Με αφορμή τη σημερινή παρουσίαση της πρώτης του ποιητικής συλλογής με τίτλο «Η τρυφερότητα των άκρων», ο Γιώργος Ν. Ευσταθίου μιλά στο antivirus για την απόφαση του να καταπιαστεί με “τη σημαντική – αν και παραμελημένη απ΄όλους- τέχνη της ποίησης”.
Πρόσφατα εκδόθηκε η πρώτη σας ποιητική συλλογή που στάθηκε και η αφορμή γι’ αυτήν την συζήτηση μαζί σας. Μιλήστε μας, σχετικά.
Τι θα θέλατε να μάθετε ή μάλλον, τι θα ενδιέφερε να πληροφορηθούν οι αναγνώστες του antivirus;
Ο,τιδήποτε μπορεί να έχει σχέση με το βιβλίο σας.
Από την στιγμή που αποφάσισα να εκδοθούν, επιτέλους κάποια ποιήματα, μέχρι να κρατήσω το βιβλίο στα χέρια μου, μεσολάβησε μόνον ένας μήνας! ‘Ολα έγιναν σε χρόνο ρεκόρ. Ο φίλος μου από πολύ παλιά, από το ’74 συγκεκριμένα και νυν εκδότης μου Γιώργος Χρονάς, μόλις του μίλησα, ανέλαβε, αμέσως πρόθυμα, χωρίς δεύτερη κουβέντα, να εκδώσει τα ποιήματα μου από την Οδό Πανός. Ήταν μεγάλη η έκπληξη για μένα και μεγάλη η χαρά, βεβαίως. Είχα πληροφορηθεί από πριν τι μεγάλες δυσκολίες θα αντιμετώπιζα στην περίπτωση που έκανα αυτό το βήμα. Κι όμως, όλα έγιναν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Θα παρατηρήσω ότι η πρώτη ποιητική συλλογή σας εκδόθηκε, κάπως καθυστερημένα.
Έχετε δίκιο, άργησα πολύ… Δεν ένιωθα, όμως έτοιμος να εκτεθώ – όπως, ούτε και τώρα νιώθω – ή ότι μπορεί να έχουν ενδιαφέρον για το αναγνωστικό κοινό, όλα αυτά που έγραφα μέσα στα χρόνια. Έγραφα, έσκιζα, πετούσα στο καλάθι, διαρκώς. Κάποια λίγα ποιήματα την γλίτωσαν!
Και τώρα τι άλλαξε και πήρατε την μεγάλη απόφαση;
Μεγάλη, μικρή δεν ξέρω. Ξέρω ότι άλλαξα εγώ. Μεγάλωσα αρκετά, έπαψα ίσως να φοβάμαι ή και να ντρέπομαι, ακόμη. Και κατάλαβα πόσο λάθος ήταν να συγκρίνομαι με τους σημαντικούς ποιητές μας. Σ’ αυτήν την περίπτωση δεν θα έπρεπε κανείς να ξαναπιάσει μολύβι και χαρτί μετά τον Κ.Π.Καβάφη ή τον Γιώργο Σεφέρη, για να αναφέρω δύο πολύ σημαντικούς κι αγαπημένους μου ποιητές. Ο καθένας κομίζει στην τέχνη ό,τι έχει, φτάνει μόνον να είναι αληθινό. Κι ο χρόνος θα αποφασίσει τι θα διασωθεί στο μέλλον.
Πως επιλέξατε τον τίτλο “Η τρυφερότητα των άκρων”;
Πολύ απλά είναι ο τίτλος ενός ποιήματος της συλλογής, ενός αγαπημένου ποιήματος. Η αλήθεια είναι ότι παίρνοντας την απόφαση της έκδοσης, άρχισε να με απασχολεί και ο τίτλος που θα έδινα στο βιβλίο. Σκέφτηκα πολλούς και διάφορους, μέχρι που ξαφνικά τον είδα εμπρός μου γραμμένο και έτοιμο, από εμένα τον ίδιο. Κατάλαβα ενστικτωδώς ότι αυτός θα ήταν ο καταλληλότερος τίτλος και κανένας άλλος. Είναι αντιπροσωπευτικός και των ποιημάτων και της ιδιοσυγκρασίας μου.
Και μια χαρακτηριστική λεπτομέρεια: Ήταν η μοναδική ερώτηση που μου έκανε ο Γιώργος Χρονάς, όταν αποφάσισε την έκδοση. Με ρώτησε αν είχα επιλέξει κάποιον τίτλο και αν ναι, ποιος ήταν αυτός. Σαν έτοιμος από καιρό, του τον είπα και του άρεσε.
Το εξωφύλλο, καθώς και τα υπόλοιπα 5 έργα που κοσμούν “Την τρυφερότητα των άκρων” είναι του Αντωνάκη. ‘Ηταν έργα που υπήρχαν στο ατελιέ του καλλιτέχνη ή τα σχεδίασε ειδικά για το βιβλίο σας;
Υπήρξα πολύ τυχερός και στο εικαστικό μέρος της έκδοσης. Τον Αντωνάκη δεν τον γνώριζα, μου τον σύστησε ένας φίλος, ο Δημήτρης Ξανθούλης. Είδα την δουλειά του κι ενθουσιάστηκα. Του ζήτησα να κάνει το εξώφυλλο. Το έκανε και είναι εξαιρετικό. ‘Οπως και τα υπόλοιπα 5 έργα του, τα φιλοτέχνησε όλα, ειδικά για τα ποιήματά μου. Του οφείλω ένα πολύ μεγάλο ευχαριστώ.
