Στην ομοφοβική ανακοίνωση του Αγίου Όρους απάντησε η Άννα Απέργη, τονίζοντας ότι στην επιστολή αμφισβητείται η ανθρώπινη ύπαρξη των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων, «κάτι που αποτελεί κακοποίηση».
Στο κείμενο που δημοσιοποίησε το Άγιο Όρος, υποστηρίζει ότι το νομοσχέδιο «καταστρατηγεί τις θεμελιώδεις αργές της ανθρώπινης ύπαρξης» και αποτελεί έγκλημα.
Με τη σειρά της, η πρόεδρος του Σωματείου Υποστήριξης Διεμφυλικών (ΣΥΔ), σε ανάρτηση που έκανε στο Facebook, υπογραμμίζει ότι «άλλος ο προορισμός της Εκκλησίας και άλλος της Πολιτείας», καθώς και ότι ως πολίτες οφείλουμε να αγωνιζόμαστε για τα δικαιώματα όλων, χωρίς διακρίσεις.
«Το Άγιο Όρος και η “Εκ ακροδεξιών του Πατρός” ατζέντα
Εχθές, η Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους, εξέδωσε ανακοίνωση προκειμένου να δηλώσει την αντίθεση της στο νομοσχέδιο της ισότητας στο γάμο και στην οικογένεια. Ένα νομοσχέδιο που ρυθμίζει τις σχέσεις του κράτους με τους πολίτες του, και όχι ένα νομοσχέδιο που ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ ορθόδοξων χριστιανών πιστών με την Εκκλησία.
Μέσα σε αυτή την ανακοίνωση η Ιερά Κοινότητα κάνει λόγο περί “εγκλήματος”, αναφέρει δηλαδή ότι ο γάμος ομοφύλων είναι ένα “έγκλημα”, καθώς κάτι τέτοιο “ασελγεί στη φύση”, και πως “είναι ντροπή για εκείνους που κάνουν αυτά τα νομοσχέδια και θεωρούν φυσική την εξέλιξη αυτή”.
Επίσης στην ανακοίνωση το Άγιο Όρος, τονίζει πως με αυτό το νομοσχέδιο “διαλύεται όχι η ανθρώπινη οικογένεια, αλλά ολόκληρη η ανθρώπινη ύπαρξη”, ενώ “δεν θίγεται μόνο το ευαγγέλιο και η ελληνική κοινωνία. Αποδομείται το σύμπαν”.
Αρχικά εδώ θα πρέπει να αναφέρω για άλλη μία φορά πως, είναι άλλος ο προορισμός της Εκκλησίας και άλλος της Πολιτείας. Η Εκκλησία (η κάθε Εκκλησία), αναφέρεται μέσω των Ιερών Κανόνων της αποκλειστικά και μόνο προς το ποίμνιό της. Η Πολιτεία όμως από την άλλη πλευρά, οφείλει να τηρεί το Κράτος Δικαίου χωρίς διακρίσεις, ισότιμα και ισόνομα προς όλους τους πολίτες του κράτους, ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος, θρησκείας, γενεαλογικών καταβολών, εθνοτικής ή εθνικής καταγωγής, αναπηρίας, φύλου, έκφρασης ταυτότητας και χαρακτηριστικών φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού, όπως επιτάσσει άλλωστε και το Σύνταγμά μας.
Επιπλέον, η αναφορά «διαλύεται όχι η ανθρώπινη οικογένεια, αλλά ολόκληρη η ανθρώπινη ύπαρξη», αμφισβητεί ξεκάθαρα την ανθρώπινη ύπαρξη και υπόσταση των ΛΟΑΤΚΙ+ προσώπων, κάτι που αποτελεί κακοποίηση.
Θα πρέπει επίσης να επισημάνω πως ήδη από το Άρθρο 19, της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Άρθρο 21 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και μία σειρά πολλών άλλων ακόμα ευρωπαϊκών νομοθεσιών -πολλές από τις οποίες έχουν ενσωματωθεί και στο εθνικό μας δίκαιο-, δεσμεύουν τη χώρα μας ως προς την απαγόρευση οποιασδήποτε διάκρισης σε συνάνθρωπό μας στη βάση του σεξουαλικού του προσανατολισμού ή της ταυτότητας φύλου του, καθώς επίσης απαγορεύετε και η ρητορική που μπορεί να προάγει ή να διαδίδει η διάκριση αυτή με οποιονδήποτε τρόπο κατά των ΛΟΑΤΚΙ+. Όλα αυτά λοιπόν αποτελούν δεσμευτικές νομοθεσίες που θα πρέπει να τηρεί κάθε πολίτης που ζει στο ελληνικό κράτος και που φυσικά από αυτές δεν εξαιρείτε ούτε η Εκκλησία της Ελλάδος, ούτε το Άγιο Όρος, ούτε κανένας κληρικός.
Επίσης, να τονίσω πως η Εκκλησία (συμπεριλαμβανόμενου και του Αγίου Όρους) δεν θα πρέπει να «ασπάζεται» και να επικαλείται αποφάσεις της Ε.Ε. και του ΕΔΔΑ, επιλεκτικά και όταν μόνο της συμφέρει. Μην ξεχνάνε πως όταν οι Ιερές Μονές της Εκκλησίας της Ελλάδος, όταν θέλησαν να αναζητήσουν διεθνή προστασία των ιδιοκτησιακών και περιουσιακών τους δικαιωμάτων στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατέφυγαν και την δική του απόφαση επικαλέστηκαν ως τίτλο προστασίας. Το ίδιο έπραξαν και για τις διαμάχες που είχαν και εξακολουθούν να έχουν η ηγεσία του Αγίου Όρους με την Ιερά Μονή Εσφιγμένου. Επομένως, οι δικαστικές αποφάσεις του ΕΔΔΑ και οι αποφάσεις της Ε.Ε., δεν είναι αλά καρτ και δεν τις χρησιμοποιούμε κατά το δοκούν.
Τέλος, να επισημάνω για άλλη μία φορά πως, η Εκκλησία (η κάθε Εκκλησία), δεν μπορεί να εισβάλει σε θέματα που είναι αρμοδιότητα του κράτους και να έρχεται να “διδάξει” άρνηση στο δικαίωμα του κράτους να ρυθμίσει τις σχέσεις του με τους πολίτες, λειτουργώντας μάλιστα με κινήσεις που ταυτίζονται με την “Εκ ακροδεξιών του Πατρός” ατζέντα.
Όσο λοιπόν οι φωνές του σκότους της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας κραυγάζουν, τόσο εμείς ως μέλη της Κοινωνίας των Πολιτών, αλλά και ως δημοκρατικοί πολίτες που επιθυμούμε μία ανοικτή και ελεύθερη κοινωνία για όλες, όλα και όλους, πρέπει να αντισταθούμε απέναντι σε αυτές, να αγωνιστούμε και να απαιτούμε συνέχεια από την Πολιτεία τη νομοθετική αλλά και πρακτική διασφάλιση των δικαιωμάτων όλων των συνανθρώπων μας χωρίς διακρίσεις».