Κατάφερε να κάνει το Εθνικό Θέατρο έναν πιο συμπεριληπτικό και εξωστρεφή θεσμό, ενώ μέσα από το δικό του coming out προσπάθησε να στείλει ένα σημαντικό μήνυμα ορατότητας. Ο Γιάννης Μόσχος αποχαιρετά την καλλιτεχνική διεύθυνση του Εθνικού με ένα σπουδαίο κουήρ έργο (σ.σ. το οποίο και σκηνοθετεί) και μας μιλά για τη δική του – περήφανη – κληρονομιά.
Ας ξεκινήσουμε με την παράσταση του έργου του Μάθιου Λόπεζ «Η κληρονομιά μας» που σκηνοθετείτε. Πείτε μου λίγα λόγια για αυτό.
Το διάβασα για πρώτη φορά το καλοκαίρι του 2018, λίγους μόνο μήνες μετά το πρώτο του ανέβασμα στο Λονδίνο. Με συγκίνησε τρομερά. Έκλαιγα με λυγμούς κατά τη διάρκεια της ανάγνωσής του. Τελειώνοντάς το ήμουν σίγουρος ότι ήθελα να το σκηνοθετήσω. Βέβαια, τότε πίστευα ότι δεν θα κατάφερνα ποτέ να το ανεβάσω, καθώς θεωρούσα ότι θα προκαλούσε αντιδράσεις.
Τι ήταν αυτό που πιστεύατε ότι θα προκαλούσε;
Ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζει τη ζωή των γκέι ατόμων. Βλέπουμε τους ήρωες στην καθημερινότητά τους, πώς ζουν, πώς ερωτεύονται, πώς κάνουν έρωτα. Το έργο είναι τολμηρό για τα ελληνικά δεδομένα, γιατί μιλά με τρόπο απλό και χωρίς καθόλου εισαγωγικά για όλα τα θέματα της γκέι και γενικότερα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας. Ένας επιπλέον λόγος ήταν η μεγάλη διάρκεια του έργου, που καθιστά το ανέβασμά του πιο δύσκολο. Ένας ιδιώτης παραγωγός προφανώς και θα δυσκολευόταν να αποφασίσει να το ανεβάσει.
Παρ’ όλα αυτά, έφτασε η στιγμή που «Η κληρονομιά μας» θα ανέβει στην Ελλάδα και μάλιστα από το Εθνικό Θέατρο.
Ναι, και είμαι πολύ χαρούμενος για αυτό! Η αφορμή κάθε φορά για την επόμενη σκηνοθεσία μου είναι το έργο να με συγκινεί. Εμπιστεύομαι τη συγκίνησή μου. Και απολαμβάνω τις παραστάσεις υψηλής συναισθηματικής θερμοκρασίας. Πέρα όμως από τους καθαρά προσωπικούς λόγους θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικό που το Εθνικό Θέατρο συστήνει στο ελληνικό θεατρικό κοινό το συγκεκριμένο έργο. Μπορεί το κυρίαρχο θέμα να είναι το γκέι βίωμα, όμως την ίδια στιγμή μιλά για θέματα που χαρακτηρίζουν όλες τις ανθρώπινες σχέσεις, ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου. Την ίδια στιγμή, καταπιάνεται με ένα καίριο ζήτημα, που με απασχολεί ιδιαίτερα: την προσωπική ευθύνη του καθενός μας απέναντι στα όσα συμβαίνουν στην κοινωνία. Πρόκειται για ένα έργο με πολιτικό στοχασμό, αφού η κοινωνικό-πολιτική πραγματικότητα της σύγχρονης Αμερικής δεν αποτελεί μόνο το ιστορικό φόντο, αλλά είναι διαρκώς παρούσα· μέσα σε αυτήν, οι ήρωες του έργου διαμορφώνονται, εξελίσσονται και αναπτύσσουν τις σχέσεις τους, φιλικές και ερωτικές. Είναι λοιπόν ένα έργο πολυεπίπεδο και πολυσύνθετο.
