαλε την μήνυση το 2017 και γι’ αυτό ανέμενε εύλογα την καταδίκη των μηνυομένων. Επίσης ο συνήγορος τόνισε ότι η πρωτόδικη απόφαση εφάρμοσε πλήρως την ορθή ερμηνεία του αντιρατσιστικού νόμου, χωρίς να αφήσει κανένα κενό τόσο ως προς την αντικειμενική όσο και ως προς την υποκειμενική υπόσταση. Γι’ αυτόν τον λόγο, η πρωτόδικη απόφαση περιλαμβάνεται στην Έκθεση Ανθρώπινων Δικαιωμάτων για το 2023 του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο κεφάλαιο “μισαλλόδοξος λόγος”, ως ένα επίτευγμα της Ελλάδας.
Το Σωματείο Υποστήριξης Διεμφυλικών εκφράζει την σοβαρή και έντονη ανησυχία του, καθώς και τον τρόμο του και την αγανάκτησή του για την πλήρη ανεπάρκεια του δικαστηρίου να προστατεύσει την τρανς κοινότητα από αδιανόητους παραλληλισμούς της ταυτότητας φύλου με την σεξουαλική κακοποίηση παιδιών.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά το ΣΥΔ: “Δεν υπάρχει καμία απολύτως δικαιολογία ώστε ένα δικαστήριο στην Αθήνα, το 2024, μέσα σε μια εποχή ακραίων επιθέσεων και κακοποιήσεων ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων να δέχεται ότι αυτός ο τρανσφοβικός λόγος μπορεί να δημοσιεύεται και να κυκλοφορεί ατιμώρητος και ότι δεν διεγείρει σε πράξεις και ενέργειες μίσους, διακρίσεων και βίας.
Καταγγέλλουμε ενώπιον κάθε αρμόδιου ότι η απόφαση αυτή δείχνει ανάγλυφα τα σοβαρά κενά στην εκπαίδευση και την μετεκπαίδευση των δικαστικών λειτουργών.
Δείχνει ότι πρέπει κατεπειγόντως, για την σωματική ακεραιότητα όλων μας – ιδιαίτερα δε των πλέον ευάλωτων όπως τα τρανς πρόσωπα που βιώνουν σε υπέρτατο βαθμό διακρίσεις, μισαλλοδοξία και βία όπως δεικνύουν όλες οι εθνικές και διεθνείς καταγραφές, να ληφθούν μέτρα ώστε να διασφαλιστεί ότι ο αντιρατσιστικός νόμος εφαρμόζεται στην πληρότητά του (όπως έγινε με την πρωτόδικη απόφαση) και ότι οι υποθέσεις του Ν.4285/2014 εκδικάζονται από δικαστές με αποδεδειγμένη προηγούμενη δικαστική εμπειρία επί του αντικειμένου αυτού καθώς και επιστημονική εξειδίκευση στο νομικό πλαίσιο του ρατσισμού, της μισαλλοδοξίας, της ΛΟΑΤΚΙ+φοβίας.
Ο εισαγγελέας της έδρας σε αυτές τις υποθέσεις πρέπει να είναι ο Εισαγγελέας Αντιμετώπισης Ρατσιστικής Βίας κι όχι όποιος έχει τύχει να βρεθεί σε εκείνη την θέση ενός πλημμελειοδικείου. Παράλληλα, Εθνική Σχολή Δικαστών και Εισαγγελέων, καθώς και οι τρεις Νομικές Σχολές της χώρας πρέπει κατεπειγόντως να εισάγουν στα προγράμματα σπουδών τους υποχρεωτικά μαθήματα για τα ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα και ελευθερίες. Η Πολιτεία οφείλει να αποδείξει ότι λαμβάνει όλα τα προβλεπόμενα μέτρα για την εφαρμογή της νομοθεσίας που η ίδια έχει θεσπίσει από ετών.
Η απόφαση αυτή εκθέτει διεθνώς την Ελλάδα και την αποκαθηλώνει αυτομάτως από κατατάξεις στις οποίες έχει παρουσιάσει θετικές επιδόσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα.
Καλούμε την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου να ασκήσει τις προβλεπόμενες αρμοδιότητές της, με την άσκηση αναίρεσης κατά της απόφασης.
Όπως είναι αυτονόητο, η πλευρά της υποστήριξης της κατηγορίας, καθώς εξαντλήθηκαν τα τακτικά ένδικα στα ελληνικά δικαστήρια, ανεξάρτητα από την τυχόν άσκηση αίτησης αναίρεσης, θα προσφύγει εμπρόθεσμα γι’ αυτή την υπόθεση ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου“.