«Εσείς γιατί είστε σαν στρέιτ ζευγάρι;»
«Αλλά δεν μπορώ να δεχτώ μια γυναίκα, ξέρω ‘γω, να λειτουργεί σαν άντρας και μόνο αποκλειστικά σαν άντρας».
Τα παραπάνω λόγια προέρχονται τόσο από την προσωπική μου ζωή όσο και από το εθνογραφικό μου πεδίο. Η ανθρωπολογική έρευνα αφορά αρχικά τις λεσβιακές αρρενωπότητες, αυτές που λέμε μπουτς και συνεκδοχικά την ερωτική έκφραση και επιθυμία που είναι ορατά έμφυλη, την μπουτς και φαμ επικοινωνία, με άλλα λόγια. Για χρόνια, λοιπόν, η ερευνητική μου δραστηριότητα αφορούσε και κομμάτια της δικής μου σεξουαλικότητας και έμφυλης έκφρασης. Ως μια femme λεσβία που επιθυμεί αρρενωπά άτομα βρέθηκα πολλές φορές αντιμέτωπη με αντιδράσεις όπως η παραπάνω. Βρέθηκα δηλαδή στη θέση να πρέπει να εξηγήσω πώς γίνεται να είμαι κουήρ ενώ φαίνομαι σαν στρέιτ.
Τα ερωτήματα και οι αντιδράσεις αυτές δεν είναι καινούριες. Για χρόνια οι φεμινίστριες έρχονται αντιμέτωπες με το ερώτημα πώς μπορούμε να πάμε πέρα από το τραύμα (που μας θέλει μιμήτριες ενός «αυθεντικού» ετερόφυλου μοντέλου) χωρίς να θυσιάσουμε την ερωτική επιθυμία και τη φαντασίωση, στο όνομα μιας πολιτικά ορθής και ισότιμης έμφυλης ρευστότητας ή/και έμφυλης ομοιότητας;
Πιο συγκεκριμένα, μέχρι και πρόσφατα τα μεγάλα σχίσματα του ευρωπαϊκού και του αμερικάνικου φεμινισμού (του ριζοσπαστικού, του σοσιαλιστικού και του ταξικού φεμινισμού) δεν μπόρεσαν ποτέ να εκφραστούν στην Ελλάδα (Βαρίκα 2005:302-303), έτσι δε γίνεται καμία αναφορά και στην αντιπαράθεση μεταξύ ριζοσπαστριών και ελευθεριακών φεμινιστριών που πήρε τη μορφή έντονης διαμάχης στις Η.Π.Α από τη δεκαετία του ‘80, γνωστή ως «πόλεμοι του σεξ[1]» (sex wars) (Γιαννακόπουλος 2006:45). Ήδη από τη δεκαετία του 1980 και έπειτα ισχυροποιούνται οι εσωτερικές συγκρούσεις που προβληματικοποιούν την οικουμενική εμπειρία καταπίεσης της μιας και μόνης γυναικείας ταυτότητας από τη συμπαγή πατριαρχική εξουσία. Από την άλλη η μετατροπή της λεσβιακής ταυτότητας σε πολιτική κρίνεται ως αφαίρεση του ερωτισμού από τη γυναικεία ομοφυλοφιλία, κάτι που δεν έβρισκε σύμφωνες όλες τις λεσβίες ακόμα και μέσα στους κόλπους του βορειοαμερικάνικου λεσβιακού φεμινιστικού κινήματος (Καντσά 2010:37).
