Η Σαλώμη ήταν άσχημη

17/01/2022

Ένα αθλητικό παπούτσι, μόνο του. Μαύρο με ένα λευκό σήμα. Και κάποιες σταγόνες αίμα πάνω του. Αυτό είχε μείνει μόνο, πεσμένο στο πλάι με «έμφαση, να φαίνεται πιο κόκκινο, πιο ζωντανό το αίμα από το σώμα ενός νεκρού, στον λευκό πάτο.

της Άννας Κουρουπού

Το απομεινάρι μιας φρίκης. Ένα αποτρόπαιο έγκλημα σαν αρχαία τραγωδία με χιλιάδες όμως θεατές που είχαν γίνει ήδη πρωταγωνιστές του. Δεν ξέρω γιατί έμεινε στο μυαλό μου και με στοιχειώνει ακόμη ,αυτή η εικόνα. Ένα έρημο παπούτσι στο πλακόστρωτο.

Εκείνο το πρωί σημάδεψε τη ζωή μου. Την ανάσα πολλών ανθρώπων που βγαίνει πιο βαριά πλέον. Και ίσως πιο αθόρυβη. Από φόβο. Πιο γρήγορη και κοφτή.

Σαν να λείπει οξυγόνο. Από εκείνη την ημέρα μια χώρα ολόκληρη χώρα έβγαλε τα πέπλα της σαν μια άλλη Σαλώμη καθόλου σαγηνευτική, ολόγυμνη με όλη την ασχήμια της, γεμάτη προβολείς μη τυχόν και χάσουμε, μη δεν δούμε όλη την ανομοιογένεια στο σαπρό σώμα της. Ένα κτήνος με ακατανόητη δύναμη, ένα τερατώδες θηρίο ανεύθυνο, αδιάφορο, αισθησιακό για όσους την είχαν δημιουργήσει σε αυτή τη μορφή.

Μας έδειξε αυτό που πολλοί έχουμε βαθιά μέσα στο ύπνο μας. Εκείνο το σκοτάδι που θωπεύει κάθε ανήθικη σκέψη, δίνοντας την αυταπάτη πως ενέχει ηθική. Πως αυτός είναι ο σωστός δρόμος για να κυριαρχήσεις .Και ο πιο ανέξοδος. Δεν θέλει καμία δεξιοτεχνία.
Και λούζεσαι με ψευδαισθήσεις πως υπηρετείς σωστά τη ζωή σου και με μια νόθα σπάθα αποκεφαλίζεις ότι υπάρχει γύρω σου που δεν είναι ίδιο με σένα. Ανώτερο, υψηλόφρων ύπατος της ηθικής. Μια στρουθοκάμηλος επικίνδυνη. Και εγώ γνωρίζω πως το σκοτάδι είναι πιο ισχυρό-μέχρι να ξημερώσει.

Ένα αδύνατο-αδύναμο κορμάκι 33 χρονών- ένας Ιησούς στα χρόνια και το μαρτύριο- κατακτημένο από φόβο, αυτόν τον κυρίαρχο που σε παραλύει, προσπαθεί να διαφύγει από μια καλοστημένη παγίδα. Εγκλωβισμένο κάνει απονενοημένες κινήσεις, τρέμει, προσπαθεί να σπάσει το εμπόδιο που του κλείνει το δρόμο της ελευθερίας, της ζωής.

Γιατί ξέρει. Έχει πλήρη επίγνωση μέσα στον πανικό του πως αυτό διακυβεύεται τούτες τις στιγμές. Η ζωή του. Ασθμαίνει, κουράζεται, λιοντάρι σε γυάλινο κλουβί. Έχει αρχίσει ο χορός τους. Λικνίζονται από ηδονή. Ουρλιάζουν από καύλα τώρα που βρήκαν ακόμη ένα λειψό ομοίωμα τους που πρέπει να τιμωρηθεί, να καταπατηθεί, να εξαϋλωθεί.

Έχουν πετάξει ήδη άγαρμπα το πρώτο αραχνούφαντο κομμάτι ύφασμα. Η Αλαζονεία βγήκε μπροστάρισα. Έγινε Ύβρις της ζωής, απτόητη. Έδειχνε τα δόντια της γιατί βρήκε ευκαιρία να επιδείξει την αξίας της. Το πόσο ικανοί ήταν. Με συμμάχους δεκάδες, δήθεν σοκαρισμένους να βλέπουν ένα θέαμα γεμάτο σκοτάδι. Ερχόταν ο θρίαμβος τους, κόντευε και απολάμβαναν. Ακούνητοι, θαμποί, οκνηροί.

Έσπασε το εμπόδιο κάποια στιγμή και το κουφάρι απελπισμένο μα πάντα με την ελπίδα διαφυγής ,σερνόταν αργά με κομμάτια γυαλιών στο δέρμα του, έχοντας ακόμη συνείδηση τι συμβαίνει, μα πάλευε για λίγα εκατοστά ανάσας ακόμη βλέποντας κερωμένος ανθρώπους πολλούς απλά να τον κοιτούν.

Πως σβήνει μια ζωή; Πόσος χρόνος χρειάζεται για να πεθάνει κάποιος; Θα τα κατάφερνε; Με τόσες κλωτσιές; Τζαμαρία σπασμένη επάνω του; Θα έβγαζε και άλλο αίμα; Θα ήταν κόκκινο το αίμα το πούστη άραγε;

Η Ζηλοφθονία αγκαλιά με τη Λαγνεία ξεσκίστηκαν και αφαιρέθηκαν με μια κίνηση. Κάθε ρανίδα αβεβαιότητας για τις πράξεις τους είχε αφανιστεί. Ήταν σε οργιώδη κατάσταση. Ο λύκος τρεφόταν απ’ τη σάρκα ακόμη και όταν βρισκόταν έξω από το μαγαζί το πεσμένο σώμα. Μια μάζα από φόβο, δέος για κάτι που δεν μπορούσε να πιστέψει, γεύση από αίμα, πόνο σε κάθε κομμάτι του, λυγμό στην ψυχή, οιμωγές για το αναπόφευκτο.

Κι όμως ξεγυμνώθηκε κι άλλο όσο χόρευε ξέφρενα. Πέταξε το τούλι και η Λαιμαργία βγήκε έξω με σάλια να τρέχουν απ’ το στόμα της και μια πράσινη χολή. Έπρεπε να κοπεί το κεφάλι του. Σαγήνευε το πλήθος και το βασιλιά. Είχε γίνει η ίδια βασιλιάς . Ήταν ερωτευμένη με το θύμα, έπρεπε να εξαφανιστεί ,να πεθάνει, να μη ξυπνά αυτά τα αρχέγονα οξύμωρα συναισθήματα. Δεν της άρεσε αυτό.

Κι όμως. Η ζωή δεν ήθελε να σταματήσει. Σηκώθηκε όρθιος ο Ζαχαρίας. Τρέκλισε, περπάτησε σχεδόν. Και μου φάνηκε ότι ξέφυγε, ότι περπάτησε πολύ. Ότι έτρεξε. Όχι. Η ελπίδα μου ήταν που έβλεπε έτσι. Η αναλαμπή της δικαίωσης.

Δυο μέτρα από δω ένα από εκεί, πάνω σε τραπέζια με ματωμένα ρούχα και συνέχεια με ένα κοινό αδηφάγο σε Ρωμαϊκή αρένα. Ξεγυμνώθηκε και η Απληστία. Ήταν η στιγμή της. Δεν χόρτασε το τέρας. Ήθελε κι άλλο κι άλλο κι άλλο αίμα. Ήταν σε παροξυσμό πλέον.
Ένιωθε θύμα. Πώς εκείνο το πλάσμα δυο μέτρα πιο πέρα, την πρόσβαλε με την ύπαρξη του;-Πως τόλμησε να σηκωθεί; Και το χειρότερο περπάτησε. Κι αν έφευγε; Αν συνέχιζε να είναι ελεύθερο;

Διάολε την έχω δει αυτή την ομορφιά της ελευθερίας .Δεν υπάρχει όμοια της. Δεν έχω λόγο ύπαρξης με τόση ομορφιά. Μου πετάει στα μούτρα μου χωρίς να κάνει απολύτως τίποτα, τη δική μου ασχήμια. Και λικνίζεται πιο καλά από μένα. Ακόμη και τώρα που παραπαίει. Οργή δώσε το καταληκτικό χτύπημα. Νομίζω πως κουράστηκα. Πονούν και τα πόδια μου απ’ τις κλωτσιές.

Κι έμεινε το τέρας ολόγυμνο και ιδρωμένο. Εξαμβλωματικό, αποκρουστικό, φρικιαστικό και ανατριχιαστικά ήρεμο, γαλήνιο με την έκφραση του απόλυτου θριάμβου.
Εκσπερμάτισε ως θύτης γιατί απέφυγε άλλη μια φορά να γλυτώσει απ’ τη θέση του θύματος. Ήταν μια μέρα που δεν θα πω πως άλλαξε ο κόσμος. Άλλαξε όμως η προσδοκία μου γι’ αυτόν.

Πολλές φορές η Σαλώμη με «σαγήνευσε» αφαιρώντας τα πέπλα της, τις μάσκες της ακόμη και το make up της. Προσδοκούσα όμως πως δεν θα επιβιώσει. Θα γερνούσε και το κακόμορφο σώμα της δεν θα μπορούσε να λικνιστεί. Ξαναγεννιέται, αναμορφώνεται. Κατάφερε και μιμείται το Φοίνικα ως ρέπλικα από τον Κάτω Κόσμο.

Εκείνη τη μέρα, σ’ εκείνο το στενό δρομάκι στην πόλη που γέννησε τη Δημοκρατία και το Δίκαιο, έγινε ένα φονικό, μια στυγνή δολοφονία, μια μάχη του έρωτα με το θάνατο. Τρία χρόνια μετά αναρωτιέμαι ποια ήταν η Σαλώμη εκείνη τη μέρα;

Όλοι αυτοί ή ο Ζακ;




Δες και αυτό!