Μια νέα έκθεση διαπίστωσε ότι έρευνες για τη σεξουαλικότητα έχουν επανειλημμένα αποτύχει να προσφέρουν μια λεπτομερή κατανόηση και αναπαράσταση των non-binary εμπειριών.
Η έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Archives of Sexual Behavior, επικεντρώθηκε σε 12 χρόνια σεξουαλικότητας, σεξουαλικής υγείας και ικανοποίησης από τις σχέσεις μεταξύ non-binary ατόμων.
Παρόλο που οι μελέτες για τα non-binary άτομα αυξάνονταν, υπήρχε ανάγκη να «καλυφθούν ουσιαστικά τα τρέχοντα κενά στη γνώση», ανέφεραν οι συγγραφείς. Απαιτούνται περαιτέρω έρευνες για να «ωφεληθεί άμεσα η σεξουαλική υγεία των περιθωριοποιημένων φυλοδιαφορετικών πληθυσμών».
Η έρευνα με τίτλο «Non-Binary People’s Sexuality, Sexual Health and Relationship Satisfaction: A Review of 12 Years of Quantitative Research (2012–2024)» γράφτηκε από τ@ Fraedan Mastrantonio, Hanna Kovshoff και Heather Armstrong, της Σχολής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου του Σαουθάμπτον.
Η εργασία ανέλυσε 44 ποσοτικές μελέτες που περιλάμβαναν non-binary συμμετέχοντα, και οι ερευνητές εξέτασαν περισσότερες από 26.000 εκθέσεις σε μεγάλες επιστημονικές βάσεις δεδομένων πριν διαπιστώσουν ότι «η βιβλιογραφία με συγκεκριμένη εστίαση στα non-binary άτομα εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά ανεπαρκής».
Τα non-binary άτομα «συχνά [διαπιστώθηκε ότι] αναφέρουν μη μονοσεξουαλικές (monosexual) ταυτότητες», όπως queer και pansexual. Η έρευνα έδειξε ότι ενδέχεται να έχουν πιο ποικιλόμορφες σεξουαλικές ταυτότητες, σε αντίθεση με τις στρέιτ και γκέι ομάδες, με συμμετοχή σε οικειότητα και σεξουαλική έκφραση που αμφισβητούν τις κοινωνικές νόρμες.
Αναφέρανε «παρόμοια επίπεδα σεξουαλικής ικανοποίησης και ικανοποίησης από τις σχέσεις [με] τα δυαδικά τρανς άτομα», ωστόσο η μελέτη σημείωσε ότι η γλώσσα και τα εργαλεία της έρευνας δεν διέθεταν την ποικιλομορφία και τη συμπερίληψη που απαιτούνται για να αντιπροσωπεύσουν επαρκώς τα non-binary άτομα.
«Για παράδειγμα, τα άτομα που ανήκουν σε έμφυλες μειονότητες συχνά ομαδοποιούνταν για ανάλυση, κρύβοντας πιθανές διαφορές εντός της ομάδας», ισχυρίζεται η μελέτη και ζητά «μελλοντικές έρευνες [να] χρησιμοποιούν γλώσσα και μέτρα ουδέτερα ως προς το φύλο και να εξετάζουν τα non-binary άτομα ξεχωριστά», ώστε να καταστεί δυνατή η καλύτερη κατανόηση των εμπειριών τους, συμπεριλαμβανομένων «συγκεκριμένων αναγκών και αποτελεσμάτων σε θέματα σεξουαλικής υγείας, ευημερίας και σχέσεων».
Διαπιστώθηκε επίσης μια αξιοσημείωτη ανισότητα στην πρόσβαση σε πόρους σεξουαλικής υγείας, και οι ερευνητές ζήτησαν να καλυφθεί αυτή η ανισότητα με «ουσιαστικό τρόπο».
Η μελέτη συνέχισε επιμένοντας: «Οι ερευνητές πρέπει να εστιάσουν σαφέστερα στα άτομα που αμφισβητούν και/ή διαταράσσουν τον δυαδικό χαρακτήρα του φύλου, επικυρώνοντας εργαλεία για τα non-binary άτομα, χρησιμοποιώντας συμπεριληπτική γλώσσα και ενισχύοντας τις πρακτικές διαβούλευσης με την κοινότητα.
«Η ενίσχυση των non-binary φωνών στον ακαδημαϊκό χώρο έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει αξιόπιστη και σημαντική έρευνα που παρέχει μια πιο λεπτή κατανόηση της σεξουαλικότητας των non-binary ατόμων. Αυτό θα ωφελήσει άμεσα τη σεξουαλική υγεία των φυλοδιαφορετικών πληθυσμών που έχουν περιθωριοποιηθεί στο παρελθόν τόσο εντός όσο και εκτός της ερευνητικής βιβλιογραφίας που εστιάζει στη σεξουαλική εμπειρία».
Ολόκληρη η έκθεση εδώ.