Το πιο διάσημο πρόγραμμα παγκόσμιας υγείας των ΗΠΑ, το οποίο αφορά στην αντιμετώπιση του AIDS, βρίσκεται ένα βήμα πριν από την κατάρρευση, αποκαλύπτουν πρώην κυβερνητικοί Αμερικανοί αξιωματούχοι και υπερασπιστές της παγκόσμιας υγείας.
Το PEPFAR, το Πρόγραμμα Έκτακτης Ανάγκης του Προέδρου για την Αντιμετώπιση του AIDS (President’s Emergency Plan for AIDS Relief), θεσμοθετήθηκε το 2003 από τον Τζορτζ Μπους και μέχρι σήμερα έχει σώσει πάνω από 25 εκατομμύρια ζωές σε πάνω από πενήντα χώρες.
Ωστόσο, η κυβέρνηση Τραμπ έχει παγώσει και στη συνέχεια καταργήσει τη χρηματοδότηση της πλειονότητας των προγραμμάτων του, εντάσσοντάς το στο ευρύτερο πλαίσιο περικοπής της ξένης βοήθειας.
Το Ινστιτούτο Μπους έχει ήδη απευθύνει εκκλήσεις προς την κυβέρνηση Τραμπ και το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, προειδοποιώντας πως η κατάργηση του προγράμματος θα έχει καταστροφικές συνέπειες όχι μόνο για τις χώρες που ωφελούνται από αυτό, αλλά και για την παγκόσμια εικόνα και επιρροή των ΗΠΑ.
«Το PEPFAR είναι στρατηγική επένδυση στην εθνική μας ασφάλεια», τόνισε η Χάνα Τζόνσον, ανώτερη διευθύντρια πολιτικής στο Ινστιτούτο Μπους. «Δημιουργεί ένα καλό κλίμα προς τις ΗΠΑ, τη στιγμή που Ρωσία και Κίνα διεκδικούν την επιρροή στην Αφρική».
Από τον Φεβρουάριο, η κυβέρνηση Τραμπ έχει καταργήσει εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια σε επιχορηγήσεις και συμβάσεις του PEPFAR, ενώ ο νόμος που το θεσμοθέτησε λήγει στις 25 Μαρτίου 2025, χωρίς ακόμα να υπάρχουν ενδείξεις για ανανέωση. Αν και το Κογκρέσο ενέκρινε προσωρινή χρηματοδότηση έως τον Σεπτέμβριο, οι εκταμιεύσεις επαφίενται στη διακριτική ευχέρεια του Προέδρου.
Περισσότεροι από 500 ειδικοί για το HIV/AIDS προειδοποίησαν σε επιστολή τους προς τον Υπουργό Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο ότι η κατάργηση του προγράμματος θα μπορούσε να οδηγήσει σε έξι εκατομμύρια θανάτους μέσα στην επόμενη τετραετία.
Πολιτικές για τις αμβλώσεις
Το PEPFAR απολάμβανε διακομματική υποστήριξη μέχρι πριν από δύο χρόνια, όταν οι Ρεπουμπλικάνοι του Κογκρέσου κατηγόρησαν τον τότε πρόεδρο Τζο Μπάιντεν ότι χρηματοδοτούσε έμμεσα τις αμβλώσεις στο εξωτερικό, παρέχοντας κονδύλια του PEPFAR σε ομάδες που υποστηρίζουν ή παρέχουν αμβλώσεις.
Στη συνέχεια, τον Ιανουάριο του 2024, η κυβέρνηση Μπάιντεν αναγνώρισε ότι ένας έλεγχος ρουτίνας για τη συμμόρφωση με τις επιχορηγήσεις στη χώρα της Νοτιοανατολικής Αφρικής, τη Μοζαμβίκη, διαπίστωσε ότι τέσσερις νοσηλεύτριες σε μια μικρή επαρχία, οι μισθοί των οποίων χρηματοδοτούνταν από το PEPFAR, παρείχαν αμβλώσεις, κάτι που είναι νόμιμο στη χώρα.
Η Μοζαμβίκη επέστρεψε τα χρήματα – 4.100 δολάρια, αλλά από τότε ξεκίνησε η επίθεση των Ρεπουμπλικανών βουλευτών προς το πρόγραμμα εν γένει.
Ο πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής, Ρεπουμπλικανός Μπράιαν Μαστ, δήλωσε ότι είναι καιρός οι χώρες που ωφελούνται από το PEPFAR να αναλάβουν περισσότερη ευθύνη για την πρόληψη και τη φροντίδα του HIV. Επικαλούμενος χώρες που συνεργάζονται με την Κίνα σε ζητήματα εξόρυξης, άφησε να εννοηθεί ότι η αμερικανική επένδυση δεν απέδωσε τα αναμενόμενα γεωπολιτικά οφέλη.
Ο Δρ Ατούλ Γκαουάντε, ο οποίος διηύθυνε τα προγράμματα παγκόσμιας υγείας της USAID (Υπηρεσία Διεθνούς Ανάπτυξης των ΗΠΑ) στην κυβέρνηση Μπάιντεν, δήλωσε ότι το πάγωμα της χρηματοδότησης και οι τερματισμοί θέτουν σε κίνδυνο ολόκληρο το πρόγραμμα.
«Αυτό είναι το τέλος του PEPFAR όπως το ξέρουμε, και αν δεν αντιμετωπιστούν ορισμένα ζητήματα, είναι απλά το τέλος του PEPFAR», δήλωσε στους δημοσιογράφους σε μια τηλεφωνική επικοινωνία στα τέλη Φεβρουαρίου.
Από την πλευρά του, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ανακοίνωσε ότι ήδη οκτώ χώρες αντιμετωπίζουν σοβαρές διακοπές στην προμήθεια αντιρετροϊκών φαρμάκων, μεταξύ αυτών η Κένυα, το Λεσότο και η Ουκρανία.