Σε κείμενο που εξέδωσε πριν από λίγες ημέρες η Επίτροπος του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, Dunja Mijatovic, εκφράζει έντονα τις ανησυχίες της για τα ανθρώπινα δικαιώματα των προσώπων που εργάζονται στο σεξ στην Ευρώπη, τονίζοντας πως, ακόμη και σε χώρες που η εργασία στο σεξ δεν ποινικοποιείται, όπως στην Ελλάδα, το νομικό πλαίσιο είναι τόσο περιοριστικό, έτσι ώστε το μεγαλύτερο μέρος των προσώπων που εργάζονται στο σεξ ή που θέλουν να εργαστούν σε αυτό, εργάζονται εκτός του νομικού πλαισίου. Αυτό σημαίνει αυτόματα ότι στα πρόσωπα αυτά δεν αναγνωρίζεται η εργασία τους ως εργασία, ενώ ταυτόχρονα κινδυνεύουν με κυρώσεις ή πρόστιμα, παρόμοια με χώρες όπου η εργασία στο σεξ ποινικοποιείται[1].
Μετάφραση/Επιμέλεια/Σχολιασμός: Άννα Απέργη Κωνσταντινίδη
Σύμφωνα με το κείμενο της Επιτρόπου:
Η βιωμένη πραγματικότητα των προσώπων που εργάζονται στο σεξ σε όλη την Ευρώπη, εγείρει σοβαρές ανησυχίες για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Είναι ζωτικής σημασίας να προσεγγίσουμε αυτό το σημαντικό και περίπλοκο ζήτημα με πλήρη κατανόηση των συνεπειών στα ανθρώπινα δικαιώματα από την εμπειρία υψηλών επιπέδων βίας και την ανεπαρκή προστασία από την επιβολή του νόμου και το δικαστικό σύστημα. Ο στιγματισμός και οι πολλαπλές διακρίσεις που βιώνουν τα πρόσωπα που εργάζονται στο σεξ, τα οδηγούν πολλές φορές στην απομόνωση, στο να έχουν περιορισμένη πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένης της στέγασης και της υγειονομικής περίθαλψης. Όλοι αυτοί οι παράγοντες ανοίγουν το δρόμο για μια επίμονη κουλτούρα ατιμωρησίας για εγκλήματα που διαπράττονται κατά των εργαζομένων του σεξ, η οποία με τη σειρά της οδηγεί σε ακόμη μεγαλύτερη βία.
Μετά από διαβουλεύσεις με άτομα που εργάζονται στο σεξ από όλη την Ευρώπη και οργανώσεις, σχετικούς διεθνείς οργανισμούς και εμπειρογνώμονες, ζητώ μια προσέγγιση της σεξουαλικής εργασίας[2] που να βασίζεται σταθερά στα ανθρώπινα δικαιώματα και να εστιάζει στην αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων του σεξ, δίνοντας προτεραιότητα την ασφάλειά τους, την εξουσία και τη σωματική τους αυτονομία έναντι των στερεοτύπων και των παρανοήσεων. Τα άτομα που εργάζονται στο σεξ, όπως όλα τα άτομα, δικαιούνται προστασία από τις διακρίσεις λόγω του επαγγέλματός τους. Θα πρέπει να έχουν ίση πρόσβαση σε βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, σε υπηρεσίες και νομική προστασία, ανεξάρτητα από το επάγγελμά τους.
Τα εργαζόμενα πρόσωπα στο σεξ, είναι εκτεθειμένα στη βία, ενώ έχουν ανεπαρκή προστασία από τις αρχές επιβολής του νόμου και το δικαστικό σύστημα
Σε όλη την Ευρώπη, τα πρόσωπα που εργάζονται στο σεξ αντιμετωπίζουν πολύ συχνά υψηλά επίπεδα βίας και κακοποίησης. Αυτό οφείλεται κυρίως στην περιθωριοποίησή τους και στις επισφαλείς συνθήκες εργασίας, καθώς και στις επιβλαβείς συμπεριφορές που επιμένουν να υπάρχουν μέσα στις κοινωνίες. Η βία κατά των προσώπων αυτών, μπορεί να έχει διάφορες μορφές, που κυμαίνονται από λεκτική κακοποίηση και απειλές, καταδίωξη και παρενόχληση, συμπεριλαμβανομένης της διαδικτυακής παρενόχλησης, έως ληστείες, σωματικές επιθέσεις, βιασμούς και σεξουαλική βία, εγκλήματα μίσους, ακόμη και δολοφονίες. Για τους ίδιους λόγους, τα άτομα που εργάζονται στο σεξ – και ιδιαίτερα τα πρόσωπα με υλική έκφραση φύλου-, διατρέχουν επίσης υψηλό κίνδυνο να πέσουν θύματα άλλων σοβαρών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως η εμπορία ανθρώπων και η εκμετάλλευση.
