Η Ελένη δεν έμεινε μόνη.
Η Ελένη αγκαλιάστηκε απ’ τους λυγμούς μας, έγινε σύμβολο, για να μη μείνει καμία μόνη.
Η είδηση για τον βιασμό, τον βασανισμό και τη γυναικοκτονία της Ελένης Τοπαλούδη χτύπησε το στομάχι του φεμινιστικού κινήματος αλλά κι ενός πλατιού κομματιού της κοινωνίας που αναγνώρισε στο πρόσωπό της την αδελφή της, τη διπλανής της, τη μητέρα της, τη φίλη της, την εαυτή της. Έγινε αυτοστιγμεί σύμβολο ενός γυναικείου σώματος από το οποίο είχε αφαιρεθεί η ελευθερία, η αυτενέργεια, η σημασία και στο τέλος η ίδια η πνοή. Ένα γυναικείο σώμα που σήκωσαν στα χέρια τους μητέρες, αδερφές και φίλες ως δικό τους, ως σάρκινο καθρέφτισμα της πιο βαθιάς πληγής. Το υπερασπίστηκαν με τις φωνές τους, το περιέθαλψαν με τα δάκρυα τους, το παρηγόρησαν με τη στοργή τους όταν βιάστηκε, κακοποιήθηκε και βεβηλώθηκε ξανά στην αίθουσα του δικαστηρίου. Για να μην είναι μόνο. Για να μπορέσει να δικαιωθεί. Η υπόθεση Τοπαλούδη για μια γενιά γυναικών, cis και trans, και θηλυκοτήτων συμπυκνώνει το συλλογικό τραύμα της έμφυλης βίας. Κάθε γυναικοκτονία δεν αφήνει μόνο μια γυναίκα νεκρή· στέλνει το μήνυμα σε εκατομμύρια άλλες. Κάθε γυναικοκτονία δεν είναι μόνο το πιο ακραίο μέσο τιμωρίας και επιβολής στο σώμα του θύματος, αλλά και σε κάθε σώμα θηλυκοτήτων.
Κρότος που πυροδότησε την οργή μας
Αυτή η υπόθεση δε θα ήταν η ίδια, αν το φεμινιστικό κίνημα δεν την έκανε δική του από την πρώτη μέρα. Η επανεμφάνιση του φεμινιστικού κινήματος στους δρόμους της προηγούμενης περιόδου, είχε δημιουργήσει τις ομάδες και τα δίκτυα που χρειαζόταν για να κληθεί άμεσα η «Ανοιχτή Συνέλευση για τη Γυναικοκτονία στη Ρόδο». Γεμίσαμε το αμφιθέατρο του Γκίνη, μιλήσαμε προσωπικά ‒και γι’ αυτό πολιτικά‒ κρατήσαμε τα χέρια, σφίξαμε γροθιές, διοργανώσαμε μια από τις μεγαλύτερες και εντονότερες φεμινιστικές διαδηλώσεις που έχουν γίνει στην εποχή μας. Ο φόβος μας μεταβολίστηκε σε οργή που ξεχείλισε. Η βοή από αυτό το μελίσσι των επίμονων «εργατριών μελισσών» άγγιξε ευρύτερα τμήματα της κοινωνίας, βρήκαμε συμμάχους, κάναμε εχθρούς. Ζητώντας δικαιοσύνη για την Ελένη, ζητούσαμε δικαιοσύνη για κάθε γυναίκα που δολοφονήθηκε επειδή ήταν γυναίκα, για να πάψει να είναι η έμφυλη βία ενσώματη εμπειρία μας, για να επουλωθεί το συλλογικό τραύμα. Γι’ αυτό και η υπόθεση Τοπαλούδη ήταν εμβληματική για αυτή τη γενιά γυναικών και νεαρών φεμινιστριών. Μας έδωσε χώρο να μιλήσουμε για τις χιλιάδες γυναικοκτονίες που γίνονται καθημερινά παγκοσμίως και στη χώρα μας, να ζητήσουμε να αναγνωριστεί το σεξιστικό και μισογυνικό κίνητρο, να συνδεθούμε με την φεμινιστική κίνηση άλλων χωρών.
