Με αφορμή την επικείμενη θεσμοθέτηση της δυνατότητας σύναψης γάμου και για τα ομόφυλα ζεύγη, έχει ανοίξει στην δημόσια σφαίρα μία συζήτηση για την συνταγματικότητα της εν λόγω ρύθμισης.
* του Γιάννη Μυκωνιάτη, Δικηγόρου Αθηνών
Υποστηρίζεται από μέρος του νομικού επιστημονικού κόσμου πως «στο δίκαιό μας, η διαφορά φύλου είναι θεμελιώδης προϋπόθεση τέλεσης γάμου και η έλλειψή της καθιστά τον γάμο ανυπόστατο και αντισυνταγματικό.» (βλ. σχετικό άρθρο που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της εφημερίδας “ΤΟ ΒΗΜΑ” και υπογράφει η Καθηγήτρια Αστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Δ.Π.Θ., Ρόη Δ. Παντελίδου). Το βασικό επιχείρημα αυτής της τοποθέτησης βασίζεται στο ότι ενδεχόμενη αναγνώριση της δυνατότητας στα ομόφυλα ζεύγη να συνάπτουν γάμο προσκρούει στο άρθρο 21 του Συντάγματος το οποίο προστατεύει την οικογένεια και τον γάμο. Είναι όμως αντισυνταγματικός ο γάμος ομοφύλων;
ΤΙ ΟΡΙΖΕΙ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΚΑΙ Η ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ
Σύμφωνα με το άρθρο 21 του Συντάγματος: Η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους. Το Κράτος μεριμνά για τη διασφάλιση συνθηκών αξιοπρεπούς διαβίωσης όλων των πολιτών μέσω ενός συστήματος ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, όπως νόμος ορίζει.
Πρώτον, τόσο για την έννοια του γάμου όσο και αυτή της οικογένειας, δεν συναντάμε στο ελληνικό δίκαιο κάποιον συγκεκριμένο ορισμό. Η ερμηνεία αυτών αφήνεται στην επιστημονική θεωρία και νομολογία οι οποίες και αποτελούν αντανάκλαση σ’ ένα βαθμό των πολιτικών και κοινωνικών αντιλήψεων της εκάστοτε περιόδου που εκφράζουν. Ενδεικτικά ο ελληνικός Αστικός Κώδικας στο άρθρο 1367 όπου ορίζονται τα της τέλεσης του γάμου αναφέρεται πως ο γάμος τελείται είτε με την σύγχρονη δήλωση των μελλονύμφων ότι συμφωνούν σ’ αυτό (πολιτικός γάμος) είτε με ιερολογία από ιερέα της ανατολικής ορθόδοξης εκκλησίας ή από λειτουργό άλλου δόγματος ή θρησκεύματος γνωστού στην Ελλάδα. Όπως εύκολα διαπιστώνει κανείς ο νόμος αναφέρεται σε μελλόνυμφους χωρίς να διευκρινίζει αν αυτοί πρέπει απαραίτητα να είναι διαφορετικού φύλου.
Δεύτερον, η παραπάνω ρύθμιση εντάσσεται στην κατηγορία των λεγόμενων κοινωνικών δικαιωμάτων του Συντάγματος. Αυτό σημαίνει πως κατά κανόνα έχουν ένα κατευθυντήριο χαρακτήρα και γεννάνε μία κατά βάση ηθική υποχρέωση και όχι νομική για την μέγιστη ικανοποίηση τους. Ακόμα δηλαδή και αν δεχτεί κανείς πως η αναγνώριση από μία έννομη τάξη του γάμου μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου αποτελεί επίθεση κατά των θεσμών του γάμου και της οικογένειας, αυτό είναι κάτι που αφορά την σφαίρα της πολιτικής με την στενή της έννοια και δεν εγείρει ζητήματα συνταγματικότητας μίας τέτοιας ρύθμισης. Ο λόγος που το Σύνταγμα μας επιλέγει αυτό τον τρόπο να προστατέψει έναν κοινωνικό θεσμό είναι ότι ακριβώς λόγω της αυξημένης ισχύος και δεσμευτικότητας που έχει, αντιλαμβάνεται τα προβλήματα που ενδέχεται να δημιουργήσει μία άκαμπτη απολυτότητα σε μελλοντικές περιόδους όπου οι αντιλήψεις στην κοινωνία θα είχαν αλλάξει από την εποχή της συνταγματικής ρύθμισης. Για παράδειγμα μία κατά γράμμα ερμηνεία της διάταξης θα έπρεπε να οδηγήσει ένα κράτος στο να μην επιτρέπει το διαζύγιο.