Διανύουμε μια περίοδο κατά την οποία γίνεται μια μεγάλη συζήτηση (όχι, πάντα με τους καλύτερους όρους) γύρω από τα ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα. Να υποθέσω πως αυτή η παράσταση είναι ο δικός σας τρόπος να πάρετε μέρος σε αυτή τη συζήτηση;
Φυσικά. Θέλω μέσω αυτής της παράστασης να μιλήσω για τα δικαιώματα και της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, γιατί μπορεί μεν να υπάρχει πρόοδος αλλά εξακολουθούν να υφίστανται αρκετά προβλήματα που πρέπει να επιλυθούν. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Λόπεζ, μέσα από τις ζωές των ηρώων του, δράττει την ευκαιρία να αφηγηθεί την ιστορική εξέλιξη των δικαιωμάτων της γκέι κοινότητας. Ο βρετανός ομοφυλόφιλος συγγραφέας Ε. Μ. Φόρστερ εμφανίζεται επί σκηνής και συνομιλεί με τους σύγχρονους γκέι άνδρες. Μαζί διατρέχουν όλη την πορεία και τα ορόσημα της γκέι ιστορίας. Και η αλήθεια είναι ότι η βάση των δικαιωμάτων αυτών είναι η Αμερική. Εκεί τέθηκε το ζήτημα των ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιωμάτων στο τραπέζι κι ακολούθησε και η Ευρώπη. Κάτι εντελώς παράδοξο αν σκεφτείς τι συμβαίνει τώρα με τις ΗΠΑ.
Δυστυχώς, βλέπουμε την Ακροδεξιά και τον συντηρητισμό να επικρατούν πάλι, τόσο στην Αμερική όσο και την Ευρώπη. Είναι σημαντικό η τέχνη να υπενθυμίζει όλα αυτά τα δικαιώματα αλλά και τους αγώνες που έγιναν για να κατακτηθούν;
Έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον ότι το έργο αναφέρεται και στην πρώτη εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ. Κάτι που το καθιστά τρομακτικά επίκαιρο, λίγα χρόνια μετά τη συγγραφή του έργου βρισκόμαστε στην ίδια ακριβώς θέση. Το πρόβλημα όλης της ανθρωπότητας είναι ότι δεν θυμάται την ιστορία της για αυτό και επαναλαμβάνεται. Το θέατρο δεν πρέπει να κάνει ούτε προπαγάνδα ούτε να κουνάει το δάχτυλο στους θεατές. Είναι σημαντικό όμως το θέατρο να υπενθυμίζει φλέγοντα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα.
Έχω ακούσει πολλές φορές ανθρώπους που ασχολούνται με το κουήρ θέατρο να δηλώνουν ότι το κουήρ κομμάτι αποτελεί την αφετηρία για να μιλήσουν για θέματα που αφορούν στους πάντες. Προβληματίζομαι, ωστόσο, αν σε μια τόσο ετεροκανονική κοινωνία όπως η δική μας, το κοινό μπορεί να το κάνει αυτό. Να ταυτιστεί δηλαδή μέσα από μια κουήρ ιστορία.
Και εγώ προβληματίζομαι μαζί σας. Δεν είμαι σίγουρος. Και εγώ είμαι ένας γκέι άνδρας, οπότε μόνο να υποθέσω μπορώ. Προφανώς και υπάρχουν άνθρωποι με παρωπίδες για τους οποίους η εικόνα δύο ανδρών να κάνουν έρωτα επί σκηνής θα τους φέρνει σε δύσκολη θέση, αδυνατώντας να κάνουν τις δικές τους προσωπικές προβολές. Ευελπιστώ ότι ένα μεγάλο κομμάτι του κοινού δεν θα μείνει μόνο σε αυτό, γιατί τελικά για κοινές ανθρώπινες εμπειρίες μιλάμε.