Η Joan Nestle (1992) αναρωτιόταν την περίοδο αυτή αν οι λεσβίες που έζησαν το ‘50 και το ‘60 ως μπουτς και φαμ[2] στις Η.Π.Α. έκαναν καλά να αφήσουν τις φεμινίστριες από το ‘70 και μετά να αποσεξουαλικοποιήσουν τη λεσβιακότητα, περιγράφοντάς την ως μια πράξη πολιτική παρά ως ερωτική και σεξουαλική επιθυμία. Η Amber Hollibaugh (2000), από την πλευρά της θετικής προς το σεξ φεμινίστριας και θηλυκής λεσβίας (φαμ), όπως και η Nestle, γράφουν για το συνέδριο στο Barnard για τη Σεξουαλικότητα, στη Νέα Υόρκη το 1981, πως υπήρξε ο εικονικός καταλύτης για τη διχοτόμηση μεταξύ των διαφορετικών στοιχείων του φεμινιστικού κινήματος – των αντι-πορνικών εναντίων των αντι-απαγορευτικών ομάδων, των σεξουαλικά αντρόγυνων φεμινιστριών εναντίον αυτών που προέρχονται από την παλιά μπουτς και φαμ παράδοση. Η Hollibaugh εντέλει έφτασε στο σημείο να αναρωτηθεί αν σε αυτό το συνέδριο δημιουργήθηκε ένα πολιτικό κίνημα στο οποίο δεν μπορούσε πλέον να είναι μέρος του, αν οι επιθυμίες της δεν ταιριάζουν με το μοντέλο του σωστού φεμινιστικά σεξ (Hollibaugh 2000:94).
Στο πλαίσιο των πολέμων για το σεξ, οι ελευθέριες φεμινίστριες (libertarianfeminists) τάσσονται ενάντια στην απαγόρευση της πορνογραφίας, απαγόρευση που προτάσσουν πολιτισμικές και ριζοσπάστριες φεμινίστριες (Nestle 1992, Vance 1984) κα). Δημιουργούνται ομάδες σαδομαζοχιστριών λεσβιών που διεκδικούν μια άλλη πρόσληψη των εμπειριών τους προτάσσοντας τη δυναμική της φαντασίωσης ως συστατικό στοιχείο της σεξουαλικότητας και της σημασίας της στην αναδιοργάνωση και αποδιοργάνωση των σχέσεων εξουσίας. Η Gayle Rubin με το άρθρο της Thinking sex[3] (1984), μετατοπίζει το ενδιαφέρον της συζήτησης από το φύλο στις σεξουαλικές πρακτικές που συγκροτούν υποτελείς ταυτότητες σχηματίζοντας μια ιεραρχική, κοινωνική πυραμίδα. Στην κορυφή της βρίσκεται το ετεροφυλόφιλο μονογαμικό ζευγάρι, οι λεσβίες και οι γκέι σε μακροχρόνιες μονογαμικές σχέσεις πέφτουν λίγο παρακάτω ενώ στη βάση. Σε κατώτερο ηθικά και κοινωνικά επίπεδο, βρίσκονται όσες και όσοι πληρώνονται για να παρέχουν σεξουαλικές υπηρεσίες, σαδομαζοχίστριες και σαδομαζοχιστές, φετιχίστριες/ές, τρανς και gender curious άτομα. Πληθυσμοί που αποκλίνουν από τη βασική νόρμα του δυτικού πολιτισμού που τοποθετεί στην κορυφή το αναπαραγωγικό ή τουλάχιστον μονογαμικό ζευγάρι.
Όλα τα παραπάνω κάνουν σαφές πως οι σημασίες της έμφυλης έκφρασης και των σεξουαλικών φαντασιώσεων και πρακτικών έχουν υπάρξει πεδίο αντιπαραθέσεων εντός των φεμινιστικών κινημάτων και κάθε άλλο παρά στερούνται πολιτικής σημασίας. Οι αντιπαραθέσεις αυτές συνεχίζουν μέχρι σήμερα με σημαντική τους έκφραση τη θέση των φεμινιστριών απέναντι στη σεξεργασία.
