Η Αιδώς προκαλεί την Ύβρη

15/11/2020

Καθόταν σταυροπόδι, σχεδόν χαλαρή, στον μοναδικό κεντρικό δρόμο της πόλης ψάχνοντας για ώρα μια καφετέρια με τον λιγότερο κόσμο. Μια εφημερίδα ανοιχτή διάπλατα έκρυβε το πρόσωπο της ενώ μέσα από τα σκούρα γυαλιά, μόνο τις αράδες δεν διάβαζε. Γυρνούσαν πέρα δώθε τα μάτια της, να αναγνωρίσει βλέμματα.

Εκείνες τις ματιές που ήταν ηρωίνη για το αίμα της. Δεν τις συνήθισε ποτέ, μα ήταν κομμάτι της ύπαρξης της. Ένα υγρό επιθετικό τις περισσότερες φορές. Χτυπούσε φλέβα και παρέλυε. Και κατέστρεφε ό,τι όμορφο την πλησίαζε. Μύριζε ο αργός θάνατος και ήταν αποτρεπτικός. Μα ήταν εκεί, πάντα. Και ντρεπόταν που δεν είχε τη δύναμη να πει «όχι, δε θέλω άλλο». Με διαλύεις, με πνίγεις, με γερνάς, μου γεμίζεις ρυτίδες το πρόσωπο μου. Αυτές τις κατήφειας, της πίκρας. Απομεινάρια μοναξιάς. Μα δεν ήθελε να είναι μόνη. Ήταν νέα, όμορφη και γερή, ένα κορίτσι που γινόταν γυναίκα, μάνα, αδερφή, πουτάνα, κυρία, στυλοβάτης και πολλές φορές ένα χάδι απαλό σε στιλπνά μαλλιά και σφαλισμένα μάτια. Τα ίδια μάτια την επόμενη μέρα, έπαιρναν τη μορφή της ηρωίνης σε κάποιο καφέ. Και της έκαιγε τη σάρκα και ό,τι είχε κάτω απ’ αυτή. Πόσο εύκολα η ηδονή μετατρέπεται σε σκληρό ναρκωτικό, αρκεί να έχει αλλάξει το τοπίο, ο φωτισμός και η γύμνια να έχει γίνει χοντρό πανωφόρι! Και ντρεπόταν…
Χρόνια μετά, τόσο όμορφη όσο ποτέ, ζει σ’ ένα νησί, χαμένη στο γαλαζοπράσινο και το κόκκινο. Χρώμα ζωής το κόκκινο. Κι αν άλλαζε χρώματα σε κάθε φωτιστικό τις νύχτες, η κόκκινη θαμπάδα υπήρχε μπροστά από κάθε εικόνα. Κάθε κορμί, μόνο γυμνό και άλικο βαμμένο το αναγνώριζε. Μια δικλείδα ασφαλείας είχε χτιστεί, απομονώνοντας κάθε απαλό χρώμα ή απόχρωση.

Όταν τολμούσε να αγκαλιάσει σώμα και να νιώσει μυρωδάτο ύφασμα στο μάγουλο της, ένιωθε ευτυχισμένη, πιο όμορφη, γεμάτη παραισθησιογόνα, αλλά όχι σαν «εκείνα». Δεν ντρεπόταν γι’ αυτή τη μαστούρα.

Ένα τέτοιο βράδυ, τα ίδια χέρια που την ταξίδευαν σε άλλους τόπους λίγο πριν, τώρα της έσφιγγαν με λύσσα το λαιμό κι ένα κρύο μέταλλο της πάγωνε το αίμα, ακουμπισμένο με πίεση στον κρόταφο της. «Γιατί με κορόιδεψες ρε πούστη; Γιατί δε μου είπες τι είσαι και με άφησες να σ ερωτευτώ ρε μπάσταρδε;» Δε θα εξασθενίσει ποτέ απ’ τη μνήμη της, ούτε οι φράσεις ούτε τα κατακόκκινα μάτια γεμάτα αίμα οργής ούτε η γεύση της απελπισίας που την είχε παραλύσει. Δεν ήταν ξεκάθαρος φόβος. Ούτε αυτή την πολυτέλεια δεν είχε. Απελπισία και ακόμη χειρότερα, υπεροχή αυτής. Αυτό την διέλυε.

Τι να του έλεγε; Πώς να έβγαιναν οι απαγορευμένες λέξεις απ’ τα χείλη της; Πώς να ομολογούσε αυτό που είχε καταφέρει, χωρίς ιδιαίτερο κόπο; Μια ευλογία που κάποιες άλλες δεν την αποκτούσαν ποτέ. Μια ευλογία που τέτοιες στιγμές γινόταν κατάρα, αρχέγονη θεά και γκρέμιζε κάθε όνειρο, κάθε ρανίδα ελπίδας, κάθε χαμόγελο. Και ντρεπόταν. Και οι χαρακιές δίπλα απ’ τα χείλη βάθαιναν και έγερναν προς τα μέσα κάνοντας την απόγνωση, το πιο γνώριμο συναίσθημα.

