Μια λεσβία προσφύγισσα, που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Ζιμπάμπουε, μετά από απειλές θανάτου από την οικογένειά της, στερήθηκε το καθεστώς της προσφύγισσας στην Ιρλανδία.
Τον Απρίλιο του 2019, ένας Υπάλληλος Διεθνούς Προστασίας (IPO) συνέστησε να απαγορευθεί το άσυλο στη γυναίκα, της οποίας το όνομα δεν έχει δοθεί στη δημοσιότητα για την προστασία της, υποστηρίζοντας ότι ο ισχυρισμός της στερείται αξιοπιστίας.
Η γυναίκα δήλωσε ότι εξαναγκάστηκε σε δύο γάμους ως παιδί στη Ζιμπάμπουε, σε ηλικία 9 και 13 ετών. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα της, αφού η οικογένειά της ανακάλυψε ότι ήταν λεσβία, μετά από απειλές για τη ζωή της.
Στη συνέχεια, η γυναίκα άσκησε διαδικασία δικαστικής επανεξέτασης σε μια προσπάθεια να ανατραπεί η απόφαση του IPO του 2019 – ωστόσο, η δικαστίνα, Tara Burns, απέρριψε το αίτημά της την Παρασκευή (22 Ιανουαρίου), σύμφωνα με τους The Irish Times.
Στην έκκλησή της, η γυναίκα υποστήριξε ότι η σεξουαλικότητά της ήταν «βασικό στοιχείο» του αιτήματος ασύλου της και ότι ο IPO δεν κατάφερε να προσδιορίσει τη σεξουαλικότητά της, όταν συνέστησε την απαγόρευση ασύλου.
Πριν κάνει μια σύσταση σχετικά με τον ισχυρισμό της για άσυλο, ο IPO της έθεσε ερωτήσεις σχετικά με τη σεξουαλικότητά της και διαπίστωσε ότι δε γνώριζε ΛΟΑΤ+ ομάδες υποστήριξης ούτε στην Ιρλανδία ούτε στη Ζιμπάμπουε.
Ο IPO χρησιμοποίησε τις απαντήσεις της σε ερωτήσεις σχετικά με τη σεξουαλικότητά της και σε άλλες πληροφορίες σχετικά με τη γυναίκα, καταλήγοντας σε μια σύσταση για την άρνηση ασύλου της στην Ιρλανδία.
Στην απόφασή της, η δικαστίνα Burns είπε ότι ο IPO είχε αποφασίσει για το ζήτημα της σεξουαλικότητάς της.
Η ένστασή της για ανατροπή της απόφασης του IPO απορρίφθηκε.
Τώρα μπορεί να ασκήσει έφεση στο ζήτημα στο Διεθνές Δικαστήριο Προσφυγών, δήλωσε η δικαστίνα.
Δεν είναι η πρώτη φορά
Η υπόθεση έρχεται μόλις λίγους μήνες μετά από μια αμφιφυλόφιλη εργαζόμενη στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης, της οποίας η αίτηση, επίσης, απορρίφθηκε από τις αρχές της Ιρλανδίας, επειδή δε «φαίνεται αμφιφυλόφιλη».
Η απόφαση αυτή προκάλεσε διεθνή αντίδραση, με την εργαζόμενο στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης και μια άλλη κουήρ γυναίκα από τη Ζιμπάμπουε να μιλούν υπό τον όρο της ανωνυμίας στο CNN σχετικά με τις εμπειρίες τους, για τις υπηρεσίες ασύλου της Ιρλανδίας.
Το Κίνημα των Αιτούντων Άσυλο της Ιρλανδίας (MASI) δήλωσε στο PinkNews ότι είναι «φοβερό» αυτό που γίνεται με τις αποφάσεις.
«Το ιρλανδικό κράτος αναλαμβάνει να έχει την εξουσία να επικυρώσει ή να ακυρώσει τον σεξουαλικό προσανατολισμό ενός ατόμου, προκειμένου να αρνηθεί την προστασία», δήλωσε ο εκπρόσωπος Τύπου Bulelani Mfaco. «Πουθενά στο ιρλανδικό δίκαιο, ή νομική δε θα μπορούσε το ιρλανδικό κράτος να αντιμετωπίζει τους πολίτες του με τέτοιο τρόπο.»
Ο Mfaco είπε ότι η ιρλανδική κυβέρνηση «αγνοεί τις δύσκολες και τις απειλές για τη ζωή συνθήκες των ΛΟΑΤΚΙ+ αιτούντων άσυλο που προσφύγουν στη χώρα τους». Δήλωσε ακόμη ότι οι κουήρ άνθρωποι σε ορισμένες χώρες θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν φυλάκιση, ή θάνατο εάν επρόκειτο να ενταχθούν σε έναν ΛΟΑΤ+ οργανισμό.
«Η ιρλανδική κυβέρνηση δεν έχει την εξουσία να επικυρώσει τον σεξουαλικό προσανατολισμό ενός ατόμου» , πρόσθεσε ο Mfaco.
«Είναι σοβαρή παραβίαση του θεμελιώδους ανθρώπινου δικαιώματος του ατόμου στην προστασία της ιδιωτικής ζωής. Είναι ντροπή που συνεχίζεται αυτή η πρακτική.»
Η Ιρλανδία αντιμετώπισε έντονη κριτική για τη μεταχείριση των αιτούντων άσυλο.
Τα δικαιώματα των ΛΟΑΤ + στη Ζιμπάμπουε εξακολουθούν να υστερούν πολύ σε σχέση με άλλες χώρες, με το σεξ μεταξύ ομοφυλοφίλων να παραμένει παράνομο, ενώ ο γάμος ομόφυλων ζευγαριών απαγορεύεται βάσει του συντάγματος.
Τα κουήρ άτομα της Ζιμπάμπουε δεν έχουν νομική προστασία από διακρίσεις, βία και παρενοχλήσεις, και συχνά αναγκάζονται να κρύβονται για να προστατεύσουν την ασφάλειά τους.
Η Ιρλανδία αντιμετώπισε επανειλημμένα έντονες κριτικές από διεθνείς οργανισμούς ανθρωπίνων δικαιωμάτων για τη μεταχείριση των αιτούντων άσυλο.
Οι πρόσφυγες που φτάνουν στην Ιρλανδία φιλοξενούνται σε ένα σύστημα γνωστό ως «άμεση παροχή». Το σύστημα εισήχθη το 2000 για να παρέχει καταφύγιο για έξι μήνες, ενώ περίμεναν το κράτος να λάβει απόφαση σχετικά με τον ισχυρισμό τους.
Πάνω από 20 χρόνια μετά, το σύστημα παραμένει σε ισχύ, ενώ μια έκθεση του 2018 διαπίστωσε ότι οι άνθρωποι περνούσαν κατά μέσο όρο 23 μήνες σε αυτά τα κέντρα.
Πολλά από αυτά τα κέντρα «άμεσης παροχής» είναι παλιά ξενοδοχεία, B&B και άλλα κτίρια, όπου οι οικογένειες συχνά ζουν μαζί σε μικροσκοπικά δωμάτια, ενώ οι άνθρωποι χωρίς οικογένεια αναγκάζονται συχνά να μοιράζονται τον ίδιο χώρο με εντελώς άγνωστούς ανθρώπους.
Η Διεθνής Αμνηστία χαρακτήρισε το σύστημα «ένα συνεχιζόμενο σκάνδαλο για τα ανθρώπινα δικαιώματα» – ωστόσο η ιρλανδική κυβέρνηση αργοπορεί και το σύστημα παραμένει σε ισχύ.