Μετά τις δηλώσεις του Αρχιεπισκόπου της, η Εκκλησία της Κρήτης αποστασιοποιήθηκε και ανακοίνωσε ότι είναι κάθετα αντίθετη με την ισότητα στον γάμο.
Λίγες μέρες πριν, πολύς κόσμος έσπευσε να επιβραβεύσει τις δηλώσεις του Αρχιεπισκόπου Κρήτης Ευγένιου, ο οποίος απλά εξέφρασε την ομοφοβία της Εκκλησίας με λιγότερη ένταση και μίσος.
«Η ετερότητα δεν είναι αμαρτία. Αγαπούμε τον αμαρτωλό, αλλά δεν δεχόμαστε την αμαρτία. Έχω πολλούς ομόφυλους που έρχονται σε μένα και εξομολογούνται, και γνωρίζω την ευαισθησία τους και γιατί έχουν την ιδιαιτερότητα και αγαπούμε την ιδιαιτερότητά τους. Κι εμείς οι πνευματικοί δεν είμαστε άγγελοι και αρχάγγελοι», είχε δηλώσει.
Ενώ παράλληλα για την τεκνοθεσία είχε ισχυριστεί ότι περιμένει να ακούσεις τους «ειδικούς», ώστε να μην δημιουργηθούν «παιδιά τραυματισμένα που δεν θα έχουν ξεκαθαρίσει ποια είναι η οικογένεια πραγματικά, ποιος είναι ο ρόλος του καθενός στην οικογένεια».
Με αφορμή λοιπόν την πιο μετριοπαθή στάση του συγκεκριμένου Αρχιεπισκόπου, η Ιερά Επαρχιακή Σύνοδος της Εκκλησίας Κρήτης εξέφρασε την αντίθεσή της, μιλώντας για τον «λεγόμενο», όπως είπαν, γάμο.
Αναλυτικά η ανακοίνωση:
«Η Ιερά Επαρχιακή Σύνοδος της Εκκλησίας Κρήτης, κατά το Ιερό Ευαγγέλιο, την Ιερά Παράδοση και τους Ιερούς Κανόνες, που καθορίζουν τη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αναφορικά με το υπό συζήτηση θέμα του λεγομένου «γάμου» μεταξύ ομόφυλων προσώπων, δηλώνει τα εξής:
Ο Γάμος για την Ορθόδοξη Εκκλησία είναι μυστήριο ιερό, ως ένωση ψυχοσωματική μεταξύ άνδρα και γυναίκας, με σκοπό τον αγιασμό τους και ανάγεται στη σχέση Χριστού και Εκκλησίας.
“Το μυστήριον τούτο μέγα εστίν, εγώ δε λέγω εις Χριστόν και εις την εκκλησίαν” (Εφ. 5,32).
Τα συστατικά του θεσμού της οικογένειας συνδέονται άμεσα με τα διακριτά πρότυπα του πατέρα και της μητέρας, όπως επιβεβαιώνει η θεϊκή εντολή “Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου” (Έξοδ. 20, 12) και, κατά τούτο, το παιδί έχει αναφορά σ᾽ αυτούς.
Ο οποιοσδήποτε ουδέτερος προσδιορισμός των σχέσεων αυτών καταλύει τον φυσικό θεσμό της οικογένειας, αναδεικνύοντας στο όνομα ενός μονομερούς και μειοψηφικού “δικαιωματισμού” καινοφανείς κοινωνικούς θεσμούς.
Η επίκληση περί ισότητας στον γάμο ετερόφυλων και ομόφυλων και κατ᾽ επέκταση του ίδιου δικαιώματος τεκνοθεσίας, παραγνωρίζει τα θεμελιώδη δικαιώματα των παιδιών να ανατρέφονται και να διαμορφώνονται σ᾽ ένα οικογενειακό περιβάλλον, που δεν προκαλεί σύγχυση ως προς την γονεϊκή ταυτότητα.
Δεν ευσταθεί το φερόμενο επιχείρημα, ότι η θεσμοθέτηση του πολιτικού γάμου των ομόφυλων ζευγαριών και η απ’ αυτήν αυτοδίκαιη θεσμοθέτηση του δικαιώματος της τεκνοθεσίας, επιβάλλεται είτε από υπερεθνικής ισχύος Συνθήκες και Καταστατικούς Χάρτες, είτε από το Ενωσιακό Δίκαιο, είτε από το ισχύον Σύνταγμα της Ελλάδος.
Γι’ αυτό και εναπόκειται σε κάθε Κράτος, ανάλογα με την πολιτισμική και κοινωνική του ταυτότητα και τον αξιακό του πολιτισμό, να νομοθετήσει ή όχι ελεύθερα για το ζήτημα αυτό.
Και αυτό παρατηρείται στις Χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου δεν υπάρχει ομοιογενής ρύθμιση, αλλά στο πλαίσιο της πολυπολιτισμικότητας υφίστανται έντονες διαφοροποιήσεις.
Εύλογα, όμως, προκαλεί απορία, γιατί πολλοί υποστηρικτές του “γάμου” των ομόφυλων επικαλούνται τις Δυτικοευρωπαϊκές αξίες και τα Ευρωπαϊκά θέσμια, όταν σε πλείστες των άλλων περιπτώσεων τις κατακεραυνώνουν.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία εκφράζει τη διαχρονική της αλήθεια, η οποία δεν διαμορφώνεται με όρους επικαιρότητας. Σέβεται το πρόσωπο και τις επιλογές του κάθε ανθρώπου και δεν απορρίπτει κανένα.
Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι ο οποιοσδήποτε δικαιωματισμός και το κάθε κοινωνικό φαινόμενο πρέπει να καταξιώνεται και ως θεσμός.
Οι μόνοι αρμόδιοι να νομοθετούν είναι η Κυβέρνηση και η Βουλή των Ελλήνων. Όμως, η Εκκλησία, όπως και κάθε πολίτης, έχουν το συνταγματικό δικαίωμα να εκφράζουν ελεύθερα τη θέση τους».