«Τι είναι πραγματικά μια γυναίκα;». Δεν ρωτώ για να πάρω απάντηση. Ρωτώ γιατί πνίγομαι από απαντήσεις: βιολογία, ρόλοι, ορμόνες, συμπεριφορές, επιδόσεις, μητρότητα, αντοχή, ευαισθησία… όλα έχουν χρησιμοποιηθεί ως ορισμοί. Ως μέτρα. Ως κριτήρια. Και συνήθως, ως όπλα.
της Άννας Κουρουπού
Κι όμως, για εμένα, γυναίκα δεν είναι αυτό που αποδεικνύεις. Είναι αυτό που επιβεβαιώνεις μέσα σου, κάθε μέρα που ο κόσμος το αμφισβητεί. Είναι αυτή που σηκώνει το σώμα της, το βλέμμα της, την παρουσία της, ακόμη κι όταν δεν της το δίνουν έτοιμο. Είναι αυτή που δεν χωράει στον ορισμό κανενός — κι όμως, όλοι προσπαθούν να τη μετρήσουν. Να τη χωρέσουν.
Εγώ δεν γεννήθηκα γυναίκα. Δεν είχα ούτε τη γλώσσα να το πω, ούτε το δικαίωμα να το διεκδικήσω χωρίς να ματώσω. Και όμως, ήμουν γυναίκα πολύ πριν το παραδεχτεί κανείς — ακόμη και εγώ η ίδια. Ήμουν γυναίκα τις νύχτες που έραβα και ξήλωνα το σώμα μου με το μυαλό. Τις στιγμές των βιασμών μου, εγκλωβισμένη κάτω από πιο δυνατά σώματα, επιβάλλοντας την εξουσία τους σε κάτι πιο αδύναμο. Ο κυνισμός που διέπει τη ζωή, όταν δύο από αυτές τις φορές, τα πιο δυνατά σώματα ανήκαν σε γυναίκες. Εδώ η εσωτερικευμένη πατριαρχία δούλεψε στο ακέραιο.
Τις στιγμές που δύο σθεναρά χέρια αγκάλιαζαν τη λαχτάρα μου, τον πόνο μου, την ευτυχία μου αδιαφορώντας για το τι είχα στα σκέλια μου όταν γεννήθηκα. Στα βλέμματα που έλεγαν «δεν είσαι». Στις στιγμές που δεν είχα επιλογή παρά να σταθώ — όχι κάτι «σαν γυναίκα», αλλά ως εμένα, ολοκληρωτικά. Ως θέση.
Το ερώτημα «τι είναι γυναίκα;» δεν είναι σήμερα πλέον φιλοσοφικό. Είναι σώμα, φόβος, επιβίωση, φροντίδα, επιθυμία, αγάπη, θυμός, παρηγοριά. Είναι το χέρι που τρέμει αλλά δεν υποχωρεί. Που συνεχίζει να δίνει και να ζητά. Είναι η φωνή που λέει «είμαι» και δεν ζητά την άδεια κανενός.
Μια γυναίκα είναι κι εκείνη που μαγειρεύει σιωπηλά και δεν μιλά ποτέ για τα όνειρά της. Ή για τον πόνο της. Που της γνέφει η ζωή, μα κάνει πως φοβάται μην της καεί το φαγητό και δεν κοιτά προς τα εκεί. Είναι κι εκείνη που γελάει δυνατά με έντονο κραγιόν και δεν αφήνει κανέναν να την πληγώσει πια. Και σε αυτό το «πια» είναι όλη η πεμπτουσία της ύπαρξής της. Είναι η κόρη, η μάνα, η θεία, η τρανς, η χήρα, η μετανάστρια, η εργάτρια, η ερωτευμένη, η μόνη. Είναι αυτή που χάνει, και συνεχίζει. Είναι αυτή που κερδίζει και πάντα θα θέλει το περισσότερο. Αυτή που δεν ακούγεται, και όμως υπάρχει. Αυτή που την αρνήθηκαν, αλλά δεν αρνήθηκε ποτέ τον εαυτό της.
Κάθε φορά που κάποιος ρωτάει «τι είναι τελικά γυναίκα;», απαντώ — όχι με θεωρία, αλλά με την ύπαρξή μου: Είναι αυτή που επιμένει να είναι. Παρ’ όλα. Παρ’ όλους. Παρ’ όλα τα «όχι».