Μαζί με αυτά προέκυψε η ανάγκη να αναγνωριστεί και νομικά ο όρος «γυναικοκτονία» και να ενταχθεί το σεξιστικό κίνητρο ως επιβαρυντική περίσταση στον Ποινικό Κώδικα. Ο όρος «γυναικοκτονία», παρότι έχει εισαχθεί στη διεθνή επιστημολογία από το 1976 και από τις αρχές του 2000, υπό την πίεση του κινήματος Ni una menos, εντάσσεται στις έννομες τάξεις χωρών της Λατινικής Αμερικής αλλά και στον λόγο Διεθνών Οργανισμών, στην Ελλάδα αναδύθηκε για πρώτη φορά με τέτοια ορμητικότητα στη δημόσια σφαίρα, όταν δολοφονήθηκε η Ελένη. Αποτέλεσε πεδίο αντιπαράθεσης γιατί το πατριαρχικό πλέγμα πολέμησε λυσσαλέα τη χρήση του αλλά εντάχθηκε κοινωνικά ως ένας φορτισμένος όρος στη γλώσσα, παράγοντας ρωγμές στον αποπνικτικό και βαθιά σεξιστικό δημόσιο λόγο. Η Ελένη δολοφονήθηκε επειδή ήταν γυναίκα, επειδή το «όχι» της δεν έγινε σεβαστό, επειδή δύο άνδρες είχαν γαλουχηθεί με την πεποίθηση ότι η δική τους επιθυμία είναι υπέρτερη και μπορούν να την κυνηγήσουν με κάθε κόστος, ότι έχουν δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στα θηλυκά σώματα.
Έναρξη Δίκης
Όταν τον περασμένο Νοέμβριο πληροφορηθήκαμε ότι η εκδίκαση της «υπόθεσης Τοπαλούδη» θα μεταφερθεί στις δικαστικές αίθουσες της Αθήνας, δεσμευτήκαμε ως Καμία Ανοχή να παρακολουθήσουμε όλες τις δικάσιμους και να ενημερώνουμε τον κόσμο που συμμετείχε στις πορείες, στις συνελεύσεις και στις δράσεις. Από την πρώτη δικάσιμο, στις 13 Ιανουαρίου έως και τις 15 Μαΐου, μέλη της Καμίας Ανοχής και άλλων φεμινιστικών συλλογικοτήτων, μαζί με αυτόνομες φεμινίστριες, δικηγορίνες και ερευνήτριες, ήμασταν στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο και αργότερα στην αίθουσα του Εφετείου Αθηνών, για να καταγράφουμε με δεμένα στομάχια την αγριότητα που διαμειβόταν. Η οικογένεια της Ελένης Τοπαλούδη δεν ένιωσε μόνη. Βρήκε συμπαράσταση και στήριξη από εμάς, γυναίκες, cis και trans, θηλυκότητες, που ταυτιστήκαμε και νιώσαμε κομμάτι αυτής της υπόθεσης κυριολεκτικά ή συμβολικά. Η δίκη δεν έμεινε στο σκοτάδι. Ήταν σαφές σε κάθε στάδιο ότι υπήρχε κοινωνικός έλεγχος.
Ακροάσεις
Η δίκη που ξεκίνησε το Γενάρη, ολοκληρώθηκε μέσα από αντιξοότητες, προσωπικές ανατροπές και οικουμενικές αναταράξεις, την Παρασκευή 15 Μαΐου, αφήνοντας την επίγευση της πικρής λύτρωσης – εξάλλου καμία άλλη αίσθηση δε θα μπορούσε να έχει η λύτρωση που κουβαλάει την απουσία.
