Η Μαριλού Κατσαφάδου είναι η κολλητή που όλα μας θα θέλαμε να έχουμε

Την αγαπήσαμε μέσα από τον ρόλο της «Χρύσας» στις Σέρρες ενώ την απολαμβάνουμε στο θέατρο ως «Λου» στο Blue Train αλλά και ως «Ρόζα» στο Οικογένεια Τσεκμέ. Όπου όμως κι αν τη βλέπουμε, πάντα καταλήγουμε στο ίδιο συμπέρασμα. H Μαριλού Κατσαφάδου είναι η κολλητή που όλα μας θα θέλαμε να έχουμε!

Ποια είναι η πρώτη εικόνα που σου έρχεται στο μυαλό όταν σκέφτεσαι τα παιδικά σου χρόνια;

Καταρχάς, να σου πω ότι είχα πολύ όμορφα παιδικά χρόνια. Είμαι μοναχοπαίδι, οπότε όλη η προσοχή ήταν πάνω μου. Η πρώτη εικόνα που μου έρχεται στο μυαλό ήταν όταν πήγα πρώτη φορά στο σχολείο. Η μαμά μου είχε πολύ άγχος για το πώς θα με αφήσει. Εγώ όμως ήθελα πολύ να πάω και το πρώτο πράγμα που της είπα «άντε ακόμα εδώ είσαι, φύγε επιτέλους». Μπήκα στην τάξη και είδα καινούριο κόσμο, άλλα παιδάκια, πολύχρωμες καρέκλες, κλπ. Μου φαινόταν τεράστιο όλο αυτό. Νομίζω ότι είναι η πιο ωραία περίοδος της ζωής μου. Η πρώτη μου επαφή με τα άλλα παιδιά, με τους συνομήλικούς μου. Γιατί ένιωθα ότι μπήκα σε έναν καινούργιο κόσμο, τον εκτός του σπιτιού δηλαδή. Ήθελα πάρα πολύ να τον γνωρίσω και να τον ανακαλύψω.

Δεν σε φόβιζε που έφυγες από την ασφάλεια του σπιτιού σου δηλαδή;

Καθόλου. Πάντα ήμουν έτσι ανεξάρτητη κι ακόμα και τώρα θέλω να φεύγω, να γνωρίζω κόσμο, να συνυπάρχω με άλλους ανθρώπους.
Στο σχολείο πολλά παιδιά ανακαλύπτουμε τη διαφορετικότητά μας.

Αρχίζουμε και καταλαβαίνουμε τις ομοιότητες και τις διαφορές με τα άλλα παιδιά. Εσένα σου συνέβη αυτό;

Ναι και ειδικά στις μεγαλύτερες τάξεις. Υπήρχαν διάφορες ομάδες ανθρώπων, στις οποίες ήμουν πάντα σε όλες με έναν τρόπο, αλλά και όχι. Ένιωθα ότι δεν ανήκω σε κάποια συγκεκριμένη ομάδα και έτσι ένιωθα και πολλές φορές μοναξιά. Για αυτό δεν είχα και ποτέ κολλητό ή κολλητή στο σχολείο. Είχα σχέσεις, παρέες αλλά δεν ήμουν και πάρα πολύ περιζήτητη. Ήμουν πολλές φορές κλεισμένη στον εαυτό μου. Ένιωθα ότι μάλλον δεν με καταλαβαίνει κανένας. Την αντιλαμβανόμουν, όμως, την πίεση που υπήρχε στο ότι έπρεπε να ενταχθώ κάπου. Θα σου πω, επίσης, πως αυτό το κουβάλησα και μετά το σχολείο. Ακόμα και στη σχολή ένιωσα ότι δεν μπορούσα να κουμπώσω.

Μπήκες ποτέ στη διαδικασία να προβληματιστείς γύρω από τη σεξουαλικότητά σου ή ήταν πάντα κάτι πολύ συγκεκριμένο;

Δεν προβληματίστηκα καθόλου. Ήταν πολύ συγκεκριμένα όλα. Παρόλα αυτά, στην πορεία σκέφτηκα πολλές φορές ότι μπορεί να σε γοητεύσει και κάτι άλλο, κάποιο άλλο άτομο ή κάποια διαφορετική κατάσταση. Αλλά αυτό το ανακαλύπτεις με τις εμπειρίες και με την ωριμότητα.