Σε πολλά κράτη μέλη, υπάρχει έλλειψη επίσημων καταγραφών των περιστατικών που θα επέτρεπαν τον εντοπισμό και την αρίθμηση των βίαιων εγκλημάτων που διαπράχθηκαν κατά των προσώπων αυτών. Τα διαθέσιμα δεδομένα βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε πληροφορίες που κοινοποιούνται από οργανώσεις στις οποίες τα άτομα που εργάζονται στο σεξ αναφέρουν/καταγγέλλουν εμπιστευτικά αυτά τα περιστατικά για να προειδοποιήσουν και άλλα άτομα. Σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, το εύρος των δραστών ποικίλλει. Σε πολλές χώρες, τα πρόσωπα που εργάζονται στο σεξ αναφέρουν ότι η αστυνομία και οι αρχές επιβολής του νόμου ενδέχεται να εμπλέκονται ή να διαιωνίζουν τη βία εναντίον τους. Οι περιπτώσεις αστυνομικής παρενόχλησης και σκληρής αστυνόμευσης κατά των εργαζομένων του σεξ είναι τόσο συχνές που τα άτομα αυτά τείνουν να βλέπουν την αστυνομία ως απειλή και όχι ως θεματοφύλακα της ασφάλειάς τους, ενώ τα περισσότερα έχουν ελάχιστη εμπιστοσύνη στην ικανότητα ή την προθυμία της αστυνομίας να τα προστατεύσει. Τα άτομα που εργάζονται στο σεξ, συχνά δεν αναφέρουν τα περιστατικά βίας και άλλες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους ή περιστατικά που ήταν μάρτυρες, λόγω φόβου του στιγματισμού, της δίωξης, των κυρώσεων ή της απέλασης, ακόμη και σε χώρες όπου οι υπηρεσίες του σεξ δεν θεωρούνται παράνομες. Ως εκ τούτου, οι αρχές θα πρέπει να δώσουν προτεραιότητα στην προστασία των εργαζομένων του σεξ διασφαλίζοντας ότι μπορούν να αναφέρουν εγκλήματα χωρίς φόβο νομικών επιπτώσεων και ότι όσοι διαπράττουν βία εναντίον τους θα λογοδοτούν.
Όπως σημειώνεται από την Ομάδα Εμπειρογνωμόνων του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Καταπολέμηση της Βίας εναντίον των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας (GREVIO), το εποπτικό όργανο της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, επιβλαβείς στερεοτυπικές συμπεριφορές υπάρχουν επίσης στις εισαγγελικές υπηρεσίες και στο δικαστικό σώμα, γεγονός που μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τις αποφάσεις που λαμβάνονται στο δικαστικό σύστημα σε ότι αφορά ιδιαίτερα τις θηλυκότητες εργαζόμενες του σεξ.
Στιγματισμός και πολλαπλές και διασταυρούμενες μορφές διακρίσεων
Τα άτομα που εργάζονται στο σεξ, υποφέρουν από το επίμονο στίγμα της σεξουαλικής εργασίας ως «επαίσχυντης» και «άτιμης». Επακόλουθο αυτού, να υπάρχει ένα υψηλό επίπεδο κοινωνικής αποδεκτής ασέβειας, εκφοβισμού και διακρίσεων με βάση την αντιληπτή αποτυχία τους να «συμμορφωθούν» με κοινωνικούς κανόνες που βασίζονται στο φύλο και κανόνες σεξουαλικής συμπεριφοράς, πράγμα που εμποδίζει τις προσπάθειές των προσώπων αυτών να ζήσουν ελεύθερα τις ζωές τους, αυτοδιαθέτοντας με οποιονδήποτε τρόπο επιθυμούν το σώμα τους. Ο στιγματισμός οδηγεί συχνά στο να κρύβουν το ότι εργάζονται στο σεξ και να ζουν υπό τον διαρκή φόβο ότι θα εκτεθούν σε δημόσιο ντροπιασμό τόσο για τους εαυτούς τους, όσο και για τις οικογένειές τους. Τα εμποδίζει επίσης να λαμβάνουν επαρκείς υπηρεσίες υγείας, ενώ αυτό μπορεί να επηρεάσει την πρόσβασή τους στη στέγαση, την εκπαίδευση ή τη φροντίδα των παιδιών.
Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι η κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των εργαζομένων του σεξ που ανήκουν σε ομάδες που αντιμετωπίζουν πολλαπλές και διασταυρούμενες μορφές διακρίσεων, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων με μεταναστευτικό/προσφυγικό προφίλ, των ατόμων που αντιμετωπίζουν φυλετικές διακρίσεις, των διεμφυλικών/τρανς ατόμων, των ατόμων με αναπηρίες ή μακροχρόνιες ασθένειες. Ο τρόπος με τον οποίο γίνονται αντιληπτές οι ταυτότητες ή η κατάστασή τους, τα τοποθετεί σε μια κατάσταση ακόμη πιο οξείας απομόνωσης ή και ανικανότητας. Τα άτομα που ανήκουν σε αυτές τις ομάδες είναι συχνά ήδη περιθωριοποιημένα στην κοινωνία και έχουν δυσκολίες πρόσβασης στον ευρύτερο εργασιακό τομέα.
Ποινικοποίηση της εργασίας στο σεξ
Σε πολλές χώρες, η εργασία στο σεξ ή η ανάμειξη τρίτων, π.χ. οι λεγόμενες «υπηρεσίες προμηθειών», όπως η «διατήρηση χώρων εργασίας/στούντιο», η ενοικίαση διαμερισμάτων σε εργαζόμενα στο σεξ άτομα και η διαφήμιση της εργασίας τους, ποινικοποιούνται. Τα διαθέσιμα στοιχεία που υποβλήθηκαν από διεθνείς οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αρμόδια όργανα του ΟΗΕ και μαρτυρίες των ίδιων των προσώπων που εργάζονται στο σεξ δείχνουν, ωστόσο, ότι η προστασία τους και η προάσπιση και προστασία των δικαιωμάτων τους, δεν μπορεί να εξασφαλιστεί μέσω της ποινικοποίησης της σεξουαλικής εργασίας.
Το 2016, η Ομάδα Εργασίας των Ηνωμένων Εθνών για το θέμα των διακρίσεων κατά των γυναικών στη νομοθεσία και στην πράξη (UN Working Group)[3], σημείωσε ότι η ποινικοποίηση των γυναικών που εργάζονται στο σεξ, «τις θέτει σε κατάσταση αδικίας, ευπάθειας και στιγματισμού και είναι αντίθετα με το διεθνές δίκαιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα». Υπογραμμίζοντας, ότι η επιβολή ποινικών διατάξεων για τη ρύθμιση του ελέγχου των γυναικών στο σώμα τους, όπως αυτές που διέπουν τη σεξουαλική εργασία, είναι μια αυστηρή και αδικαιολόγητη μορφή κρατικού ελέγχου και προσβάλλει την αξιοπρέπεια και τη σωματική τους ακεραιότητα, περιορίζοντας την αυτονομία τους να λαμβάνουν αποφάσεις για τις δικές τους ζωές και υγεία.
Σύμφωνα με τις οργανώσεις εργαζομένων του σεξ και τους υπερασπιστές των δικαιωμάτων, η ποινικοποίηση τρίτων – ακόμη και αν δεν ποινικοποιηθεί η ίδια η σεξουαλική εργασία επηρεάζει αυτόματα και άμεσα τα ίδια τα πρόσωπα που εργάζονται στο σεξ, καθώς ο χώρος εργασίας τους ποινικοποιείται γενικότερα, με αυξημένο στιγματισμό της εργασίας τους και μεγαλύτερους κινδύνους της βίας . Ως προς αυτό, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ), σε Απόφασή του για το παραδεκτό στην υπόθεση MA και άλλοι κατά Γαλλίας, διαπίστωσε ότι οι προσφεύγοντες, (261 άτομα διαφόρων εθνικοτήτων που επιδίδονταν νόμιμα σε σεξουαλική εργασία στη Γαλλία), είχαν το δικαίωμα να διεκδικήσουν το καθεστώς του θύματος βάσει της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Στην προκειμένη περίπτωση, οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι ο γαλλικός νόμος του 2016, ο οποίος ποινικοποιεί την αγορά σεξουαλικών σχέσεων μεταξύ συναινετικών ενηλίκων, τους ωθεί να εργάζονται με μυστικό τρόπο και απομονωμένα, εκθέτοντάς τους σε μεγαλύτερους κινδύνους για τη σωματική ακεραιότητα και τη ζωή τους. Ισχυρίζονται επίσης, ότι αυτό επηρεάζει την ελευθερία τους να ορίζουν το πώς ζουν την ιδιωτική τους ζωή, κατά παράβαση των Άρθρων 2 (δικαίωμα στη ζωή), 3 (απαγόρευση βασανιστηρίων) και 8 (δικαίωμα στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή) της Σύμβασης. Εκκρεμεί η απόφαση του Δικαστηρίου για το εάν συνέβησαν τέτοιες παραβιάσεις.[4]
Τα αποτελέσματα έρευνας 185 ατόμων που ασχολήθηκαν με τη σεξουαλική εργασία στην Αγγλία το 2019 και το 2020, δείχνουν ότι η ποινικοποίηση από τρίτους έχει επίσης αντίκτυπο και σε άτομα από το οικογενειακό ή το φιλικό τους περιβάλλον, ή ακόμη και σε συναδέλφους τους που επιθυμούν να παρέχουν βοήθεια στα πρόσωπα που εργάζονται στο σεξ. Από την άποψη αυτή, οι Front Line Defenders (Οργάνωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων)[5] διαπίστωσαν ότι τέτοιοι νόμοι θέτουν περαιτέρω σε κίνδυνο και υπονομεύουν το έργο των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εκτελούν έργο κατά της εμπορίας ανθρώπων), καθώς καθιστούν επικίνδυνο ή παράνομο για τους ακτιβιστές να οργανώνουν ενημέρωση για την υγεία και τα ανθρώπινα δικαιώματα σε χώρους που εργάζονται τα πρόσωπα αυτά ή να επικοινωνήσουν με τα θύματα από φόβο μήπως συλληφθούν και κατηγορηθούν για εγκληματική δραστηριότητα.
Το 2023, η Ομάδα Εργασίας του ΟΗΕ διαπίστωσε ότι «υπάρχουν πλέον επαρκή στοιχεία για τις βλάβες οποιασδήποτε μορφής ποινικοποίησης της σεξουαλικής εργασίας, συμπεριλαμβανομένης της ποινικοποίησης πελατών και δραστηριοτήτων που σχετίζονται με «τρίτους».
Η σεξουαλική εργασία σε σχέση με τη σεξουαλική εκμετάλλευση και την εμπορία ανθρώπων
Όπως επισημάνθηκε πρόσφατα από την Ομάδα Εργασίας των Ηνωμένων Εθνών , οι άκρως πολικές απόψεις σχετικά με τη σχέση μεταξύ της σεξουαλικής εργασίας, της εμπορίας ανθρώπων και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης, του φεμινισμού και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν περιορίσει οποιαδήποτε πραγματική πρόοδο ως προς την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των εργαζομένων του σεξ.[6]
Το επιχείρημα, που συχνά προβάλλεται υπέρ της ποινικοποίησης και της καταστολής της σεξουαλικής εργασίας, ή ορισμένων πτυχών της, που εξισώνει τη σεξουαλική εργασία που περιλαμβάνει τη συναίνεση ενηλίκων με τη βία κατά των γυναικών, αγνοεί τη διαφορά που υπάρχει μεταξύ της εργασίας στο σεξ και της βίαιης, εξαναγκαστικής σεξουαλικής εργασίας και εκμετάλλευσης. Επίσης, αγνοεί το γεγονός ότι η βία με βάση το φύλο έχει ήδη ποινικοποιηθεί και ότι τα κράτη μέλη έχουν την υποχρέωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων να αποτρέψουν και να καταπολεμήσουν αυτή τη μορφή βίας, είτε τα θύματα ασχολούνται με σεξουαλική εργασία είτε όχι. Επιπλέον, παραβλέπει την ποικιλομορφία των ανθρώπων που ασχολούνται με τη σεξουαλική εργασία και τις βιωμένες πραγματικότητες και περιβάλλοντά τους, χωρίς να σέβεται την αυτονομία και την εξουσία τους να κάνουν επιλογές για το σώμα και τη ζωή τους.
Η GREVIO σημείωσε ότι η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης δεν ορίζει τη σεξουαλική εργασία από μόνη της ως μια μορφή βίας κατά των γυναικών. Αντίθετα, εστιάζει στην υποστήριξη και την προστασία των γυναικών που ασχολούνται με τη σεξουαλική εργασία για οποιεσδήποτε περιπτώσεις βίας με βάση το φύλο που μπορεί να βιώσουν. Στο πλαίσιο αυτό, η GREVIO κάλεσε τα κράτη να λάβουν υπόψη στις πολιτικές και τα μέτρα τους για την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών, τον ειδικό κίνδυνο πολλαπλών και διασταυρωμένων διακρίσεων στις οποίες εκτίθενται οι γυναίκες εργαζόμενες στο σεξ, καθώς και τις προκλήσεις τους όσον αφορά την πρόσβαση σε γενική και εξειδικευμένη υποστήριξη σε υπηρεσίες. Στην ίδια γραμμή, η Διεθνής Αμνηστία[7] και το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων[8] τόνισαν ότι η ανάμειξη της εμπορίας ανθρώπων με τη σεξουαλική εργασία μπορεί να οδηγήσει σε υπερβολικές πρωτοβουλίες που μπορούν να καταστήσουν τα πρόσωπα που εργάζονται στο σεξ και τους ανθρώπους που έχουν πέσει θύματα εμπορίας, ακόμη πιο ευάλωτα στη βία και τη βλάβη. Επιπλέον, υπάρχει έλλειψη στοιχείων που να υποδηλώνουν ότι τέτοιες προσεγγίσεις είναι επιτυχείς στην αντιμετώπιση της εμπορίας ανθρώπων όσον αφορά την πρόληψη, τον εντοπισμό και την προστασία αλλά και υποστήριξη των θυμάτων, καθώς και της δίωξης των δραστών.
Όσον αφορά την ποινικοποίηση από τρίτους, οι υποστηρικτές υποστηρίζουν ότι μια τέτοια νομοθεσία μειώνει τη ζήτηση, συμβάλλει στη μείωση του όγκου της σεξουαλικής εργασίας συνολικά, ενώ συμβάλλει στην καταπολέμηση της βίας λόγω φύλου και της εμπορίας ανθρώπων με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση. Ωστόσο, υπάρχουν συνεπείς αναφορές που δείχνουν ότι, σε ορισμένες πολιτείες, όχι μόνο δεν μειώθηκαν οι εμπορικές σεξουαλικές υπηρεσίες, αλλά πιθανώς και αυξήθηκαν μετά την ποινικοποίηση. Επιπλέον, αρκετές οργανώσεις κατά της εμπορίας ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένης της Παγκόσμιας Συμμαχίας κατά της Εμπορίας Γυναικών και της La Strada International, θεωρούν ότι η ποινικοποίηση της εργασίας στο σεξ, δεν έχει αποδεδειγμένη επίδραση στην πρόληψη και την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και μπορεί ακόμη και να υπονομεύσει την αναγνώριση των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων.
Αυτές οι διχαστικές συζητήσεις και παρανοήσεις πηγάζουν επίσης από την έλλειψη διαβούλευσης με τα κύρια ενδιαφερόμενα μέρη. Σύμφωνα με την Επίτροπο, τόσο τα άτομα που εργάζονται στο σεξ, όσο και οι εκπρόσωποι τους με τους οποίους μίλησε, της εξήγησαν ότι είτε δεν ζητείται καθόλου η γνώμη τους πριν ληφθούν αποφάσεις σχετικά με την εργασία και τη ζωή τους, είτε, ακόμη και όταν τους ζητείται η γνώμη, οι απόψεις τους δεν λαμβάνονται σοβαρά υπόψη.
Πολλαπλά εμπόδια στην πρόσβαση και στα δικαιώματα
Μια προσέγγιση βασισμένη στα ανθρώπινα δικαιώματα στη σεξουαλική εργασία σημαίνει επίσης ότι η πρόσβαση στα δικαιώματα των ατόμων που εργάζονται στο σεξ, θα πρέπει να διευκολυνθεί προληπτικά, είτε πρόκειται για πρόσβαση σε προστατευόμενους χώρους για θύματα βίας ή εμπορίας σύμφωνα με τα σχετικά πρότυπα του Συμβουλίου της Ευρώπης, είτε πρόσβαση στα κοινωνικά δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένων της υγείας, της στέγασης, της εκπαίδευσης και των εργασιακών δικαιωμάτων.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί σε πολλά κείμενα και αναφορές της Επιτρόπου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με το δικαίωμα στην υγεία[9], τη σεξουαλική και αναπαραγωγική υγεία και τα δικαιώματα των γυναικών στην Ευρώπη[10], τα πρόσωπα που εργάζονται στο σεξ αντιμετωπίζουν σημαντικά εμπόδια για τη διασφάλιση του δικαιώματός τους στην υγεία, παρά τις αυξημένες ανάγκες υγειονομικής περίθαλψης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα σημαντικά μειωμένα αποτελέσματα για την υγεία. Επίσης ανησυχία αποτελεί, ότι τα εργαζόμενα στο σεξ άτομα σε όλη την Ευρώπη, αντιμετωπίζουν επίσης μια σειρά από πρακτικές καταναγκασμού και παραβιάσεις του απορρήτου που υπονομεύουν τη σεξουαλική και αναπαραγωγική υγεία και τα δικαιώματά τους, με πολλά κράτη μέλη να μην λαμβάνουν ακόμη αποτελεσματικά μέτρα για να εξασφαλίσουν την ισότιμη και απρόσκοπτη πρόσβασή σε αυτά τους τα δικαιώματα.
Ακόμη και όπου η σεξουαλική εργασία δεν ποινικοποιείται, η ρύθμιση της εργασίας στο σεξ σε ορισμένες χώρες μπορεί να είναι τόσο περιοριστική, ώστε να βλάπτει την πρόσβαση των εργαζομένων του σεξ στα δικαιώματα, με αποτέλεσμα το μεγαλύτερο μέρος της σεξουαλικής εργασίας να γίνεται εκτός του νομικού πλαισίου. Αυτό σημαίνει ότι τα άτομα που εργάζονται στο σεξ κινδυνεύουν με κυρώσεις ή πρόστιμα, παρόμοια με χώρες όπου η σεξουαλική εργασία ποινικοποιείται. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, ειδικές απαιτήσεις όπως το να είναι το άτομο «άγαμο, διαζευγμένο ή σε χηρεία» και η τήρηση τακτικών υποχρεωτικών ιατρικών εξετάσεων για να εργαστεί στους ελάχιστους αδειοδοτημένους εργασιακούς χώρους, φέρεται να έχουν ως αποτέλεσμα οι περισσότερες σεξουαλικές εργασίες να γίνονται «παράνομα».
Πράγματι, αυτό που τονίζει η Επίτροπος αποτελεί μία πραγματικότητα. Το υπάρχον νομικό πλαίσιο για την εργασία στο σεξ στη χώρα μας (Ν. 2734/1999), είναι όχι μόνο προβληματικό, αλλά και πάρα πολύ περιοριστικό που στη πραγματικότητα λειτουργεί με έναν επιπλέον στιγματιστικό και τιμωρητικό τρόπο, που προάγει τις διακρίσεις και τη βία εναντίον των προσώπων που εργάζονται στο σεξ[11]. Οι προϋποθέσεις που θέτει: α) υποχρέωση για το πρόσωπο να γίνει κάτοχος πιστοποιητικού άσκησης επαγγέλματος, β) άδεια εγκατάστασης όπου το πρόσωπο μπορεί να ασκεί την εργασία αυτή, γ) το οίκημα θα πρέπει να απέχει τουλάχιστον 200 μέτρα από ναούς, σχολεία, νηπιαγωγεία, φροντιστήρια, παιδικούς σταθμούς, νοσηλευτικά ιδρύματα, κέντρα νεότητας, αθλητικά κέντρα, οικοτροφεία, βιβλιοθήκες και ευαγή ιδρύματα, καθώς και από πλατείες και παιδικές χαρές (πράγμα ανεφάρμοστο πρακτικά), δ) το πρόσωπο πρέπει να είναι άγαμο (αθέμιτη επέμβαση στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή), ε) η δυνατότητα πρόσληψης υπηρετικού προσωπικού μπορεί να δίνεται μόνο σε πρόσωπα πάνω από 55 ετών, στ) υποχρέωση στα πρόσωπα που ασκούν σεξουαλική εργασία να υποβάλλονται κάθε 15 μέρες σε ιατρική εξέταση, και, τέλος, ζ) απαγορεύεται η χρήση οικημάτων για άσκηση επαγγελματικού ομαδικού εταιρισμού, καθώς και η πρόσληψη υπηρετικού προσωπικού χωρίς άδεια. Πέραν του ότι όλα τα παραπάνω, αποτελούν ένα ιδιαίτερα περιοριστικό πλαίσιο που σε πολλές χώρες της Ε.Ε. έχει πλέον εγκαταλειφθεί και θεωρείται απαρχαιωμένο, όλα τα παραπάνω συνιστούν ευθείες παραβιάσεις της ιδιωτικής ζωής του προσώπου, βρίσκονται σε ένα πλαίσιο παραλογισμού, που ακόμη και τα πρόσωπα που επιθυμούν να ασκούν νόμιμα σεξουαλική εργασία, αναγκάζονται να είναι εκτός του πλαισίου αυτού. Η Πολιτεία λοιπόν και τα συναρμόδια Υπουργεία, θα πρέπει άμεσα να κινηθούν προς τη κατεύθυνση αναμόρφωση της κείμενης νομοθεσίας για την εργασία στο σεξ, προς τη κατεύθυνση του αποστιγματισμού, της αποποινικοποίησης της σεξουαλικής εργασίας, αλλά και τη προστασίας των προσώπων που εργάζονται στο σεξ από τις παρενοχλήσεις, τις διακρίσεις και τη βία.[12]
Επιπλέον η Επίτροπος του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα Dunja Mijatovic, τονίζει πως οι υπερασπιστές των δικαιωμάτων των εργαζομένων του σεξ αναφέρουν ότι οι υποχρεωτικοί υγειονομικοί έλεγχοι σε τέτοια ρυθμιστικά μοντέλα συχνά εκλαμβάνονται ως παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των ατόμων αυτών. Η Επιτροπή του ΟΗΕ για την Εξάλειψη των Διακρίσεων κατά των Γυναικώνεξέφρασε την ανησυχία της για τον υποχρεωτικό χαρακτήρα των υγειονομικών τεστ για τις εργαζόμενες του σεξ στην Αυστρία, οι οποίες πραγματοποιούνται από αξιωματούχους δημόσιας υγείας και πρέπει να πληρώνονται σε ορισμένες επαρχίες. Στη Γερμανία , οι εκτενείς και περίπλοκοι κανονισμοί που ισχύουν αναφέρεται ότι οδηγούν στην καταστολή και τον αποκλεισμό πολλών εργαζομένων του σεξ, ιδίως ατόμων με μεταναστευτικό/προσφυγικό προφίλ, τρανς ατόμων και γενικά ιδιαίτερα περιθωριοποιημένων ανθρώπων.
Σε ότι αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση και τα εργασιακά δικαιώματα, η Επίτροπος αναφέρει πως το ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό των ατόμων με μεταναστευτικό/προσφυγικό προφίλ, των τρανς προσώπων και ατόμων με αναπηρίες ή μακροχρόνιες παθήσεις μεταξύ των εργαζομένων του σεξ, φαίνεται να αντικατοπτρίζει τις σημαντικές δυσκολίες των ΑμεΑ να βρουν εναλλακτική εργασία που να ταιριάζει τις συνθήκες τους. Ενώ ορισμένα κράτη μέλη που προσφέρουν δομές υποστήριξης για να βοηθήσουν τα πρόσωπα που εργάζονται στο σεξ που επιθυμούν να βρουν μία εναλλακτική απασχόληση, η πρόσβαση σε αυτούς τους μηχανισμούς υποστήριξης είναι συχνά δύσκολη, ιδιαίτερα για τα πιο περιθωριοποιημένα και ευάλωτα άτομα που εργάζονται στο σεξ, καθώς η υποστήριξη συχνά υπόκειται σε πολύ ειδικούς όρους και περιοριστικά πλαίσια. Για να διευκολυνθεί η πρόσβαση στα εργασιακά δικαιώματα και στα συστήματα κοινωνικής προστασίας των εργαζομένων του σεξ, όλα τα μέτρα στήριξης θα πρέπει να επικεντρώνονται στις ειδικές ανάγκες και στην κατάσταση των προσώπων αυτών, μεταξύ άλλων, σε ότι αφορά την επαρκή οικονομική τους υποστήριξη και την πρόσβαση τους σε σχετικές εκπαιδευτικές υπηρεσίες.
Σε μια αλλαγή ορόσημο στη νομοθεσία που εγκρίθηκε σε συνεννόηση με τα πρόσωπα που εργάζονται στο σεξ, το Βέλγιο έγινε η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που αποποινικοποίησε τη σεξουαλική εργασία το 2022[13]. Ως αποτέλεσμα, τα άτομα που εργάζονται στο σεξ, μπόρεσαν να εργάζονται νόμιμα ως αυτοαπασχολούμενα και να χτίσουν με αυτό τον τρόπο και κοινωνικά δικαιώματα. Από το καλοκαίρι του 2023, ένας νέος νόμος επέκτεινε τα εργασιακά δικαιώματα συμπεριλαμβάνοντας και τα άτομα που εργάζονται στο σεξ, σχετικά με τις ώρες εργασίας και τις αμοιβές, το δικαίωμα άρνησης εξυπηρέτησης πελατών και την υποχρεωτική διαθεσιμότητα «Panic button» σε κάθε δωμάτιο στους χώρους εργασίας. Ο νέος νόμος αποποινικοποιεί επίσης τρίτους, οι οποίοι δεν θα τιμωρούνται πλέον για το άνοιγμα τραπεζικού λογαριασμού για άτομα που εργάζονται στο σεξ ή για ενοικίαση καταλυμάτων, ενώ παράλληλα επιτρέπει στα εργαζόμενα πρόσωπα στο σεξ να διαφημίζουν τις υπηρεσίες τους.
Ο δρόμος προς τα εμπρός: μια προσέγγιση βασισμένη στα ανθρώπινα δικαιώματα
Η Επίτροπος τονίζει ότι, τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης θα πρέπει να υιοθετήσουν μια προσέγγιση βασισμένη στα ανθρώπινα δικαιώματα για την εργασία στο σεξ. Μια τέτοια προσέγγιση πρέπει να διασφαλίζει την προστασία των ατόμων αυτών από τη βία και την κακοποίηση, την ίση πρόσβασή τους στην υγεία και σε άλλα κοινωνικά δικαιώματα, καθώς και το δικαίωμα τους στην ιδιωτική ζωή, αλλά και τη συμμετοχή τους στη δημόσια και πολιτική ζωή.
Όλα αυτά τα μέτρα, θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους, την έκθεση των προσώπων που εργάζονται στο σεξ απέναντι στις διακρίσεις, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων με πολλαπλές ευαλωτότητες, όπως: εθνοτικής καταγωγής, φύλου, φύλο, σεξουαλικού προσανατολισμού, έκφρασης, ταυτότητας φύλου και χαρακτηριστικών φύλου, μεταναστευτικής κατάστασης και αναπηρίας.
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να αναλάβουν δράση για να διασφαλίσουν ότι όλα τα άτομα μπορούν να έχουν πρόσβαση σε ένα επαρκές επίπεδο διαβίωσης, υγείας και εκπαίδευσης, σε ασφαλή και μη εκμεταλλευτικά εργασιακά περιβάλλοντα, καθώς και να εγγυώνται την ίση πρόσβαση στην κοινωνική προστασία και σε όλο το φάσμα όλων των κοινωνικών δικαιωμάτων.
Επίσης, σύμφωνα με την Επίτροπο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενισχύσουν τα προγράμματα κατάρτισης για αξιωματούχους επιβολής του νόμου, δικαστικές αρχές, επαγγελματίες της δημόσιας υγείας και κοινωνικές υπηρεσίες, σχετικά με την ανάγκη αντιμετώπισης του στίγματος κατά των προσώπων που εργάζονται στο σεξ και της προστασίας των δικαιωμάτων τους, για την εξασφάλιση της ίσης πρόσβασης σε υπηρεσίες, προωθώντας παράλληλα εφαρμογή προγραμμάτων για την εξάλειψη του στίγματος που κυριαρχεί κατά των προσώπων αυτών στην ευρύτερη κοινωνία.
Όπως αναφέρει η Επίτροπος, μια προσέγγιση που βασίζεται στα ανθρώπινα δικαιώματα σημαίνει επίσης ότι οι συναινετικές σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ ενηλίκων έναντι αμοιβής, δεν πρέπει να ποινικοποιούνται. Η ποινικοποίηση και η επιβολή ποινικών διατάξεων κατά των ατόμων που εργάζονται στο σεξ, πελατών ή τρίτων, έχει μειώσει σημαντικά την πρόσβαση των εργαζομένων του σεξ σε δικαιώματα και βασικές υπηρεσίες και έχει οδηγήσει τα πρόσωπα αυτά να ζουν και να εργάζονται με μυστικό τρόπο ή και απομόνωση, υπό τον φόβο του συστήματος δικαιοσύνης. Αντίθετα, η αποποινικοποίηση της συναινετικής σεξουαλικής εργασίας ενηλίκων είχε θετικά αποτελέσματα στην ασφάλεια των εργαζομένων του σεξ και στην πρόσβασή τους σε υπηρεσίες κοινωνικής προστασίας και υγείας, με αποτέλεσμα βελτιωμένα αποτελέσματα για την υγεία. Η ομάδα εργασίας του ΟΗΕ σημείωσε επίσης ότι ένα αποποινικοποιημένο πλαίσιο συμβάλλει περισσότερο στην προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων του σεξ να συμμετέχουν στη δημόσια και πολιτική ζωή.
Η συναινετική σεξουαλική εργασία ενηλίκων δεν πρέπει να συγχέεται με τη βία κατά των γυναικών ή την εμπορία ανθρώπων. Αντίθετα, τα άτομα που εργάζονται στο σεξ θα πρέπει να προστατεύονται από τη βία, την εμπορία ανθρώπων και την εκμετάλλευση. Όπως σημειώνει η Διεθνής Αμνηστία, η αποποινικοποίηση της σεξουαλικής εργασίας δεν σημαίνει την άρση των νόμων που ποινικοποιούν την εκμετάλλευση, την εμπορία ανθρώπων ή τη βία κατά των εργαζομένων του σεξ. Αντίθετα, αυτοί οι νόμοι πρέπει να παραμείνουν και να ενισχυθούν. Για να αντιμετωπιστούν καλύτερα οι ανάγκες προστασίας των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων για σκοπούς σεξουαλικής εκμετάλλευσης και βίας λόγω φύλου, είτε ασχολούνται είτε όχι με σεξουαλική εργασία, τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίσουν ότι οι νόμοι τους είναι σύμφωνοι με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Ανθρώπινη Δικαιώματα (ιδίως το άρθρο 2 για το δικαίωμα στη ζωή, το άρθρο 3 για την απαγόρευση των βασανιστηρίων και το άρθρο 4 για την απαγόρευση της δουλείας) όπως ερμηνεύονται από το Δικαστήριο, και με τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη δράση κατά της εμπορίας ανθρώπων και τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης και να τις εφαρμόσουν αποτελεσματικά σύμφωνα με τις συστάσεις που παρέχονται από τους αντίστοιχους φορείς παρακολούθησης τους.
Τέλος, η Επίτροπος του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, τονίζει ότι κανένας δεν μπορεί να μιλήσει καλύτερα για τα πρόσωπα που εργάζονται στο σεξ, πέραν των ίδιων των ατόμων, κανένας δεν γνωρίζει καλύτερα το περιβάλλον εργασίας, ούτε και τους λόγους που οδηγούν τα άτομα αυτά να ενασχοληθούν με την εργασία στο σεξ.
Για να αναπτυχθούν και να εφαρμοστούν αποτελεσματικές και πραγματικά ενδυναμωτικές και προστατευτικές πολιτικές που θα βασίζονται στα ανθρώπινα δικαιώματα, είναι απαραίτητο σύμφωνα με την Επίτροπο, να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή και προβολή στις φωνές και στα δικαιώματά των προσώπων αυτών, ενώ για να γίνει αυτό θα πρέπει τα πρόσωπα που εργάζονται στο σεξ, καθώς και οι οργανώσεις τους, να έχουν ένα συμβουλευτικό χαρακτήρα και να συμπεριλαμβάνονται στις διαδικασίες χάραξης πολιτικών, καθώς οι εμπειρίες τους είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη αποτελεσματικών πολιτικών και παρεμβάσεων που υποστηρίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και την αξιοπρέπειά τους.
[1]https://www.coe.int/en/web/commissioner/-/protecting-the-human-rights-of-sex-workers
[2] Εργασία στο σεξ νοείται ως η συναινετική ανταλλαγή σεξουαλικών υπηρεσιών έναντι πληρωμής μεταξύ ενηλίκων.
[3] Report of the Working Group on the issue of discrimination against women in law and in practice | 8 April 2016
[4]https://hudoc.echr.coe.int/#{%22itemid%22:[%22001-226443%22]}
[5]https://www.frontlinedefenders.org/sites/default/files/fld_swrd_final_english.pdf
[6]https://www.ohchr.org/sites/default/files/documents/issues/women/wg/sex-work-pp-fin-proofread-24-sept.pdf
[7]https://www.amnesty.org/en/documents/pol30/4062/2016/en/
[8]https://www.hrw.org/news/2019/08/07/why-sex-work-should-be-decriminalized
[9]https://rm.coe.int/protecting-the-right-to-health-through-inclusive-and-resilient-health-/1680a177ad
[10]https://rm.coe.int/women-s-sexual-and-reproductive-health-and-rights-in-europe-issue-pape/168076dead
[11]https://transgendersupportassociation.wordpress.com/2016/04/26/%CE%B8%CE%B5%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%83-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%83%CF%85%CE%B4-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7-%CF%83%CE%B5%CE%BE%CE%BF%CF%85%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CE%B7-%CE%B5%CF%81%CE%B3%CE%B1%CF%83/
[12] ΕΕΔΑ: https://youtu.be/dUuRbn91dyg
[13]https://www.lemonde.fr/en/international/article/2022/06/02/belgium-decriminalizes-sex-work_5985486_4.html