Σήμερα, το ερώτημα «τι είναι γυναίκα;» ακούγεται ξανά — όχι για να καταλάβουμε κάτι βαθύτερο, αλλά για να χαράξουμε και πάλι όρια. Μερικοί το φωνάζουν επιθετικά, με σκοπό τον αποκλεισμό: «Μια γυναίκα γεννιέται, δεν γίνεται». Λες και η εμπειρία της γυναίκας είναι μια βιολογική μονοκαλλιέργεια, και όχι ένας κόσμος από τραύματα, επιθυμίες, σιωπές και υπερβάσεις. Άλλοι πάλι, σιωπούν – αλλά συμφωνούν σιωπηλά, όταν τρανς γυναίκες αποκλείονται από φεμινιστικούς χώρους, όταν η «αποδοχή» γίνεται υπό όρους, όταν ο αγώνας για ισότητα δεν μας χωράει όλες.
Και κάπου εκεί, ξαναβρίσκω το ερώτημα: Όχι το «τι είναι γυναίκα;», αλλά, «ποιων η γυναικεία εμπειρία είναι αρκετά “γνήσια” για να αναγνωριστεί;». Δεν ήμασταν ποτέ ίδιες.
Δεν μεγαλώσαμε με τα ίδια σώματα, τα ίδια δικαιώματα, τις ίδιες λέξεις να ψιθυρίζουν ή να ουρλιάζουν στο αυτί μας. Άλλες γίναμε γυναίκες με χαρά, άλλες με σιωπή,άλλες με αίμα και απόρριψη. Και άλλες με απόφαση. Αλλά όλες ξέρουμε πώς είναι να μην σε πιστεύουν. Να μην σε ακούν. Να σε κοιτούν λες και είσαι λιγότερο γυναίκα ή περισσότερο από όσο σου αξίζει. Λες και είσαι λάθος.
Και ίσως γι’ αυτό να χρειαζόμαστε σήμερα περισσότερο από ποτέ μια φράση που να μας κρατά μαζί: Η καθεμία μας είναι γυναίκα με τον τρόπο της — και κάθε τρόπος είναι μια αλήθεια που αξίζει να υπάρχει. Δεν μας χωρίζουν οι ορισμοί. Μας χωρίζει η σκληρότητα. Και θα μπορούσαμε να την σταματήσουμε — πρώτα μεταξύ μας.
Υπάρχουν γυναίκες που με αρνούνται. Που μου αφαιρούν τη λέξη «γυναίκα» με τον πιο βίαιο τρόπο: ήσυχα, θεωρητικά, δημόσια. Πότε υποδόρια πότε τεχνηέντως «αδικημένες». Δεν με γνωρίζουν — αλλά ξέρουν ότι δεν είμαι “αρκετή”. Δεν με άγγιξαν ποτέ — αλλά έχουν άποψη για το σώμα μου, την ταυτότητά μου, την εμπειρία μου.
Δεν με ενοχλεί η διαφωνία. Με ενοχλεί η αφαίρεση. Το να με κοιτούν και να βλέπουν αυτό που τις εξυπηρετεί. Το να δηλώνουν «φεμινίστριες» ενώ αναπαράγουν τον πιο σκληρό αποκλεισμό — αυτόν που έρχεται με ηθικό πανικό και βλέμμα μπαγιάτικης τσιπούρας καθώς έχουν γνώση πως όλα αυτά που ισχυρίζονται είναι ένας αθέμιτος τρόπος για να εδραιώσουν την εξάρτηση τους από τον «εχθρό». Τον άντρα.
Όχι, δεν τις θεωρώ «αδελφές». Δεν είναι δικές μου. Μπορεί να φορούν το όνομα της ισότητας — αλλά ξέχασαν τι σημαίνει να σου την αρνούνται. Και εγώ, θα συνεχίσω να υπάρχω. Όχι, για να τις πείσω. Αλλά για να δείξω ότι δεν χρειάζεται η αποδοχή τους για να είμαι αληθινή.
Δεν ξέρω αν θα καταφέρουμε ποτέ να ορίσουμε τι είναι «γυναίκα», χωρίς να αποκλείσουμε καμία. Αυτό που ξέρω, είναι πως κάθε φορά που μια γυναίκα λέει: «είμαι», αξίζει να την ακούμε. Όχι γιατί συμφωνούμε. Όχι γιατί μας μοιάζει. Αλλά γιατί το να είσαι γυναίκα δεν είναι κάτι που κατακτάς μονάχα μία φορά. Είναι κάτι που το υπερασπίζεσαι κάθε μέρα — συχνά μόνη, σπάνια με θόρυβο, πάντα με κόπο.
Κι αυτό, για μένα, φτάνει. Φτάνει για να το πω φωναχτά. Γυναίκα είναι εκείνη που υπάρχει — και επιμένει. Που ξέρει πως είναι άσκοπο να είναι δικό σου ένα σώμα και να μην μπορείς να το χρησιμοποιείς όπως θέλεις. Γιατί είναι δικό σου…