Μεγαλώνοντας έχεις αναγνωρίσει κάποια φοβικά αντανακλαστικά μέσα σου, τα οποία προσπάθησες να τα διώξεις με τον καιρό;

Μεγάλωσα σ’ ένα αρκετά ανοιχτόμυαλο σπίτι. Μάλλον έχει να κάνει και με το ότι -λόγω των γονιών μου – έζησα από νωρίς μέσα στον χώρο του θεάτρου. Εκεί στις συνεργασίες, στις παρέες, στα τραπέζια υπήρχε μια ελευθερία. Από μικρή έμαθα πως όλα αυτά είναι φυσιολογικά. Δεν ένιωσα ότι υπήρχε κάποια ομοφοβική συμπεριφορά στο περιβάλλον μου. Στο σχολείο κατάλαβα περισσότερο ότι υπάρχουν και τέτοιες συμπεριφορές.

Και αυτό το περιβάλλον σε έκανε να ασχοληθείς και εσύ με την υποκριτική;

Η αλήθεια είναι πως όταν έχεις μεγαλώσει σε ένα τέτοιο περιβάλλον επηρεάζεσαι. Δεν είναι όμως μονόδρομος. Πιο πολύ με βοήθησε να γνωρίσω πιο γρήγορα και τις επιτυχίες και τις αποτυχίες και τη λάμψη αλλά και το σκοτάδι της δουλειάς. Τα ήξερα από πριν αυτά. Δεν ήταν όμως ότι αυτό με έκανε να γίνω ηθοποιός. Απλώς είχα περισσότερες γνώσεις γι΄αυτό, όταν το αποφάσισα. Όταν τελείωσα το σχολείο, πρέπει να είχα δει το περισσότερο θέατρο που είχε δει όλο το σχολείο μαζί. Όλες αυτές οι εικόνες λειτούργησαν μέσα μου ενισχυτικά. Πιο πολύ, ωστόσο με έκαναν να αισθανθώ ασφάλεια. Γιατί, όπως σου είπα, έζησα αρκετά μόνη μου, είχα πολλές έτσι περιόδους που ήμουν πολύ κλειστή. Πάντα όμως συζητούσα πολύ με τους γονείς μου. Οπότε, βρήκα έναν τρόπο να αισθάνομαι άνετη στη σκηνή και κατάλαβα πως νιώθω ασφάλεια πίσω από έναν ρόλο.

Είναι εύκολο στην εποχή μας για μια γυναίκα ηθοποιό, που είναι συγχρόνως και μητέρα, να καταφέρει να φτάσει σε αυτό που λέμε «επιτυχία»;

Ναι, αλλά στη δική μου -τουλάχιστον- περίπτωση υπάρχει και πολλή βοήθεια ως προς την ανατροφή του παιδιού. Από τον πατέρα του, τους γονείς του πατέρα του, τον δικό μου τον πατέρα. Όπως υπήρχε και από τη μάνα μου όσο ζούσε. Μπορεί μια γυναίκα να τα καταφέρει, αλλά χρειάζεται και υποστήριξη. Γιατί στη δική μου περίπτωση μιλάμε για μια μονογονεϊκή οικογένεια. Και είναι πάρα πολλές αυτές οι οικογένειες που θα παλέψουν και θα κάνουν και μία και δύο και τρεις δουλειές. Και εγώ αυτό κάνω. Και το κάνω όχι για να γευτώ την επιτυχία και την αναγνωρισιμότητα, αλλά για να μπορέσω να καλύψω τις ανάγκες του παιδιού μου. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν χαίρομαι και δεν απολαμβάνω τις δουλειές που κάνω. Όπως π.χ. αυτή με τον Γιώργο (Καπουτζίδη).

Αλήθεια, με τον Γιώργο πώς γνωριστήκατε;

Όταν παίζαμε στο «Πρισίλα, η βασίλισσα της ερήμου». Περνούσαμε καταπληκτικά. Ήμασταν μια παρέα, μια αγκαλιά όλοι. Είναι από τις παραστάσεις που θυμάμαι και θα τις θυμάμαι για πάντα. Είχαμε περάσει πολύ ωραία. Εκεί γνωριστήκαμε για πρώτη φορά με τον Γιώργο κι αργότερα ήρθε και με είδε σε μια παράσταση. Λίγο καιρό μετά και αφού είχε γράψει το «Όποιος θέλει να χωρίσει να σηκώσει το χέρι του», μου έστειλε μήνυμα και μου πρότεινε να διαβάσουμε το έργο. Η «Κική» είναι ακόμη ένας ρόλος που θα μου μείνει για πάντα.

Και μετά ήρθαν… οι Σέρρες!

