Κάθε φορά που μία γυναίκα εκφράζει κάποιο παράπονο ή κάποια κριτική για τον μισογυνισμό σε ένα κλασικό έργο, ενεργοποιείται αυτόματα ένας τεράστιος μηχανισμός ξεπλύματος που έχει σκοπό να αρνηθεί αυτή της την εμπειρία ή πρόσληψη.
Το πλυντήριο αυτό περιλαμβάνει την έμφαση στην λογοτεχνική και γενικά αισθητική αξία του έργου αυτού, την παρατήρηση ότι περιγράφει τα πράγματα απλά όπως είναι, ότι αποτελεί απλά προϊόν της εποχής του και κλιμακώνεται με εκκλήσεις στην ψυχραιμία γιατί δε γίνεται να κάψουμε όποιο έργο δεν μας αρέσει.
Στα φεμινιστικά παραληρήματα νούμερο 1207, 1610, 2020, 2963, 3238, 3573 γυναίκες εκφράζουν τον προβληματισμό τους για έργα όπως η Λολίτα, Το Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά, δύο βιβλία του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, την εισαγωγή του Κάμα Σούτρα και ένα παραδοσιακό τραγούδι. Και ενώ πολλά από τα σχόλια προάγουν ένα παραγωγικό debate, σε όλα ανεξαιρέτως υπάρχουν και σχόλια που στόχο έχουν να πατρονάρουν, να κάνουν gaslighting και να κλείσουν τη συζήτηση σαν τα έργα αυτά να είναι υπεράνω κριτικής.
Η ιδέα πως τα κλασικά έργα δεν θα πρέπει να κατακρίνονται για τον σεξισμό, τον ρατσισμό και τις άλλες προβληματικές τους ιδέες αγνοεί το πώς η κυρίαρχη κουλτούρα διαμορφώνεται ακριβώς μέσα από τέτοια έργα και ταυτόχρονα το πώς ανάγονται σε αριστουργήματα ακριβώς επειδή ο σεξισμός, ο ρατσισμός και τα λοιπά συστήματα καταπίεσης είναι ευρέως αποδεκτά. Πώς λοιπόν θα κινηθούμε προς τα εμπρός αν δεν αναγνωρίσουμε αυτό το ένοχο παρελθόν;
Υπάρχει η αντίληψη πως δεν έχει νόημα να καταδείξουμε τον μισογυνισμό πχ της Οδύσσειας ή του Ντοστογιέφσκι, γιατί αν τα βγάλουμε αυτά σεξιστικά τότε τα ΠΑΝΤΑ είναι σεξιστικά. Η αντίληψη αυτή είναι πολύ κοντά στο να πιάσει το νόημα γιατί όντως, σχεδόν τα ΠΑΝΤΑ είναι σεξιστικά ακριβώς επειδή παράχθηκαν μέσα σε περιβάλλον ακραίου μισογυνισμού, από ακραίους μισογύνηδες. Το ότι αυτός τότε ήταν ο κανόνας δεν θα πρέπει να μας εμποδίζει από το να τον ανιχνεύουμε και να τον κριτικάρουμε καθώς τα κείμενα τα διαβάζουμε στο σήμερα και είναι δημοφιλή ΤΩΡΑ και άρα οφείλουμε να τα κρίνουμε με σημερινούς όρους ακόμα και αν αναγνωρίζουμε τις κοινωνικές συνθήκες εντός των οποίων παράχθηκαν. Αφού δεν το έκριναν οι σύγχρονοί τους, θα το κάνουμε εμείς.