Γεμάτες οργή παρακολουθήσαμε τους συνηγόρους των κατηγορουμένων, Κούκουρα και Λουτσάι, να εξαιρούν όλες τις γυναίκες ενόρκους, με την ελπίδα να διασφαλίσουν μεγαλύτερες πιθανότητες να καταπέσει η κατηγορία του βιασμού, αλλά και τη σεξιστική μεροληψία κι αδιαφορία του κρατικού μηχανισμού που λειτουργεί ως πέπλο προστασίας των βιαστών. Αναφερόμαστε στην εγκληματική συμπεριφορά ‒και δυστυχώς πάγια τακτική‒ της αστυνομίας που ένα χρόνο πριν είχε αποθαρρύνει την Ελένη Τοπαλούδη όταν πήγε να καταγγείλει το βιασμό που είχε υποστεί το Νοέμβριο του 2017. Πρόκειται για μια πάγια πρακτική της Αστυνομίας απέναντι στις επιζώσες βιασμού και έμφυλης κακοποίησης, που τις αφήνει παντελώς απροστάτευτες και στέλνει σινιάλο ανοχής στους δράστες, εν ενεργεία ή υποψήφιους.
Ενδεχομένως να μην είχαμε φτάσει ποτέ σε δίκη ή να είχαν χαθεί πολύτιμα στοιχεία εάν ένας αξιωματούχος του Λιμενικού, δεν είχε ασχοληθεί πρωτοβουλιακά και με προσωπικά μέσα για την εξιχνίαση της υπόθεσης. Παρότι υπήρχαν ισχυρές ενδείξεις τόσο από ανώνυμες μαρτυρίες στον Τύπο, όσο και από τις αντιφάσεις στις καταθέσεις των δύο δραστών ότι είχαν διαπράξει και άλλους βιασμούς, οι πιέσεις που ασκήθηκαν στην τοπική κοινωνία, η απόσπαση της υπόθεσης από τον συγκεκριμένο αξιωματούχο και η αμέλεια των υπηρεσιών δεν τις έφεραν στη δικαστική αίθουσα. Η υπόθεση του ομαδικού βιασμού λίγες μέρες αργότερα μιας 19χρονης ανάπηρης κοπέλας στη Ρόδο από τον Λουτσαί κι έναν ακόμα, καταδεικνύει την ύπαρξη κυκλωμάτων κακοποιητών στη Ρόδο και σε άλλα μέρη. Ευτυχώς, το συγκεκριμένο έγκλημα καταγγέλθηκε και η κοπέλα δικαιώθηκε με τη δικαστική απόφαση που έκρινε ένοχους και τους δυο. Για τις υπόλοιπες δε μάθαμε ποτέ. Υπάρχει, ως εκ τούτου, τεράστιο ζήτημα ευθυνών τόσο για την υπόθεση της Ελένης, όσο και για τις υπόλοιπες υποθέσεις που δεν διερευνήθηκαν.
Οι ακροάσεις σε αυτές τις δικάσιμους ήταν δύσκολες και τραυματικές, από την αρχή μέχρι το τέλος, με επαναλήψεις βίαιων λεπτομερειών, με την αμετανόητη και προσβλητική στάση των κατηγορουμένων, με την οποία συντάσσονταν με τη χυδαιότητα τους οι συνήγοροι υπεράσπισης. Έχει διαπιστωθεί σε επίπεδο βιώματος, κοινωνικής εμπειρίας, νομικών αποφάσεων αλλά και κοινωνιολογικής-εγκληματολογικής μελέτης ότι ο βιασμός είναι το κατεξοχήν έγκλημα, στο οποίο αντιστρέφονται οι ρόλοι θύτη-θύματος, καθώς πάντα η ενοχή αναζητείται στο θύμα με αποτέλεσμα οι βιαστές είτε να αθωώνονται, είτε να πετυχαίνουν την ηπιότερη δυνατή ποινική μεταχείριση. Οι γυναίκες φταίνε όταν βιάζονται γιατί ντύνονται προκλητικά, έχουν έντονη σεξουαλική ζωή, είναι απρόσεκτες και τελικά βιάζονται. Μια πάγια διαδικασία στα πατριαρχικά δικαστήρια, που επιφέρει το στιγματισμό των επιζωσών έμφυλης βίας. Στην περίπτωση της Ελένης βάραινε η απουσία της. Έχουμε συνηθίσει να βιάζονται ξανά τα θύματα από εισαγγελείς, συνηγόρους, από τα λαϊκά δικαστήρια που στήνονται απ’ έξω, μετρώντας το μήκος της φούστα μας, υπολογίζοντας την ώρα που γυρίζαμε σπίτι, βάζοντας στο μικροσκόπιο την ερωτική μας ζωή.
