Ως παιδί μεγαλωμένο στα 90ς θυμάμαι ότι η ζωή μου ήταν κομμένη και ραμμένη, που λέμε, με έναν τρόπο αρκετά συγκεκριμένο και αρκετά στερεοτυπικό ως προς το κοινωνικό μου φύλο και την προσδοκώμενη σεξουαλικότητά μου, όπου το μέλλον μου ήταν αναμφίβολα τόσο υποσχόμενο στο να έχω μια αρκετά τυποποιημένη πορεία.
Αυτή την πορεία όμως, διέκοπταν ανά διαστήματα μικρά ερεθίσματα από το εξωτερικό περιβάλλον, τα οποία περνούσαν στο παιδικό τότε νου ως κάτι αστείο, ως κάτι απαγορευμένο, ως κάτι ξένο ως προς αυτά που ήξερα. Αυτά τα κάτι, πήγαιναν και ερχόντουσαν, μπορεί να συζητούνταν, μπορεί και όχι, είτε μπορεί να έμεναν κάπως και στο πίσω μέρος του μυαλού, στο υποσυνείδητο, ως καταστάσεις που ακόμα δεν ήταν έτοιμες να περάσουν υπό επεξεργασία. Αυτά τα κάτι που έμειναν στο υποσυνείδητο κάποτε, δεν άντεξαν κι έσκασαν χρόνια μετά σα βόμβα, όταν πια ο νους είχε βγει από τον αυτόματο πιλότο και είχε περάσει στο επίπεδο μιας ύπαρξης που δε δεχόταν το συμβατικό, το ουσιαστικά προδιαγεγραμμένο γίγνεσθαι.
Στην άκρη, λοιπόν, μιας νέας χιλιετίας (που ακόμα αναρωτιέμαι πως επιβίωναν οι άνθρωποι έως τότε έχοντας κυριολεκτικά με τόσο λίγο περιθώριο για αυθορμητισμό και αυτο-έκφραση) σκάει ξάφνου ένας από τους μεγαλύτερους παράγοντες που συνέβαλε στη διαμόρφωση της σύγχρονης αντίληψής μου για την ταυτότητα και την κοινωνική αλλαγή: ο ελληνικός (ενίοτε κουήρ) κινηματογράφος.
Οπότε αναμφίβολα μέσα σε μια τέτοια κατάσταση, θα ξεκινήσω με μια ταινία ναυαρχίδα στο μυαλό μου και αυτό για το γενικό κλιπ κλαπ που μου προκλήθηκε και με έκανε αμέσως triggered. Το Straight Story. Μέσα στην όλη αναμπουμπούλα, ήταν η ταινία που πολλοί στην ηλικία μου θέλαμε να δούμε, αλλά δύσκολα θα λέγαμε στους γονείς μας για το τι αφορούσε μην τυχόν και δεν μας άφηναν να πάμε σινεμά και χάναμε έτσι το Σαββατόβραδό με τους φίλους ή τις φίλες μας. Και τι να τους λέγαμε άλλωστε; Ότι αφορά σε ένα παράλληλο «ετεροκανονικό» σύμπαν, που σπάει την οπτική διπολική σύμβαση που είχαμε συνηθίσει μέχρι το 2006 στα δεδομένα των ελληνικών ταινιών, με λέξεις και φράσεις του τύπου «Είμαι ετεροφυλόφιλος; Μου αρέσουν οι γυναίκες». Θα νόμιζαν ότι θα πηγαίναμε να δούμε κανένα Λάνθιμο της εποχής, ο οποίος ας μην ξεχνάμε πως καθόλου αποδεκτός δεν ήταν πριν προταθεί για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας και γίνει ο εθνικός μας σκηνοθέτης out of nowhere.
Κι ύστερα, άνοιξα ένα βράδυ ΕΡΤ1, καθώς όλα αυτά τα «περίεργα» κάποτε μόνο εκεί θα μπορούσες να τα δεις. Και σκάει ο Γιώργος Νανούρης να φορά το Γαλάζιο φόρεμα. Μια ταινία, βέβαια, άρρηκτα συνδεδεμένη με το Στρέλλα που βγήκε αρκετά χρόνια ύστερα, καθώς και στις δύο εντοπίζεται παρόμοιο theme content, αφού τοποθετείται στο προσκήνιο μια μάνα κι ένας πατέρας (or whatever) που προσπαθούν να διαχειριστούν το γεγονός ότι τα παιδιά τους δεν ήθελαν να έχουν μια ζωή που τους κληροδοτήθηκε άδοξα και έκαναν τη δική τους επιλογή αντίθετα σε κάθε κοινωνική κατακραυγή. Φαινόταν, πως καμία από τις δύο ταινίες δε θα είχε happy ending, γιατί τέτοιες καταστάσεις ούτως ή άλλως ήταν προδιαγεγραμμένο, όπως και στην πραγματική ζωή, ότι θα είχαν κλίση φθίνουσα, λόγω του στίγματος ενάντια σε κάθε τέτοιο δικαίωμα ή ελευθερία. Ορίστε μια ταινία, που μπήκε στο υποσυνείδητο, καθώς δεν υπήρχε ούτε το κατάλληλο λεξιλόγιο ούτε εμπειρία ούτε ο ανάλογος περίγυρος για να μπορέσει ο τότε εγκέφαλος να τη διαχειριστεί. Ποτέ, όμως, δεν ξεχάστηκε αυτή η πρωτόγνωρη εικόνα του «τι ήταν τούτο» και να που τελικά δόθηκε η ευκαιρία εξωτερικεύσω αυτό το πρωτόγνωρο συναίσθημα των δεκαπέντε ή και είκοσι χρόνων πριν.