Επομένως τίθεται ένα ερώτημα εδώ: Αν το Σύνταγμα και οι νόμοι δεν μας δίνουν μία σαφή απάντηση, ποιος γάμος και ποια οικογένεια προστατεύεται; Το ζήτημα έχει απασχολήσει διαχρονικά τόσο τα ευρωπαϊκά όσο και τα ελληνικά δικαστήρια.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), έχει κληθεί σε μία σειρά υποθέσεις να κρίνει για το δικαίωμα των ομόφυλων στο γάμο. Αν και το άρθρο 12 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) ορίζει ρητά ότι δικαίωμα σύναψης γάμου αναφέρεται ρητά στο δικαίωμα άντρα και γυναίκας να συνάπτουν γάμο και το ζήτημα αυτό δεν μπορεί να λυθεί ερμηνευτικά αλλά χρειάζεται νομοθετική παρέμβαση (ΕΔΔΑ, Υπόθεση Mark Rees, 17.10.1986), ωστόσο με πρόσφατη νομολογία του (Υπόθεση Schalk και Kopf, 24.6.2010) κρίθηκε ότι η προστασία της συμβίωσης μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου εντάσσεται στο δικαίωμα προστασίας της οικογενειακής ζωής. Η απόφαση έχει σημασία γιατί για πρώτη φορά το ΕΔΔΑ αποφάσισε πως τα ομόφυλα ζεύγη εμπίπτουν στην κατηγορία της “οικογένειας”.
Το ζήτημα κρίθηκε νομολογιακά και από τα ελληνικά δικαστήρια, όταν επέλεξαν να κρίνουν ως ανυπόστατους γάμους μεταξύ ομόφυλων που τελέστηκαν πριν από κάποια χρόνια από τον Δήμαρχο της Τήλου (βλ. εδώ το ιστορικό). Συγκεκριμένα, ο Άρειος Πάγος στην υπ’ αριθμ. 1428/2017 απόφαση του που έκρινε αμετάκλητα την υπόθεση, αποφάσισε να ερμηνεύσει την εικαζόμενη βούληση του νομοθέτη «δεδομένου ότι κατά το χρόνο συντάξεως του εν λόγω νομοθετήματος (σ.σ. ο Αστικός Κώδικας) το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας γενικότερα είχε πολύ περισσότερο περιορισμένη διάσταση από ό,τι σήμερα, ενώ το ενδεχόμενο γάμου μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου δεν είχε απασχολήσει τους συντάκτες του, ως αυτονόητα ανύπαρκτο. Έτσι, ως προς τον όρο “μελλόνυμφοι”, αφετηρία των συγγραφέων, παλαιοτέρων και συγχρόνων, που ασχολήθηκαν με την ερμηνεία του αστικού κώδικα, αποτελεί ο ορισμός του γάμου, όπως διατυπώθηκε από τον Μοδεστίνο, Ρωμαίο νομοδιδάσκαλο του 3ου μ.Χ. αιώνα, ο οποίος μάλιστα δεν ήταν Χριστιανός, και σύμφωνα με τον οποίο “γάμος εστί ένωσις ανδρός και γυναικός και συγκλήρωσις του βίου παντός, θείου τε και ανθρωπίνου δικαίου κοινωνία”. Κατά λογική ακολουθία, στα ερμηνευτικά συγγράμματα του αστικού κώδικα, η διαφορά φύλου αναφέρεται ως στοιχείο του υποστατού του γάμου και αξιούμενη προϋπόθεση από το νόμο, παρά το γεγονός ότι κάτι τέτοιο δεν αναφέρεται ρητά στο νόμο, αφού με τη μη θέσπιση του πολιτικού γάμου, ο ορισμός του γάμου στον ΑΚ ήταν