Το φεμινιστικό ρεύμα του βορειοαμερικάνικου ριζοσπαστικού, πολιτισμικού λεσβιασμού, στην ελληνική κοινωνία εκφράστηκε μέσω του πρώτου λεσβιακού, τριμηνιαίου περιοδικού Λάβρυς[4], η οποία εξέδωσε τρία τεύχη μεταξύ των 1982 και 1983. Στο πρώτο τεύχος η ομάδα του περιοδικού στο άρθρο Τα εφτά χρόνια και τα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα αναφέρει πως
«εφτά χρόνια (φεμινιστικού κινήματος στην Ελλάδα) και οι λεσβίες- φεμινίστριες δεν ξεκόλλησαν ακόμα από τα κλισέ του κακόφημου μπαρ, τής αντρογυναίκας, της αρσενικής στάσης μέσα στη σχέση».
Η δημοσίευση δυο βιβλίων, το 1980 και 1981, είχαν ισχυρό αντίκτυπο στο λεσβιακό φεμινισμό και στην έρευνα γύρω από τη λεσβιακή ιστορία. Το βιβλίο της Andrienne Rich Καταναγκαστική ετεροφυλοφιλία και λεσβιακή ύπαρξη (1980) και της Lilian Faderman Υπερβαίνοντας την αγάπη των αντρών (1981), πριμοδότησαν τις παθιασμένες γυναικείες φιλίες κατά των συγκεκριμένα σεξουαλικών σχέσεων μεταξύ γυναικών. Η Rich έγραψε για το «λεσβιακό συνεχές» το οποίο αποτελείται από τη γυναικεία αντίσταση στην πατριαρχική καταπίεση ενώ η Faderman έριξε το βάρος της έρευνας στις αφοσιωμένες φιλίες μεταξύ γυναικών μεσοαστικών και μεγαλοαστικών κοινωνικών στρωμάτων.
Η δεκαετία του 1990 ανοίγει ξανά ζητήματα που προκάλεσαν έντονες αντιπαραθέσεις στους πολέμους για το σεξ, που ανέφερα παραπάνω. Ένα από αυτά είναι τα μπουτς και φαμ ζευγάρια. Η ερωτική επιθυμία, με άλλα λόγια, που εντός ομόφυλων σχέσεων εκφράζεται μέσω της έμφυλης διαφοράς, αρρενωπότητα- θηλυκότητα. Μέσα σ’ ένα πνεύμα κοινωνικής φιλελεθεροποίησης αλλά και των κουήρ κριτικών που αφορούν στη ρευστότητα των έμφυλων ταυτοτήτων και στην αποσύνδεσή τους από τις ανατομικές διαφορές δώθηκε ώθηση στην ενδυνάμωση των μπουτς και φαμ φωνών, από τη δεκαετία του 1990. Αναδύθηκε ταυτόχρονα η αντίληψη πως οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να φτιάξουν το έμφυλο σώμα και εαυτό τους επιλέγοντας σύμφωνα με το ατομικό, προσωπικό τους γούστο από μια γκάμα εμπορευματικών αγαθών (Γιαννακόπουλος 2006:69).