Αυτό το στερεότυπο επιδίωξαν να ανασύρουν οι δράστες με τη συνδρομή των δικηγόρων τους κατά την εκδίκαση. Αρνήθηκαν ότι υπήρξε βιασμός, εξέθεσαν ιδιαίτερα ευαίσθητα και παντελώς άσχετα με το έγκλημα προσωπικά δεδομένα της δολοφονημένης κοπέλας στη δημοσιότητα, διατύπωσαν εξευτελιστικούς ισχυρισμούς, σπιλώνοντας τη μνήμη της Ελένης με στόχο να σπείρουν αμφιβολίες στους δικαστές. Χωρίς καμία μεταμελητική ανάγκη φωτισμού της αλήθειας, χωρίς κανέναν σεβασμό προς τη μαυροφορεμένη μητέρα που δεν ξέρουμε πώς ήταν το πρόσωπο της άκλαυτο, χωρίς αιδώ στοχοποίησαν το θύμα. Αν η Ελένη ήταν ζωντανή, θα είχε θυματοποιηθεί ξανά κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.
Εμείς θα αγωνιστούμε στα δικαστήρια αλλά και στους δρόμους ώστε οι δικαστικές διαδικασίες να μη γίνονται με τρόπο που να οδηγούν στο στιγματισμό και τη δευτερογενή θυματοποίηση των επιζωσών ή των θυμάτων της έμφυλης κυριαρχίας. Θα αγωνιστούμε, ώστε στις δικαστικές αποφάσεις να αποτυπωθεί το συλλογικό μας βίωμα και η φεμινιστική μας οργή.
Λόγος Εισαγγελέως Αριστοτελεία Δόγκα
Φρένο σ’ αυτό τον παραπλανητικό και ταπεινωτικό χειρισμό που επαναλαμβάνεται σε κάθε δίκη βιασμού έθεσε η εισαγγελέας Αριστοτελεία Δόγκα με μια εισήγηση που πέρα από τις εύλογες ή προσχηματικές αιτιάσεις που αρθρώθηκαν, ήταν ιστορική. Η εισαγγελέας, μια γυναίκα εισαγγελέας, στην καρδιά ενός συντηρητικού και μισογυνικου θεσμού, πίστεψε το θύμα και έδειξε το δρόμο προς τη συμβολική δικαίωση. Κι αυτό ήταν σπουδαίο από μόνο του. Καθάρισε τη μνήμη της Ελένης απ’ όσους προσπάθησαν να τη θολώσουν. Ο λόγος της υπήρξε καταπέλτης στην αποδόμηση της υπερασπιστικής γραμμής των συνηγόρων των κατηγορουμένων. Δεν ήταν ο συναισθηματισμός της που την χρέωνε ως εμπαθή στα μάτια της σεξιστικής κοινωνίας. Ήταν αυτή ακριβώς η αποδόμηση της κουλτούρας του βιασμού μέσα στο δικαστήριο και η δημόσια καταγγελία που έκανε για τους χειρισμούς τμημάτων του κρατικού μηχανισμού, όπως η Αστυνομία. Ήταν παράλληλα η δυναμική ενός ασίγαστου φεμινιστικού κινήματος που άνοιξε τα αυτιά της δικαστικής εξουσίας. Είχαν κάπου να λογοδοτήσουν. Ακούγαμε κι εμείς.