Πριν δυόμιση περίπου χρόνια μιλήσατε ανοιχτά για τη σεξουαλικότητά σας στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ. Υπήρχε λόγος που επιλέξατε να το κάνετε εκείνη την περίοδο;
Προφανώς, καταλαβαίνετε πως η κίνηση αυτή συναρτάται με το γεγονός ότι ανέλαβα τη θέση του Καλλιτεχνικού Διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου. Έκρινα, πως έχοντας αυτή τη θέση, το coming out μου θα είχε μεγαλύτερη αξία. Το να μιλήσω ανοιχτά για τη σεξουαλικότητά μου ως σκηνοθέτης θα είχε κάποια επίδραση, ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, όμως, ο αντίκτυπος είναι σίγουρα μεγαλύτερος. Εγώ όταν μεγάλωνα δεν είχα σχεδόν κανένα πρότυπο γκέι Έλληνα άντρα με το οποίο μπορούσα να ταυτιστώ. Μεγάλωσα με την εικόνα των γκέι έτσι όπως παρουσιαζόταν στις ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου των δεκαετιών του 50-70. Της καρικατούρας των θηλυπρεπών γκέι που γίνονταν περίγελος μιας ολόκληρης κοινωνίας. Μια ολόκληρη γενιά ομοφυλόφιλων ανδρών μεγάλωσε με αυτό το στερεότυπο, που συν τις άλλοις οδήγησε πολλούς από εμάς να αντιμετωπίζουμε ρατσιστικά τους θηλυπρεπείς γκέι, αντιμετωπίζοντας σοβαρά προβλήματα εσωτερικευμένης ομοφοβίας. Ζητήματα, που τουλάχιστον στην περίπτωσή μου, χρειάστηκε να περάσουν χρόνια για να τα συνειδητοποιήσω και να τα αποβάλω. Για όλους αυτούς, λοιπόν, τους λόγους αποφάσισα να μιλήσω. Οι αντιδράσεις των ανθρώπων και τα μηνύματα που μου έστειλαν με έκαναν να καταλάβω πως άξιζε που μίλησα. Φυσικά, δεν θεωρώ ότι έγινε κάποια επανάσταση ή ότι έγινε κάτι τρομερό. Όμως, σε κάνει να συνειδητοποιείς το πόσο θα βοηθούσε αν όλοι μας μιλούσαμε –εφόσον είμαστε ασφαλείς− ανοιχτά.
Σαφέστατα το coming out μου έχει και πολιτική διάσταση!
Θα λέγαμε, δηλαδή, ότι το να κάνετε coming οut ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού ήταν (και) μια πολιτική πράξη;
Ναι, σαφέστατα έχει και πολιτική διάσταση. Άλλωστε, όπως γνωρίζετε, παραλάβαμε το Εθνικό Θέατρο σε μια δύσκολη στιγμή του. Ήταν μια κίνηση που έγινε πολύ συνειδητά από πλευράς μου ως προς τον χρόνο, το Μέσο, τη συγκυρία της επικαιρότητας.
Άλλαξε κάτι στη ζωή σας μετά από αυτό το coming out σας;
Όχι, ιδιαίτερα. Έτσι κι αλλιώς, δεν ήμουν στη ντουλάπα στην προσωπική μου ζωή. Απλώς έκανα ένα δημόσιο coming out. Και έκανα και μια ωφέλιμη συνειδητοποίηση για τον εαυτό μου: φοβόμουν, στην πραγματικότητα, να το ξέρουν άπαντες. Γιατί, όπως σας είπα, το περιβάλλον μου το γνώριζε. Ήμουν ασφαλής. Το να το λες όμως δημόσια και να μαθαίνει μέχρι κι ο χασάπης της γειτονιάς σου ότι είσαι «πούστης» −τη λέω με υπερηφάνεια τη λέξη, την επανοικειοποιούμαι− είναι κάτι άλλο.
Θέλω να περάσουμε λίγο και στην απόφασή σας να μην ανανεωθεί η θητεία σας ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου.
Δεν θέλω να αναφερθώ στους λόγους, γιατί δεν έχω ακόμη ολοκληρώσει τη θητεία μου. Κάποια στιγμή θα μιλήσω για αυτό. Εσωτερικοί αλλά και εξωτερικοί παράγοντες με οδήγησαν στην απόφαση να μην θέλω να διεκδικήσω την ανανέωση της θητείας μου.
Επηρεασμένος λίγο κι από την απομάκρυνση του καλλιτεχνικού διευθυντή στο Φεστιβάλ Δράμας, ο οποίος έκανε λόγο για «νέα συντηρητικά μονοπάτια», θέλω να ρωτήσω αν η δική σας απόφαση σχετίζεται κάπως με ένα γενικότερο κλίμα συντηρητισμού απέναντι σε ΛΟΑΚΤΙ+ πρόσωπα και προγράμματα που προωθούν τη διαφορετικότητα.
Όχι, δεν συνδέεται με κάποιον συντηρητισμό ως προς αυτά τα θέματα. Δεν υπήρξε, δηλαδή, κάποια πίεση από την πολιτική σκηνή ή κάτι τέτοιο.
Εσείς στο κομμάτι της τέχνης διακρίνετε κάποια διάθεση συντηρητικοποίησης;
Όχι, τουλάχιστον στο κομμάτι του θεάτρου. Και το ελεύθερο θέατρο, που έχει άλλους όρους και εξαρτάται πολύ από την αγορά, φιλοξένησε φέτος αρκετές παραστάσεις με ΛΟΑΤΚΙ+ θεματική, την έμφυλη βία, παραστάσεις έντονα πολιτικοποιημένες.