Κι ήρθε Αθήνα με τα χρόνια, μπερδεμένη από την «ηθική» της επαρχίας και τα κουσούρια της που κουβαλούσε μαζί της, σταθερές αποσκευές. Σαν 20χρονη λαχταρούσε να νιώσει ξανά πως είναι να πετάς χωρίς βαρίδια. Δίχως σκόνη στα φτερά. Να λαμπυρίζουν στον ήλιο κι απλωμένα καθώς είναι να ρίχνουν ίσκιο σε όποιον δεν άντεχε την κάψα του. Μισή χαρά της δόθηκε και πάλι. Είχαν αλλάξει τα πράγματα. Η δεκαετία που άλλαξε τον τρόπο ζωής όλου του πλανήτη, ήταν καθοριστική. Μέσα σε 15 χρόνια, άνοιξαν δρόμοι που μόνο σε ταινίες επιστημονικής φαντασίας υπήρχαν. Η «πληροφόρηση» και ότι αυτό συνεπάγεται, έφερε τα πάνω-κάτω σε κάθε ύπαρξη.

Και ό,τι καινούριο δει ο άνθρωπος, θέλει να το ρουφήξει, να το γευτεί μέχρι να το καταστρέψει. Η ιστορία άλλωστε, αυτό έχει αποδείξει. Ο «Κρητικός με το πιστόλι» είχε μετατραπεί σε γνώστη. Αποδείχθηκε για ακόμη μια φορά πως το παραμύθι έχει τη δική του δυναμική. Καλύπτει αλήθειες με ένα πέπλο αχνό αλλά ικανό να κρύβει κάθε αδυναμία. Εν ολίγοις, τώρα πια έπρεπε να καταβάλει προσπάθεια, για κάτι που πριν το είχε απλόχερα. Έπρεπε να πείσει πως γεννήθηκε γυναίκα. Και ντρεπόταν γι’ αυτό.

Ντρεπόταν τον εαυτό της κάθε φορά που άνοιγε την πόρτα να μπει στον κόκκινο κόσμο της. Ήταν βλέπεις το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής της. Αυτό έμαθε, αυτό έκανε. Μα οι συνθήκες είχαν δυσκολέψει.

Κάπου εκεί, ανάμεσα από μια ακόμη σκούρα πόρτα κρατώντας ένα μπρούτζινο πόμολο, μπούκλες ανάκατες να κρύβουν το «ένοχο» βλέμμα, διεκδικώντας πάντα τον έρωτα να της κρατά την ψυχή ζωντανή ,κάπου εκεί, όλη η κατακόκκινη λάβα που είχε συσσωρευτεί, όλη εκείνη η τοξίνη που είχε καταπιεί, όλα τα «μη» και τα «όχι», τα «ναι μεν, αλλά», οι επιθυμίες που πνίγηκαν, τα ψέματα, η υποκρισία, η υποταγή στον καθωσπρεπισμό, η Αιδώς μιας ολόκληρης ζωής, έσκασε σαν ηφαίστειο, έτοιμο από καιρό.

Έγινε οργή, θυμός, κραυγή για τα χαμένα, οίκτος για τα επόμενα, αγκαλιά παρηγοριάς, κλαυσίγελος καθρέφτης, ένα τεράστιο όχι μα και ένα πιο μεγάλο «ναι, είμαι αυτό που θέλετε, ό,τι θέλετε, αρκεί να το θέλω ΕΓΩ».

Κι όλο αυτό το κατακόκκινο ποτάμι, έγινε φωτεινό, με έναν προβολέα που αναβόσβηνε με τρέμουλο τόσα χρόνια και τύφλωσε κάθε ψέμα που τολμούσε να εμφανιστεί μπροστά της. Τώρα κάρφωναν τα μάτια της, έσκυβαν μόνο από ευγνωμοσύνη, ανασφάλεια-καμπούρα που δεν φεύγει εύκολα. Έγινε ένα με το σώμα. Σε όσα παραμύθια είχε μπει ή την είχαν σπρώξει είτε σαν δράκος είτε σαν πριγκίπισσα, τα έδιωξε σιγά σιγά.

Πρώτος στόχος ο εαυτός της. Και το χαμόγελο του δράκου, δεν είναι καθόλου γοητευτικό. Ντρεπόταν ακόμη περισσότερο που άφησε την ντροπή να την κυριεύσει. Που της επέτρεψε να υπάρχει και να αναπνέει απολαυστικά στον σβέρκο της. Ακόμη αυτομαστιγώνεται φορές φορές. Ίσως είναι παράγοντας για την ισορροπία της. Έχει καταλάβει πλέον όμως πως η έλλειψη της Αιδούς, των άλλων, έχει ως αποτέλεσμα την Ύβρη. Τον μη σεβασμό στην αξιοπρέπεια των υπολοίπων. Η έλλειψη ντροπής, όταν υπερβαίνει τα όρια, προσβάλει την τιμή των άλλων.

Τώρα όμως η ίδια δεν ντρέπεται και λέει περήφανα: Είμαι η Άννα και είμαι τρανς γυναίκα. Είμαι πουτάνα, μετανάστης, ομοφυλόφιλος, ανάπηρη, θύμα σωματεμπορίας, χρήστρια τοξικοδραστικών ουσιών, κακοποιημένη γυναίκα, θύμα ενδοοικογενειακής βίας, άστεγη, ασυνόδευτο παιδί. Είμαι όλα όσα φοβάσαι να αντικρίσεις, χωρίς το πέπλο, που εγώ σου επέτρεψα να έχεις για προστασία. ΌΧΙ ΠΙΑ.

από την Άννα Κουρουπού




Δες και αυτό!