Η εισαγγελέας υποστήριξε ότι ακόμα κι αν η Ελένη είχε κάνει σεξ το προηγούμενο βράδυ με έναν από τους κατηγορούμενους, «αυτό δε σημαίνει κάτι, γιατί και στην ερωτική σχέση και στο γάμο απαιτείται συναίνεση κάθε φορά» έθεσε για πρώτη φορά ίσως σε ελληνικό δικαστήριο τη συναίνεση ως μοναδικό κριτήριο για το βιασμό. Δημιουργήθηκε έτσι ένα σημαντικό δικαστικό προηγούμενο που λέει ότι το σεξ χωρίς συναίνεση είναι βιασμός, καταδεικνύοντας ότι η Ελένη βασανίστηκε και δολοφονήθηκε άγρια, επειδή είπε «όχι». Πότε άλλοτε έχουν ακουστεί τόσο κρυστάλλινα αυτά στις δικαστικές αίθουσες αλήθεια;
Αφουγκράστηκε την κραυγή των θηλυκοτήτων ενάντια στην παραβίαση των σωμάτων και δικαιώνοντας την Ελένη, δικαίωσε μαζί και όλες εκείνες που βιάστηκαν και δεν τις πίστεψαν. Συμπύκνωσε με το δικό της τρόπο που σίγουρα δεν ήταν όσο διάφανος ή συμπεριληπτικός θα θέλαμε, τη φεμινιστική θεωρία για την αντικειμενοποίηση του γυναικείου σώματος στην κατακλείδα της ότι «το 2020 οι γυναίκες εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται από κάποιους ως τίποτα». Αυτό είναι η έμφυλη βία.
Αναγνωρίζουμε την ιστορικότητα αυτής της αγόρευσης ως τομή στις δίκες έμφυλων εγκλημάτων. Παράλληλα δεν παραγνωρίζουμε τη θέση εξουσίας αυτής της εκφοράς και τα στερεότυπα από τα οποία εμφορείται. Γι’ αυτό κάνουμε σαφές ότι καμία γυναίκα, είτε «αφίλητη παρθένα» είτε τσουλάρα, δεν αξίζει βιασμό.
Απότοκος λόγου
Κι εδώ έρχεται η συντεχνιακή σύμπνοια να αντιπαρατεθεί στο κοινωνικό συμφέρον. Η ανεκδιήγητη εισβολή μελών του Δικηγορικού Συλλόγου Αθήνας σε μια εν εξελίξει δίκη και η σπουδή πολλών δικηγόρων να ψέξουν την εισαγγελέα που άσκησε κριτική στους χειρισμούς των συνηγόρων υπεράσπισης των δύο δραστών, συνιστά αφενός μη επιτρεπτή παρέμβαση στη διαδικασία και αφετέρου αποτυπώνει το έλλειμμα ενσυναίσθησης, αυτοκριτικής και συμπερίληψης στο συγκεκριμένο επαγγελματικό κλάδο. Αυτό, βεβαίως, σε αφορά το σύνολο του κλάδου. Υπήρχαν γενναίες και φωτεινές εξαιρέσεις που αρθρώθηκαν κυρίως από γυναίκες μάχιμες δικηγορίνες, καθώς επίσης και η σημαντική πρωτοβουλία διαφοροποίησης ως προς τους χειρισμούς του προέδρου του ΔΣΑ από την Εναλλακτική Παρέμβαση.
Σε δίκες έμφυλων εγκλημάτων, όλες οι επιζώσες ή τα θύματα δε στιγματίζονται μόνο από τους κακοποιητές αλλά και από τους συνηγόρους τους που αναγάγουν την ηθική και ψυχολογική καταρράκωσή τους σε υπερασπιστική γραμμή. Το έχουμε δει δεκάδες φορές και δυστυχώς το ξαναείδαμε στη δίκη που ακολούθησε λίγες μέρες μετά στην Κω για τον ομαδικό βιασμό της ανάπηρης κοπέλας στη Ρόδο. Πάλι οι συνήγοροι υπεράσπισης επιδίωξαν μέσα από εξαντλητικές και ταπεινωτικές ερωτήσεις να εξουθενώσουν την κοπέλα και να αμφισβητήσουν την απουσία συναίνεσης, φτάνοντας στην απροκάλυπτη αναπαραγωγή της κουλτούρας του βιασμού με τη διατύπωση ότι «δεν υπάρχουν διαχωριστικές γραμμές μεταξύ σεξ και βιασμού». Το φεμινιστικό κίνημα δεν πρόκειται ποτέ να διολισθήσει στον κοινωνικό και νομικό κανιβαλισμό. Είναι αυτονόητο το δικαίωμα υπεράσπισης των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων σε όλα τα εγκλήματα. Είμαστε, όμως, σίγουρες ότι αυτό το έργο μπορεί να ασκηθεί με όρους αξιοπρέπειας και δεοντολογίας και όχι κανονικοποιητικά ως προς την έμφυλη βία. Ως εκ τούτου, είναι επιτακτικές οι καταστατικές αλλαγές για το πώς η ίδια η ποινική διερεύνηση και η δικηγορική εργασία στις υποθέσεις έμφυλης βίας θα ορίζονται από ένα δεοντολογικό περίγραμμα που δε θα τιμωρεί τις επιζώσες και δε θα τσακίζει ξανά τα θύματα.
Επίσης, δηλωτικό των έμφυλων ιεραρχήσεων και στερεοτύπων είναι το γενικευμένο mansplaining που ξεχύθηκε φαρδιά-πλατιά μπροστά μας, πάλι με αφορμή την εισαγγελική εισήγηση. Σχολιάστηκε επικριτικά, άλλοτε με την ωμότητα της κυβερνητικής παρέμβασης κι άλλοτε με γραφειοκρατική ή διαφωτιστική νουθεσία, ο συναισθηματισμός όχι μόνο της ίδιας της Εισαγγελέως αλλά και των θηλυκοτήτων που ρίγησαν με την ομιλία της. Για εμάς η ουσία αυτής της συζήτησης κρύβεται κάπου αλλού, για την ακρίβεια στο πεδίο των γλωσσικών αναπαραστάσεων και πως εκεί ο ορθολογισμός ως νεωτερικό τοτέμ ταυτίζεται με την αρρενωπότητα, ενώ ο συναισθηματισμός σχεδόν παθολογικοποιείται και ταυτίζεται με τη θηλυκότητα. Η καταστολή του συναισθήματος είναι στοιχείο της βιοπολιτικής πειθάρχησης με στόχο το αδιατάρακτο των σχέσεων εξουσίας.
Στον απότοκο του λόγου της εισαγγελέως, cis straight άνδρες στην πλειονότητα τους, εγκαλούσαν γυναίκες ως παρασυρμένες, παραδίδοντας μαθήματα φεμινισμού ή Ποινικής Δικονομίας ανάλογα με την πολιτική απόχρωση της τοποθέτησης τους, μας έλεγαν πως πρέπει να νιώσουμε ή να αντιδράσουμε για μια υπόθεση που πρωτίστως αφορά το δικό μας βίωμα. Στην κεντρικότητα αυτής της λεκτικής ανταλλαγής βρίσκεται η ενσώματη θέση από την οποία εκφέρει λόγο το κάθε υποκείμενο. Πολλές γυναίκες στο πρόσωπο της Ελένης δε βλέπουν μόνο ένα αποτρόπαιο έγκλημα ή μια γενική αποκήρυξη της έμφυλης βίας. Βλέπουν τις κόρες τους, τις αδερφές τους, τις φίλες τους ή τις εαυτές τους να μπαίνουν στο αμάξι ενός γνωστού και να καταλήγουν πεταμένες από τα βράχια. Κι αυτή είναι μια ειδοποιός διαφορά αντίληψης, γιατί μας θυμίζει ότι το βίωμα, η ενσώματη εμπειρία, η συλλογική μνήμη είναι κομβικές παράμετροι πολιτικοποίησης και κοσμοθεωρίας, πολύ πιο ισχυρές από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ή την εργαλειακή ορθολογικότητα. Γι’ αυτό θα ήταν χρήσιμο και λιγότερο προσβλητικό, οι άνδρες πριν επαναφέρουν στην έμφυλη τάξη τις βουρκωμένες γυναίκες, να τσεκάρουν το ανδρικό τους προνόμιο και να δίνουν περισσότερο χώρο στις αφηγήσεις των γυναικών και των θηλυκοτήτων. Θα είναι ένα διάβημα συμπερίληψης αλλά και αυτοκριτικής στην τοξική αρρενωπότητα.