Ναι. Γράφει τις «Σέρρες» και καλεί εμένα και τον Πάνο (Νάτση), που παίζαμε στην παράσταση, να διαβάσουμε κάποιες σκηνές. Εμείς ήδη ήμασταν παρέα με τον Πάνο, λόγω και της παράστασης, και κάπως είδαν πόσο ταιριάζαμε και πόση χημεία υπήρχε από την αρχή.

Μιας και αναφέρθηκες στον Πάνο Νάτση, θέλω να σου πόσο άβολα νιώθω κάθε φορά που σε ρωτούν για το θάνατό του.

Ειδικά όταν με ρωτούν για το «πώς αισθάνομαι γι΄αυτό;». Πώς να αισθάνομαι δηλαδή; Το ίδιο όταν με ρωτούν και για τη μαμά μου. Πώς μπορείς να αισθάνεσαι για έναν άνθρωπο που έφυγε και που ήταν ένας δικό σου άνθρωπος; Ως προς τις «Σέρρες», πάντως, το ότι η δεύτερη ιστορία έγινε μετά από χρόνια λειτούργησε κάπως θεραπευτικά. Έπρεπε να περάσουν κάποια χρόνια για να μπορέσουμε με ηρεμία, με ησυχία και ωριμότητα, να αντιμετωπίσουμε ξανά πάλι μία κατάσταση και να φανεί η αγάπη και η γλύκα που είχε ο καθένας γι΄αυτή τη δουλειά. Κι έτσι πιστεύω ότι λειτούργησε και πιο σωστά και στον ερχομό και του καινούργιου ηθοποιού. Γιατί όλοι ρωτάνε το «πώς είμαστε εμείς απέναντι σε αυτό». Ρώτησε, όμως, κανένας αυτόν «πως είναι να αντιμετωπίζει έναν τέτοιο ρόλο με αυτές τις συνθήκες»; Εγώ αυτό όφειλα στον εαυτό μου και ένιωθα χρέος ότι έπρεπε αυτόν τον ηθοποιό, τον Γιώργο Ζυγούρη που κάνει τον Οδυσσέα, να τον αγκαλιάσω και να τον κάνω να αισθανθεί ότι τώρα ξεκινάμε από την αρχή.

Ποια ήταν η πρώτη σκέψη που κάνεις όταν σκέφτεσαι τη «Χρύσα»;

Ότι μ’ αρέσει που μου λένε ότι «θα ήθελα πάρα πολύ να έχω μια φίλη σαν κι εσένα». Αυτό είναι πάρα πολύ ωραίο. Στο λέω και συγκινούμαι, γιατί πρώτη φορά το συζητάω έτσι. Θα ήθελα πολύ κάποιος, κάπου, κάποτε – τότε που ένιωθα κι εγώ μοναξιά στο σχολείο- να μου έλεγε ότι θα ήθελε να είχε μια φίλη σαν και εμένα. Και δεν μου το είπε ποτέ κανένας τότε.

©Christos Symeonides

Υπήρχε, ωστόσο, κάτι που σε δυσκόλεψε στον ρόλο αυτόν;

Όχι. Δεν δυσκολεύτηκα καθόλου. Με το που το διάβασα, μου βγήκε αμέσως. Την πρώτη σεζόν την πρόλαβε και η μαμά μου. Τη διάβασε, δεν την είδε. Ένιωσα σαν να είναι κάτι πάρα πολύ οικείο. Σαν να είναι κάτι πολύ δικό μου. Ίσως να ήταν η πιο καταπιεσμένη μου πλευρά που έκρυβα τα χρόνια της εφηβείας και έτσι μπορούσα μέσα από τον ρόλο να τα πω.

Και από τον ρόλο σου στις «Σέρρες» σε αυτόν στο «Blue Train» στο θέατρο Άλμα.

Ναι, στη «Λου». Είναι σαν να είναι η «Χρύσα» δέκα χρόνια μετά.

Υπάρχει μια περίεργη σύνδεση.