περιττός, ενόψει του ότι η χριστιανική εκκλησία ενέκρινε πλήρως τον παραπάνω ορισμό του Μοδεστίνου. Με βάση τα παραπάνω προκύπτει ότι υπό το ισχύον εθνικό νομοθετικό πλαίσιο δεν καταλείπεται η ευχέρεια τελέσεως γάμου μεταξύ ομοφύλων προσώπων, αφού η διαφορά φύλου θεωρείται, σχεδόν καθολικά, προϋπόθεση του υποστατού του γάμου, όπως τον αντιλαμβάνεται ο έλληνας νομοθέτης.» Αφού προσπεράσουμε το φαινομενικά παράδοξο γεγονός ότι για τον ορισμό της έννοιας του γάμου (και συνεπαγωγικά για τον περιορισμό ενός δικαίωματος για μία κατηγορία πολιτών) το ανώτατο δικαστήριο μίας ευρωπαϊκής χώρα μπορεί να χρησιμοποιεί ως ερμηνευτικό εργαλείο έναν ορισμό του 3ου μ.Χ. αιώνα, έχει ενδιαφέρον να δει κανείς το υπόλοιπο σκεπτικό της απόφασης. Ο Άρειος Πάγος συνεχίζει, υποστηρίζοντας πως αν ο νομοθέτης επιθυμούσε την διεξαγωγή γάμου μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου θα το ρύθμιζε ρητά όπως συνέβη στο σύμφωνο συμβίωσης ή όπως έχει συμβεί σε έννομες τάξεις του εξωτερικού.
Συμπερασματικά λοιπόν αφενός το ΕΔΔΑ έχει κρίνει πως ένα ομόφυλο ζεύγος εμπίπτει στην έννοια της οικογένειας, αφετέρου τα ελληνικά δικαστήρια αν και με το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο κρίνουν πως δεν επιτρέπεται γάμος μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου στην Ελλάδα (γεγονός αρκετά προβληματικό σε κάθε περίπτωση), είναι δε έτερο το ζήτημα, αν υφίσταται ανάγκη σχετικής νομοθετικής ρυθμίσεως, όπως ήδη έχουν πράξει αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, γεγονός για το οποίο αναπτύσσεται κατά τα τελευταία έτη και στη χώρα μας ευρεία επιστημονική και κοινωνική συζήτηση για το θέμα αυτό.
Καταλήγοντας, τόσο από την ερμηνεία του Συντάγματος όσο και από τις αποφάσεις της νομολογίας των δικαστηρίων είναι σαφές πως η δυνατότητα για ένα ομόφυλο ζευγάρι να συνάψει γάμο δεν προσκρούει σε οποιονδήποτε συνταγματικό περιορισμό. Το γεγονός δε ότι με το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο τα ελληνικά δικαστήρια οδηγούνται στο να κρίνουν ως ανυπόστατους τετελεσμένους γάμους είναι αποτέλεσμα μίας υπερβολικά στενής και συσταλτικής ερμηνείας της νομοθεσίας η οποία και εύλογα είχε προκαλέσει αντιδράσεις. Σε κάθε περίπτωση όμως έχει κριθεί πως απαιτείται νομοθετική ρύθμιση για το επιτρεπτό του γάμου ομόφυλων ατόμων. Είναι επομένως μία συζήτηση πλέον πολιτική. Αν δηλαδή θα συνεχίσουμε να δεχόμαστε πως για μία μεγάλη κατηγορία συνανθρώπων μας θα υφίσταται καθεστώς αποκλεισμού για βασικά ανθρώπινα δικαιώματα που διαθέτουν οι υπόλοιποι συμπολίτες τους.