15 Μαΐου –Ανακοίνωση απόφασης εκδίκασης- Ποινές
Στις 15 Μαΐου ολοκληρώθηκε με κρότο και λυγμό μαζί, η εκδίκαση της υπόθεσης, ενταγμένη όμως πλέον σε μια ιστορικότητα που κληροδοτεί ερωτήματα επιτακτικών αλλαγών. Ορισμένες από εμάς ήμασταν μέσα στη δικαστική αίθουσα, κάποιες στεκόμασταν έξω με πανό και πικέτες, μαζί με άλλες φεμινιστικές ομάδες, γυναίκες, θηλυκότητες, ενώ άλλες σκεφτόμασταν τη δίκη διαρκώς από το σπίτι ή τη δουλειά μας.
Αφόρητη ζέστη. Απέναντι μας ο όγκος ενός κτιρίου που συνθλίβει την ανθρώπινη μικρο-κλίμακα. Ένταση. Μόνο οι συλλογικές μας φωνές να την σπάνε:
«Ποτέ μη ξεχαστεί τι ’κάναν στην Ελένη, καμία άλλη δολοφονημένη».
Υπόσχεση.
Δε θα ξεχάσουμε τα παρατεταμένα συνθήματα των αλληλέγγυων που έδωσαν τον παλμό και άνοιξαν τρύπες στους φαινομενικά αδιαπέραστους ογκώδεις τείχους του Εφετείου μαζί με τα ουρλιαχτά της μητέρας της Ελένης και την αδιαπέραστη από κάθε βρωμιά τρυφερότητα του κυρίου Γιάννη ‒ συγκροτώντας μια κοινότητα τραύματος και πένθους που δεν είναι διατεθειμένη να σιωπήσει και να ησυχάσει.
Το βέβαιο είναι πως θα θυμόμαστε αυτή τη μέρα, όχι μόνο εμείς, τα μέλη της φεμινιστικής συλλογικότητας «Καμία Ανοχή», αλλά και όσα από εμάς στο μέλλον θα ψάχνουν την ιστορική «υπόθεση Τοπαλούδη» ως μία υπόθεση που ανέδειξε το ζήτημα της έμφυλης βίας και των γυναικοκτονιών μέσα από την παρουσία του φεμινιστικού κινήματος, που έδωσε το πολιτικό στίγμα πέρα από τη ρητορική του «οικογενειακού δράματος», του «άτυχου κοριτσιού» και των «τεράτων». Αυτή η μέρα σηματοδότησε μια συμβολική λύτρωση για μια μεγάλη μερίδα της κοινωνίας, για την οικογένεια της Ελένης, αλλά και για όσα από εμάς διακρίναμε την αδικία και τη βιαιότητα στις νόρμες που αναπαράγουν τα συστήματα της πατριαρχίας και του ετεροσεξισμού. Έστω και με τους όρους αστικής δικαιοσύνης, ήρθε μια μικρή δικαίωση μέσα από την απόφαση του δικαστηρίου για την κατηγορία του ομαδικού βιασμού και της ανθρωποκτονίας.