Εν κατακλείδι
Στεκόμενη κριτικά απέναντι σε αυτόν τον ατομοκεντρικό και νεοφιλελεύθερο λόγο, που αποϊστορικοποιεί την προσωπική εμπειρία (Brown 1995, 2006) η Cvetkovich θα αναγνώσει τις μπουτς και φαμ ταυτότητες ως εξαιρετικά σημαντικές καθώς κάνουν ορατές τις σεξουαλικές κουλτούρες πριν το Stonewall και οι αφηγήσεις τους για τη συγκρότηση της σεξουαλικής οικειότητας και των σεξουαλικών πρακτικών τους δείχνουν πως το σώμα αποτελεί τον τόπο όπου το τραύμα βιώνεται όσο και θεραπεύεται. Για την Cvetkovich (2003), όπως και άλλες θεωρητικούς, οι ταυτότητες αυτές εκφράζουν τους τρόπους που η συναισθηματικότητα συνομιλεί με την εμπειρία της τάξης, της φυλής, του φύλου και της σεξουαλικότητας. Ισχυρίζεται, επίσης, πως η μπουτς και φαμ σεξουαλικότητα, των δεκαετιών πριν τα φεμινιστικά κινήματα της δεκαετίας του 1970 στις Η.Π.Α., αποτελεί έναν δημιουργικό τρόπο απόκρισης και διαπραγμάτευσης του τραύματος, αποπαθολογικοποιώντας τη σχέση μεταξύ τραύματος και σεξουαλικότητας (Cvetkovich, 2003:52). Οι μπουτς και οι φαμ, χρησιμοποιούν το σώμα ως τόπο διαπραγμάτευσης των κοινωνικών σχέσεων, βρίσκοντας για παράδειγμα, μέσα στη σεξουαλική οικειότητα του ζευγαριού πρακτικές που αντιμετωπίζουν και διαπραγματεύονται τις εμπειρίες της ομοφοβίας, της ντροπής και της απόρριψης (Cvetkovich, 2003:56).
Η έκφραση της αρρενωπότητας και της θηλυκότητας σε ένα butch και femme ζευγάρι αποτελεί λοιπόν έναν τρόπο συσχέτισης, ένα παράδειγμα διαφορετικών σωματικών στυλ, διαφορετικών μεθόδων κατοίκησης του σώματος και συναισθηματικών τάσεων. ‘Οπως μας είπε, σοφά, η Joan Nestle «a way of loving is not a formula for a perfect life» και η ιστορία έχει δείξει πως σχέσεις εξουσίας, ακόμα και κακοποιητικές συμπεριφορές έχουν προκύψει και προκύπτουν στις κοινότητες μας ανάμεσα σε όμοια και ανόμοια έμφυλα άτομα.
Κλείνοντας θα επανέλθω στο αρχικό ερώτημα, πώς μπορούμε να πάμε πέρα από το τραύμα (που μας θέλει μιμήτριες ενός «αυθεντικού» ετερόφυλου μοντέλου) χωρίς να θυσιάσουμε την ερωτική επιθυμία και τη φαντασίωση, στο όνομα μιας πολιτικά ορθής και ισότιμης έμφυλης ρευστότητας ή/και έμφυλης ομοιότητας, για να δώσω μια υποψία απάντησης μέσα από τα λόγια της φαμ Ζακλίν στη νεαρή Τζες, του Stonebutchblues:
«Ξέρεις, μπορείς να κάνεις μια γυναίκα πραγματικά να νιώσει όμορφα με αυτό το πράγμα (σς το ντίλντο). Ίσως πιο όμορφα από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στη ζωή της. Ή μπορεί πραγματικά να την πληγώσεις και να της θυμίσεις όλους τους τρόπους με τους οποίους έχει πληγωθεί στη ζωή της. Πρέπει να το θυμάσαι αυτό κάθε φορά που το φοράς. Τότε θα είσαι ένας καλός εραστής» (2003:31, μετάφραση δική μου).
Γράφει η Άννη Σιμάτη
Αναφορές
Βαρίκα Ελένη, 2005. Με Διαφορετικό Πρόσωπο: Φύλο, Διαφορά και Οικουμενικότητα. Αθήνα:Κατάρτι.
Γιαννακόπουλος Κώστας (επιμ.), 2006. Σεξουαλικότητα: Θεωρίες και Πολιτικές της Ανθρωπολογίας. Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
Cvetkovich, Ann. 2003, An Archive of Feelings: Trauma, Sexuality and Lesbian Public. Durham and London: Duke University Press Books.
Feinberg Leslie, 2003[1993]. Stone Butch Blues. Alyson Books.