Και εδώ έχουμε να κάνουμε με τον ρόλο της κολλητής ενός γκέι άνδρα. Μιας στρέιτ γυναίκας που έχει παντρευτεί μικρή, έχει χωρίσει, έχει μείνει με μια δεκαεφτάχρονη κόρη… και βλέπουμε την «αποτυχία» της, ας πούμε, και ως μάνα, και ως σύζυγος, και ως εργαζόμενη. Το μόνο της σωσίβιο, αν θέλεις, είναι ο κολλητός της, ο «Μιχάλης». Μέσα από αυτόν προσπαθεί να βρει την αθωότητα. Ή πιο σωστά την ανέμελη φάση που ζούσαν όταν ήταν δεκαοκτώ χρονών. Μου αρέσει πάρα πολύ αυτός ο ρόλος. Κουβαλά πάρα πολλά. Και βουτιές στο μέσα της, στο σκοτάδι της, αλλά και τη χαρά του να ζήσουν πάλι εκείνη την ανέμελη εποχή. Ο «Οδυσσέας» αναγνωρίζει το αντικαταθλιπτικό στη «Χρύσα». Ο «Μιχάλης», από την άλλη, περνά μια κρίση ηλικίας. Κι ενώ έρχεται η «Λου» να του πει: «Εγώ είμαι το αντικαταθλιπτικό· πάρε με», εκείνος αντιστέκεται. Κρατάει τις αποστάσεις του, δεν την δέχεται, γιατί είναι και άλλη η ηλικία και άλλα τα βιώματα.

Πες μου λίγο και για την τρίτη σου παράσταση.

Πρόκειται για το «Οικογένεια Τσεκμέ» στο θέατρο Πόλη. Εκεί κάνω κάτι εντελώς διαφορετικό. Υποδύομαι μια γυναίκα που προέρχεται από λαϊκή οικογένεια και έχει στραφεί στη θρησκεία, γιατί έχει πιάσει τον αρραβωνιαστικό που προοριζόταν να παντρευτεί καβάλα με έναν άλλον. Ξέφρενη κωμωδία καταστάσεων, σατιρίζοντας την επικαιρότητα και με μια μικρή δόση black humor.

Ας μιλήσουμε τώρα λίγο και για τον μέλλον.

Όταν σκέφτομαι το μέλλον, πάντα σκέφτομαι τον γιο μου. Δεν φεύγει αυτό. Τα όνειρα πάντως που έκανα νεότερη για δουλειές, δεν έχουν βγει μέχρι στιγμής. Θα ήθελα πάρα πολύ π.χ. κάποια στιγμή να παίξω στην Επίδαυρο. Η αλήθεια είναι… πολύ κλισέ, αλλά «ναι», θα ήθελα κάποια στιγμή να παίξω στην Επίδαυρο. Είναι ένας χώρος που τον έχω ζήσει πάρα πολύ από μικρή. Και θα ήθελα πάρα πολύ να δουλέψω και με τον Παπακαλιάτη.

Μαριλού, πώς θες να κλείσουμε αυτή τη συνέντευξη;

Με το ότι έχω μεγάλη περιέργεια να δω τι θα γίνει στην τρίτη σεζόν των «Σερρών». Θα ήθελα να δούμε μια τρίτη σεζόν. Θα ήθελα να συνεχίσει η σειρά. Να συνεχιστεί η ιστορία αυτή. Εντάξει, πολλές σειρές κρατάνε πολλά χρόνια. Κι εμείς είμαστε τίποτα. Δέκα επεισόδια τριαντάλεπτα. «Σφηνάκι», που λέμε. Αλλά θα ήθελα να κλείσουμε με αυτό. Με την ελπίδα ότι οι «Σέρρες» θα συνεχιστούν. Για να δούμε και πώς μεγάλωσαν τα παιδιά του «Οδυσσέα» και της «Χρύσας»!


κεντρική φωτογραφία: Ρούλα Μονιάκη

Vasilis Thanopoulos

Vasilis Thanopoulos

Από μικρός ήθελα να γίνω αστροναύτης. Εξάλλου, πάντα θυμάμαι να μου λένε ότι "πετάω στα αστέρια". Λόγω όμως σχετικής υψοφοβίας αποφάσισα να αλλάξω επαγγελματικό προσανατολισμό και να γίνω δημοσιογράφος (απ' το κακό στο χειρότερο), Μπήκα στο Πάντειο (Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων & Πολιτισμού) και λίγους καφέδες αργότερα πήρα το πτυχίο μου. Έκτοτε το επαγγελματικό μου μετερίζι με έχει οδηγήσει στην πόρτα ανθρωπιστικών οργανισμών (Διεθνή Αμνηστία, Έλιξ) αλλά και πολλών έντυπων και διαδικτυακών μέσων (Esquire, Nitro, Protagon, κλπ). Η σχέση μου με το Antivirus ξεκίνησε τυχαία τον Μάρτιο του 2013. Έκτοτε έγινε λατρεία... Είτε εδώ είτε στο περιοδικό, όλο και κάπου θα με πετύχετε. Αν τώρα θέλετε να κάνετε και κάποιο σχόλιο... θα με βρείτε στο [email protected]. Cu!




Δες και αυτό!