Λέμε συχνά ότι το σύνολο του Δυτικού πολιτισμού είναι σεξιστικό και μισογυνικό. Είναι λοιπόν σημαντικό να αναγνωρίζουμε ότι κοντά κάθε έργο που παράχθηκε εντός του είναι κι αυτό σεξιστικό και μισογυνικό, γιατί μόνο έτσι μπορούμε να αντιληφθούμε τους λόγους που η κυρίαρχη κουλτούρα του μισογυνισμού και του ρατσισμού είναι τόσο βαθιά εντυπωμένη μέσα μας. Μεγαλώσαμε με τέτοιες αναφορές, ανατραφήκαμε θεωρώντας αυθεντίες μισογύνηδες και ρατσιστές και όσο εθελοτυφλούμε απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα τίποτα δε θα αλλάξει. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό πως, όπως παρατηρεί η Donna Zuckerberg στο βιβλίο της «Not All Dead White Men», υπάρχει μια έντονη στροφή των σύγχρονων μισογυνικών κινημάτων της ανδρόσφαιρας σε κλασικά αρχαιοελληνικά και λατινικά κείμενα με σκοπό να δικαιολογήσουν τις μισογυνικές τους αντιλήψεις. Το στάτους της αυθεντίας και του κλασικού προσδίδει κύρος και αξιοπιστία στις απόψεις αυτές, πόσο μάλλον όταν κάθε προσπάθεια κριτικής τους θα μας κάνει να φανούμε ως τίποτα υστερικές που τα βάζουμε με γίγαντες της διανόησης.
Πολύ συχνά ως απάντηση σε τέτοιες κριτικές ακούγονται ενστάσεις περί λογοκρισίας και καύσης βιβλίων. Αυτό δεν είναι τίποτα άλλο από τον all time classic παραλληλισμό των φεμινιστριών με ναζί και την κατασκευή ενός αχυρανθρώπου που τάχα θέλει να λιθοβολήσει καθέναν με αντίθετη άποψη. Το επιχείρημα αυτό είναι ύπουλο γιατί βάζει τις φεμινίστριες σε θέση άμυνας που θα πρέπει να αποδείξουν ότι δεν έχουν σκοπό τον αφανισμό κάθε λογοτεχνικού ή καλλιτεχνικού έργου που παράχθηκε τις τελευταίες δυο-τρεις χιλιετίες.
Το επιχείρημα ότι περιγράφουν τα πράγματα «απλώς όπως είναι» όταν αφορά εικόνες σωματικής και σεξουαλικής βίας και κακοποίησης ή γυναικείας υποτίμησης είναι κι αυτό αδύναμο καθώς έχει σημασία το πρίσμα μέσα από το οποίο παρουσιάζεις την πραγματικότητα. Αν την παρουσιάζεις ως φυσική και αναπόφευκτη, αν δεν γίνεται σαφές ότι την κριτικάρεις, αν δίνεις μόνο την οπτική του θύτη και κάνεις τον αναγνώστη να ταυτίζεται με έναν προβληματικό χαρακτήρα, τότε δεν παρουσιάζεις απλά τα πράγματα όπως είναι, τα κανονικοποιείς και τα δικαιολογείς. Υπάρχει τρόπος να απεικονίζεις το status quo υιοθετώντας μια κριτική και όχι πορνογραφική ή σαδιστική ματιά.
Ούτε το επιχείρημα πως ήταν προϊόντα του καιρού τους μου φαίνεται πολύ πειστικό ως εμπόδιο στην κατακεραύνωση λογοτεχνών, σκηνοθετών και καλλιτεχνών για τον απλό λόγο πως και η δική μας εποχή είναι ακόμα βαθιά μισογυνική και ρατσιστική. Φαντάζεστε σε 300 χρόνια να διαβάζουν ένα σύγχρονο βιβλίο και να λένε «ε ναι μωρέ, είναι σεξιστικό αλλά τότε επικρατούσε η πατριαρχία, τι να κάνεις». Σε κάθε εποχή άλλωστε υπήρχε αντίλογος και μειοψηφικές φωνές, ακόμα και έργα γυναικών. Δεν είναι σύμπτωση ότι δεν είναι αυτά τα έργα που κατέλαβαν εξέχουσα θέση στην Δυτική κληρονομιά μας. Είναι ένας φαύλος κύκλος.
Όσον αφορά την έμφαση στην λογοτεχνική, καλλιτεχνική και αισθητική αξία του έργου, αυτή είναι σχετική και δεν αποτελεί απαραίτητα αυταξία. Αν ο Ταρκόφσκυ αποτυγχάνει στην απεικόνιση των γυναικών, δηλαδή του 50% του παγκόσμιου πληθυσμού δεν έχω καμία υποχρέωση να τον θεωρήσω μέγα σκηνοθέτη για το καταπληκτικό του μονόπλανο, γιατί η απεικόνιση της ανθρώπινης πραγματικότητας είναι και αυτή στο job description του και εκεί έχει αποτύχει παταγωδώς. Δεν έχω κανένα απολύτως χρέος να υιοθετήσω έναν τάχα αντικειμενικό και ουδέτερο διαχωρισμό, ούτε καν της τέχνης από τον καλλιτέχνη, πόσο μάλλον όταν ο καλλιτέχνης και η οπτική του διεισδύει μέσα στο έργο του και μου χαλάει την απόλαυση.
Και τι θα γίνει τώρα, αναρωτιούνται μεγαλόφωνα κάποιοι σχολιαστές, θα διαβάζουμε μόνο φεμινιστικά κείμενα ή όσα κάνουν κριτική στην πατριαρχία; Αυτό δεν μπορώ να το απαντήσω εγώ για όλα μας γιατί το καθένα μας έχει διαφορετικές αντοχές και τραβάει αλλού τη κόκκινη γραμμή. Μπορείς να διαβάσεις ένα κλασικό κείμενο παρόλο που σε ενοχλεί ο μισογυνισμός του για εγκυκλοπαιδικούς λόγους όπως πχ θα διάβαζες το “ο Αγών μου” ή επειδή βρίσκεις τρόπο να μπλοκάρεις προσωρινά τα πιο triggering σημεία σημεία του και να αντλήσεις κάποια απόλαυση από τα υπόλοιπα. Υπάρχουν άλλωστε πολλαπλές αναγνώσεις που μπορούν να γίνουν σε ένα έργο, και μπορεί κάποια να επιλέξει μια φεμινιστική ανάγνωση πχ της Μήδειας ή του Πλάτωνα ακόμα και αν δεν ήταν αυτή τη πρόθεση του συγγραφέα και υπάρχουν κομμάτια που προσκρούουν σε αυτή την προσέγγιση.
Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι το ίδιο οφείλουν ή μπορούν να κάνουν όλες ούτε ότι θα πρέπει να γινόμαστε defensive με όσους κριτικάρουν πράγματα που εμείς αγαπάμε ή απολαμβάνουμε. Υπάρχει άλλωστε πλέον μια πλούσια βιβλιογραφία και γενικότερα άφθονα έργα για όποι@ στον ελεύθερο χρόνο του θέλει να μην ανεβάζει πίεση σε κάθε δεύτερη σελίδα ή σκηνή. Υπάρχουν αρκετά φεμινιστικά βιβλία και ταινίες για να περάσουμε την υπόλοιπη ζωή μας αποφεύγοντας μισογύνηδες χαρακτήρες και προβληματικές απεικονίσεις γυναικών και κανενός η ζωή δε θα γίνει φτωχότερη επειδή διάβασε μόνο βιβλία της Ursula LeGuin και καθόλου Stephen King, μόνο Judith Butler και όχι Νίτσε.
Όταν μια γυναίκα μας εξομολογείται ότι το έργο ενός καλλιτέχνη την έκανε να νιώθει μικρή επειδή είναι γυναίκα, χρέος μας ως φεμινιστ@ είναι να μην την κάνουμε να νιώσει ακόμα μικρότερη βγάζοντας την τρελή και υπερβολική και ακυρώνοντας το βίωμά της. Μέρος της γυναικείας εμπειρίας είναι ακριβώς αυτό, να κινείται εντός μιας κουλτούρας που τα πάντα την υποτιμάνε, την απαξιώνουν, της υπενθυμίζουν την κατώτερη θέση της στον κόσμο. Κι αυτό δημιουργεί ένα μόνιμο τραύμα, ιδίως όταν αυτά φέρουν τη σφραγίδα μιας αυθεντίας που νιώθει πολύ μικρή για να αντικρούσει μόνη της.