Και δε θα μπορούσε να μείνει εκτός από αυτό το προσωπικό compact disc club η ταινία Από την άκρη της πόλης. Όταν η αντικανονικότητα της καγκουριάς γίνεται ασθέτικ και το στερεότυπο, σπάει συνειδητοποιώντας ότι το κλισέ δεν είναι στερεότυπο ή ότι το στερεότυπο δεν είναι κλισέ. Ποιος είναι τελικά ο ορισμός της τοξικής αρρενωπότητας; Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο για αυτή την ταινία, την οποία δε θα ντραπώ να συνδέσω άμεσα, σαν κολάζ στο μυαλό μου, με τη σκηνή τoυ political correct στη συνέντευξη στην ταινία Safe sex«Δε θα λες τσιμπούκια θα λες πεοθηλασμό, μας βλέπουν και οικογένειες». Κάπως έτσι, διαφορετικές έννοιες ή ορισμοί για θέματα όπως το σεξ, ειδικά από άτομα που δε θα περίμενες ποτέ ότι θα συζητούσαν κάτι τέτοιο, κλονίζονται.
Και στον αντίποδα των δύο αυτών ταινιών, θα έβαζα με ξεκάθαρα και το ΧΕΝΙΑ. Σε αυτή την περίπτωση το «ακραίο» στερεότυπο, όπως υπήρχε και υπάρχει στο μυαλό ορισμένων, παρουσιάζεται απροκάλυπτα. Δεν είναι εύκολο να ξεχαστεί, η προσπάθεια υποτίμησης του αδελφού με τη φράση «Να αλλά εσύ είσαι και Αλβανός και πούστης» , την οποία ο πρωταγωνιστής αντικρούει αμέσως με αυτοσαρκασμό στο δευτερόλεπτο, έχοντας αποδεχτεί προφανώς τον εαυτό του, καθώς δεν αφήνει παραθυράκια και δημιουργώντας έτσι τροφή για σκέψη. Τελικά, ίσως το να είσαι «και βουνό και θάλασσα» να είναι καλύτερο, από το να είσαι μέσα σε μια ντουλάπα κλειστή και φοβισμένη.
Οι ταινίες αυτές, σαφώς, δεν αποτελούν τα μοναδικά παραδείγματα και σίγουρα υπάρχουν πολλές περισσότερες αξιόλογες ή και μη, τόσο mainstream, είτε και πιο ψαγμένες. Αλλά σε εμένα κι ίσως και σε άλλα άτομα της δικής μου γενιάς με κοινή ιδιοσυγκρασία αναζήτησης (και σε μια εποχή που δεν υπήρχε netflix ή που το google ήταν στην απαρχή της καριέρας του για να γκουγκλάρουμε απλά τι είναι κουήρ), αυτές οι ταινίες έχουν μείνει στο μυαλό ως μια κινητήρια δύναμη που έσπασε τον φαύλο κύκλο της παραδοσιακής σκέψης αφήνοντας έτσι μια δύναμη καλλιτεχνικής έκφρασης να απελευθερωθεί. Και για να κλείσει κάπως, όμως, αυτή η εμπειρία, αφήνω μερικά προσωπικά ερωτήματα να αιωρούνται στον αέρα: Θα είναι άραγε οι μελλοντικές γενιές σε θέση να αποδομήσουν τις έννοιες που εμείς σα γενιά αναδείξαμε ή θα αναρωτιούνται εξίσου για μας, όπως εμείς για τους προκατόχους μας; Ποια θα ήταν η ζωή μας σήμερα, αν δεν είχαμε τη δυνατότητα να αφυπνιστούμε μέσα από αυτές τις ταινίες; Και εάν εμείς, σα γενιά, μπορέσαμε να αναδείξουμε και να ανατρέψουμε κάποιες έννοιες, ποια είναι τελικά η προσφορά μας;
Ρεβέκκα