Θέλουμε να τονίσουμε ότι ως Καμία Ανοχή και ως φεμινιστικό κίνημα δεν αγωνιζόμαστε για την αναπαραγωγή της σεξιστικής βίας αλλά για την εξάλειψή της. Ως εκ τούτου καταδικάζεται η επικρότηση για οποιαδήποτε τιμωρητική πράξη εντός της φυλακής από συγκρατούμενους, γιατί θα είναι απλώς η επιβολή της ίδιας μάτσο τοξικής αρρενωπότητας που την δολοφόνησε. Οπότε ας πάψουν οι φαντασιόπληκτες ιαχές για κρεμάλες, όχι μόνο γιατί φέρνουν αναγούλα αλλά κυρίως γιατί καμία βαρβαρότητα δε διορθώνεται με βαρβαρότητα. Επίσης, ως Καμία Ανοχή δεν αγωνιζόμαστε για μεγάλες ποινές και περισσότερες φυλακές, αφού οι διεκδικήσεις του φεμινιστικού κινήματος ποτέ δεν επικεντρώθηκαν μόνο σε ζητήματα ποινών αλλά σε διαρθρωτικούς μετασχηματισμούς στην κατεύθυνση της έμφυλης ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Θέλουμε προστασία και στήριξη για τις επιζώσες έμφυλης βίας, δομές σε κάθε γειτονιά που όλες και όλα μας θα μπορούμε να ζητήσουμε βοήθεια και να την πάρουμε. Θέλουμε συνεκπαίδευση σε κάθε γειτονιά με τους άντρες, γιατί η έμφυλη βία δεν είναι εξατομικευμένη συμπεριφορά αλλά συμπίλημα στο οποίο τέμνονται αξίες και ευθύνες. Κανένας δε γεννιέται βιαστής και κακοποιητής. Ούτε «τέρατα» υπάρχουν. Άνδρες καθημερινοί υπάρχουν που γίνονται βιαστές και κακοποιητές, καθώς η πατριαρχία ως γερά θεμελιωμένο σύστημα έμφυλης καταπίεσης διαπερνά όλο το φάσμα της κοινωνικής ζωής, υπερβαίνοντας φυλετικές, εθνοτικές ή θρησκευτικές αντιθέσεις. Θέλουμε σχολεία που θα μιλούν για την πατριαρχία, το σεξισμό και την κουλτούρα βιασμού. Θέλουμε ένα ποινικό κώδικα που θα αναγνωρίζει νομικά τα έμφυλα εγκλήματα, την κακοποίηση και την γυναικοκτονία.
Από δω και πέρα
Πρόκειται για κρίσιμη δίκη που αποτελεί πλέον ιστορική παρακαταθήκη για αντίστοιχες υποθέσεις έμφυλης βίας στη χώρα μας. Όσο κι αν καταβληθήκαμε, παρακινηθήκαμε και υπερασπιστήκαμε την υπόθεση της Ελένης Τοπαλούδη, η οποία ενεργοποίησε αισθήματα ταύτισης σε πολλές από εμάς. Γνωρίζουμε, επίσης, ότι αυτή η υπόθεση είχε πολλούς λόγους για να πάρει αυτήν την ώθηση. Μία θηλυκότητα θύμα έμφυλης βίας, η οποία ενδεχομένως να ήταν μετανάστρια, λεσβία, σεξεργάτρια, άστεγη, χωρίς σπουδές ή οικογενειακή στήριξη, δε θα είχε αντιμετωπιστεί με ανάλογο τρόπο στην καπιταλιστική εθνοπατριαρχία. Για εμάς, όμως, όλα τα σώματα έχουν σημασία και όλες οι ζωές έχουν αξία.
Γι’ αυτό πρέπει να προχωρήσουμε και να συνεχίσουμε τον αγώνα. Για την Ελένη και για κάθε Ελένη. Για τη Σούζαν, για την Ερατώ, για την Αγγελική, για τη Zackie για τις δολοφονημένες θηλυκότητες που δε μάθαμε το όνομα τους, που δεν πήραν ούτε ένα λεπτό δημόσιου ενδιαφέροντος, για τις τόσες αδικαίωτες ζωές αδελφών μας. Γι’ αυτές μακάρι να καταστραφεί ο κόσμος. Ο κόσμος αυτός που μας καταπιέζει, μας εκμεταλλλεύεται, μας απομυζεί, μας καταπλακώνει, μας σκοτώνει.