Θα μπω στον πειρασμό να σας κάνω την συνηθισμένη και ελαφρώς ειρωνική ερώτηση: Τι θέλει να μας πει ο ποιητής, εσείς εν προκειμένω, με αυτή την ποιητική συλλογή;
Δύσκολο για τον δημιουργό να “εξηγεί” το έργο του. Πολλές φορές, ούτε κι ο ίδιος δεν το γνωρίζει. Μπορώ μόνο να σας πω ότι μίλησα τίμια κι ειλικρινά. Δεν κρύφτηκα πίσω από αόριστα σχήματα και γενικές περιγραφές. Τον δικό μου φόβο, την δική μου μοναξιά, την δική μου απελπισία περιγράφουν οι στίχοι μου.
Υπήρξατε επί σειρά ετών ραδιοφωνικός παραγωγός του Τρίτου Προγράμματος, αλλά παράλληλα και δημοσιογράφος σε έγκυρα περιοδικά. Υποθέτω ότι είχατε την ευκαιρία να συναντήσετε, λόγω της εργασίας σας σημαντικές προσωπικότητες. Υπήρξε κάποιος ή κάποιοι που επηρέασαν, ενδεχομένως θετικά την εξέλιξη σας;
Ναι, θα ξεχωρίσω δύο πολύ σημαντικούς ανθρώπους. Ο ένας είναι ο Μάνος Χατζιδάκις, ίσως ο πιο γοητευτικός και χαρισματικός από όσους γνώρισα μέχρι σήμερα. Ελάχιστη ήταν χρονικά η παρέα μου μαζί του, όπως και η συνεργασία μας τότε στο Τρίτο. Κι όμως, ήταν τόσο καθοριστικής σημασίας για μένα! Ανέβασε τον πήχυ μου μονομιάς πολύ ψηλά. Κι έκτοτε προσπαθώ να τον κρατήσω στο ίδιο ύψος.
Ο άλλος σημαντικός της ζωής μου ήταν ο σπουδαίος λογοτέχνης Γιώργος Ιωάννου. Με τίμησε με την φιλία του, με έκανε να νιώθω ισάξιος συνομιλητής του, μέλος της οικογένειάς του. Σταθερά κοιμάμαι με τα βιβλία του στο μαξιλάρι μου.
Τελικά, υπάρχουν ταμπέλες στον έρωτα ή είναι ίδιος για όλους; Επίσης, πόσο εύκολα πιστεύετε ότι μπορεί να ταυτιστεί το ΛΟΑΤ κοινό με τα ποιήματά σας;
Συγχωρέστε με, αλλά θεωρώ αυτονόητη την απάντηση. Βεβαίως, όχι δεν υπάρχουν ταμπέλες. Το κάθε ανθρώπινο ον έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να εκφράζεται και να λειτουργεί ερωτικά βάσει των επιλογών του.’Αλλωστε, δεν διακρίνω καμιά απολύτως διαφορά ή έλλειψη αυθεντικότητας συναισθημάτων, μεταξύ οιονδήποτε ενηλίκων που συναινούν στο ερωτικό τους παιχνίδι. Όσοι τυχόν πρεσβεύουν το αντίθετο ή βλάκες είναι ή ύποπτοι. Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο της μη διάκρισης, θεωρώ ότι κάθε τι αληθινό και κυρίως αν είναι διαφορετικό, μας αφορά όλους. Δεν ξέρω αν σας απάντησα, επαρκώς.
Μια χαρά απάντηση μου δώσατε. Πείτε μου κάτι, αναρωτιέμαι αν οι Έλληνες διαβάζουμε σε ικανοποιητικό βαθμό, αριθμητικά τουλάχιστον, ποίηση;
Η ποίηση, αν και τόσο σημαντική τέχνη ήταν και παραμένει παραμελημένη από όλους. Πολιτεία, Μ.Μ.Ε. κοινό. Κι εδώ, όπως και στην Εσπερία, επίσης. Και αρκετά παρεξηγημένη. Ότι δήθεν μιλάει ακαταλαβίστικα ή στην χειρότερη “περί ανέμων και υδάτων”. Λάθος μέγα. Η ποίηση σε ανεβάζει μερικά εκατοστά από το χώμα, από την γη.
Δυστυχώς, ως λαός, όχι δεν διαβάζουμε ποίηση. Οι περισσότεροι θεωρούν πιστεύω, πως είναι πολυτέλεια ή χάσιμο χρόνου, τι κρίμα!
Τελειώνοντας, ποιο ποίημα σας θα θέλατε να μας αφιερώσετε;
Δύσκολο να επιλέξω ανάμεσα σ’ αυτά που αγαπάω. Λοιπόν, ας είναι αυτό το ποιήμα:
ΜΟΝΟΣ
Μεγάλωνε μέσα στα παπούτσια του
αγορασμένα πάντα λίγο μεγαλύτερα
ξένος μέσα στη δική του οικογένεια
με τόσα σκοτάδια στο μυαλό, τόσους
αμίλητους φόβους κι αυτός μεγάλωνε
πιο μόνος, μπερδεμένος κι αβοήθητος
από τον έρημο σκύλο στην αυλή τους.