Hollibaugh L, Amber, 2000. My Dangerous Desires: A Queer Girl Dreaming Her Way Home. Durham and London: Duke University Press Books
Καντσά Βενετία. 2010. Λάβρυς, Μαντάμ Γκου, Νταλίκα: 3 Ονόματα για 3 Δεκαετίες. Παρουσίαση εντύπων Λεσβιακής Ομάδα Αθήνας. Θεσσαλονίκη.
Kennedy, Elizabeth Lapovsky, Davis, Madeline D. 2014[1993], Boots of Leather, Slippers of Gold: The History of a Lesbian Community, Penguin Books
Λάβρυς. Λεσβιακός Λόγος, 1982-1983. Αθήνα
Μαντάμ Γκου, 1995-1997. Αθήνα
Μιγάδα, 2017, τεύχος 18. Αθήνα
Νταλίκα, 2009-2016. Λεσβιακή Ομάδα Αθήνας, Αθήνα
Nestle Joan (ed.), 1992. The persistent desire. A femme-butch reader. Alyson Publications.
Raymont Janice. 1994. The Transsexual Empire. The Making of the She-male. Teachers College Press.
Rubin Gayle, 2006. Σκέψεις για τη σεξουαλικότητα: Σημειώσεις για μια ριζοσπαστική θεωρία των πολιτικών της σεξουαλικότητας, στο Γιαννακόπουλος Κώστας (επιμ.) Σεξουαλικότητα: Θεωρίες και Πολιτικές της Ανθρωπολογίας. Αθήνα:Αλεξάνδρεια. σσ. 401- 482
Vance, S. Carole. 1984. Pleasure and Danger: Exploring Female Sexuality. Pandora Press.
Χαντζαρούλα Ποθητή, 2011. Ιστοριογραφικές προσεγγίσεις του φύλου, στο Καντσά Β., Μουτάφη Β., Παπαταξιάρχης Ε. (επιμ), Μελέτες για το Φύλο στην Ανθρωπολογία και την Ιστορία. Αθηνα: Αλεξάνδρεια. σσ. 129-226.
[1] Στην Ελλάδα η πρώτη αναφορά που εντόπισα για τους πολέμους για το σεξ γίνεται στο έντυπο Μιγάδα, της ομώνυμης αυτόνομης γυναικείας και φεμινιστικής ομάδας στο τεύχος 18 του 2017.
[2] Οι όροι μπους και φαμ (butch και femme) αντλούν την καταγωγή τους από τις προλεταριακές κοινότητες, λευκές και έγχρωμες, των μπαρ των ΗΠΑ, που φαίνεται να άνθισαν τις δεκαετίες του 1940 και 1950 γύρω από τα μπαρ και τα σπιτικά πάρτι […] Πριν το 1970, η παρουσία τους ήταν αναμφισβήτητη σε όλες τις εργατικής τάξης κοινότητες. H μπουτς επιτελούσε την ανδρική εικόνα της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου –τουλάχιστον αναφορικά με το ντύσιμο και τους τρόπους– και οι φαμ το θηλυκό πρότυπο. (Kennedy, Davis 2014:5)
[3] Rubin, Gayle. 2006. Σκέψεις για τη σεξουαλικότητα: Σημειώσεις για μια ριζοσπαστική θεωρία των πολιτικών της σεξουαλικότητας, στο Γιαννακόπουλος Κώστας (επιμ), Σεξουαλικότητα. Θεωρίες και πολιτικές της ανθρωπολογίας. Αλεξάνδρεια, σσ 401-482.
[4] Στην Ελλάδα έχουν κυκλοφορήσει άλλα δύο λεσβιακά φεμινιστικά περιοδικά, η Μαντάμ Γκου τη δεκαετία του 1990 και η Νταλίκα τη δεκαετία του 2010. Για περισσότερες πληροφορίες βλ. Σιμάτη Άννη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, 2020, αδημ. Διατριβή και Καντσά Βενετία, Λάβρυς, Μαντάμ Γκου, Νταλίκα: 3 ονόματα για 3 δεκαετίες, 2010 (loa.gr)