Η τριήμερη συγκέντρωση, η οποία έληξε το περασμένο Σάββατο, ήταν η πρώτη σύνοδος από την αρχή της πανδημίας. Μεταξύ άλλων θεμάτων που συζητήθηκαν ήταν η διδασκαλία του Καθολικισμού στα δημόσια σχολεία και η ανταπόκριση της εκκλησίας στη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών.
«Η απαίτηση σεβασμού για όλα τα άτομα, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων που ταυτίζονται με τους ΛΟΑΤ +, είναι απολύτως σωστή και ένα δημοκρατικό κράτος θα πρέπει να διασφαλίζει ότι δεν παραβιάζεται κανένα από τα θεμελιώδη δικαιώματα αυτών των ανθρώπων», αναφέρει η θέση της διάσκεψης.
«Οποιαδήποτε πράξη σωματικής ή λεκτικής βίας, οποιαδήποτε συμπεριφορά επιθετικότητας εναντίον των ΛΟΑΤ + ανθρώπων είναι απαράδεκτες», προσθέτει.
Ωστόσο, οι επίσκοποι καθιστούν σαφές ότι πιστεύουν ότι κάποια από τα δικαιώματα των ΛΟΑΤ+ ατόμων «είναι σαφώς αντίθετα με την ανθρώπινη φύση και το κοινό καλό (όπως οι σχέσεις του ίδιου φύλου ή παιδοθεσία)».
Απορρίπτουν επίσης «το δικαίωμα ενός ατόμου να αυτοπροσδιορίζεται».
Το έγγραφο προσθέτει ότι, ενώ τα δικαιώματα των ΛΟΑΤ+ πρέπει να γίνονται σεβαστά, με τη σειρά τους όμως πρέπει επίσης να σέβονται «τα δικαιώματα άλλων μελών της κοινωνίας, ειδικά τα θρησκευτικά τους συναισθήματα, τις ηθικές αρχές και τις αρχές της δημόσιας τάξης».
Η Καθολική ιεραρχία της Πολωνίας αναφέρει επίσης ότι «είναι απαραίτητο να δημιουργηθούν κλινικές (συμπεριλαμβανομένης της βοήθειας της εκκλησίας) για να βοηθήσουν άτομα που θέλουν να ανακτήσουν τη σεξουαλική τους υγεία και τον φυσικό σεξουαλικό τους προσανατολισμό».
Οι επίσκοποι παραδέχονται ότι αυτή η ιδέα «έρχεται σε σαφή αντίθεση με θέσεις που θεωρούνται επιστημονικές, καθώς και με τη λεγόμενη πολιτική ορθότητα».
Υποστηρίζουν ωστόσο ότι οι κλινικές αυτές θα βοηθούσαν τους ανθρώπους που συνειδητοποιούν ότι η σεξουαλικότητά τους είναι «ένα σύμπτωμα τραυμάτων σε διάφορα επίπεδα της προσωπικότητάς τους» και που επιθυμούν να «ανακτήσουν μια υγιή ταυτότητα και πνευματική αρμονία».
πληροφορίες από notefrompoland.com