Σε σχέση με τους καλλιτεχνικούς θεσμούς που σχετίζονται με την πολιτεία;
Δεν αισθάνομαι πως και εκεί υπάρχει κάποια συντηρητικοποίηση. Με ασφάλεια, μπορώ να μιλήσω μόνο για το Εθνικό, αλλά αν σκεφτώ και τους υπόλοιπους δεν θα μπορούσα να μιλήσω για συντηρητισμό του θεάτρου. Υπάρχει, ωστόσο, μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα που οδεύει προς τον συντηρητισμό και επηρεάζει και τη δική μας κοινωνία. Το βλέπουμε στην Αμερική, το βλέπουμε όμως και στην Ευρώπη με την τρομακτική άνοδο της Ακροδεξιάς. Το βλέπουμε, φυσικά, και στη χώρα μας με όλα αυτά τα Ακροδεξιά κόμματα. Δεν σας κρύβω πως είμαι τρομερά ανήσυχος για το τι μέλλει γενέσθαι.
Αν σας ζητούσα να κάνετε έναν μικρό απολογισμό της δράσης σας ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού, σε τι θα αναφερόσασταν;
Σίγουρα στο κομμάτι της συμπερίληψης αλλά και της εξωστρέφειας. Και εγώ αλλά και οι συνεργάτιδές μου προσπαθήσαμε πολύ και για τα δύο, και νομίζω ότι σε μεγάλο βαθμό τα καταφέραμε.
Είχατε δηλώσει παλαιότερα πως η επόμενη συζήτηση που θα πρέπει να κάνει το Εθνικό πρέπει να σχετίζεται με την ταυτότητα φύλου.
Θεωρώ ότι το θέμα της ταυτότητας φύλου είναι ένα μείζον ζήτημα. Άλλωστε, μια από τις πιο σημαντικές και άκρως συγκινητικές Δημόσιες Συζητήσεις που οργανώσαμε ήταν αυτή που αφορούσε στην ορατότητα και τις διεκδικήσεις της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας σήμερα, στο πλαίσιο, μάλιστα, της οποίας είχε δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στο τρανς βίωμα. Αλλά και μέσα από τις παραστάσεις μας θίξαμε συχνά το θέμα της ταυτότητας του φύλου.
Η «Κληρονομιά μας» είναι ένα κάτι για το οποίο θέλετε να σας θυμούνται;
Όπως προέκυψαν τα πράγματα είμαι πραγματικά χαρούμενος που η τελευταία μου «πράξη» ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου είναι το συγκεκριμένο έργο. Που είναι και ένα statement προφανώς. Συνειδητό κι αυτό. Αν και όταν το επέλεγα δεν το ήξερα πως είναι αποχαιρετιστήριο.
Σας ανησυχεί αν το Εθνικό Θέατρο συνεχίσει αυτό τον δρόμο της συμπερίληψης και υπό τη νέα διεύθυνση;
Όχι. Τα άτομα που έχουν καταθέσει υποψηφιότητα είναι άξιοι άνθρωποι του θεάτρου. Υπάρχει, επίσης, μια πολύ καλή επιτροπή που θα κρίνει δίκαια και αμερόληπτα. Με ικανοποιεί που η νέα διεύθυνση θα αναδειχθεί μέσα από τη διαδικασία του διαγωνισμού. Και θέλω να πιστεύω ότι όποιο άτομο επιλεγεί, θα συνεχίσει να επενδύει σε αυτή την εξωστρέφεια.
Ποιο θα είναι το επόμενο βήμα του Γιάννη Μόσχου;
Ξεκούραση προς το παρόν. Είμαι και σε μια ηλικία που δεν φέρω πια την αγωνία να κάνω συνεχώς παραστάσεις για να δίνω το παρών στον χώρο μου.
Πώς θέλετε να κλείσουμε αυτή τη συνέντευξη;
Με ένα μήνυμα κατά του φόβου. Το πιο σημαντικό είναι να σταματήσει να υπάρχει φόβος από τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα. Είναι σημαντικό να μιλάμε, να λέμε ποιοι είμαστε και να υπερασπιζόμαστε τους πιο αδύναμους που βάλλονται. Πρέπει να αποτάξουμε τον φόβο. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να φοβόμαστε εμείς, όσοι πιστεύουν ότι δικαιούνται να μας κακοποιούν θα πρέπει να φοβούνται την αντίδρασή μας. Ώρα να αλλάξει πλευρά ο φόβος.
φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή