Ο πρόσφατος θάνατος του Mad Clip έφερε στην επικαιρότητα τον προβληματισμό σχετικά με τα πρότυπα που προβάλλει η τραπ μουσική. Οι επικριτές του είδους φαίνεται να σοκάρονται με τη χυδαία γλώσσα, τον ωμό μισογυνισμό, την ακραία αντικειμενοποίηση των γυναικών και την ανάδειξη της τοξικής αρρενωπότητας, της επιδεικτικής κατανάλωσης, του glorification των ναρκωτικών και της εγκληματικότητας ως αυταξίες. Για εμένα, που είμαι ταυτόχρονα φεμινίστρια και fan του είδους, τα πράγματα είναι λίγο πιο περίπλοκα. Από τη μία φυσικά και βρίσκω τη γλώσσα και τις αξίες που προβάλλει η τραπ προβληματικές. Από την άλλη, δε μου αρέσει να προσποιούμαι ότι αυτά είναι αποκλειστικότητα της συγκεκριμένης μουσικής.
Συχνά μάλιστα βρίσκω όλη αυτή την κριτική μία κουτοπόνηρη προσπάθεια κάποιων να αποποιηθούν κάθε ευθύνη περί σεξισμού και τοξικής αρρενωπότητας μεταθέτοντάς τα σε μία υποομάδα ή υποκουλτούρα της οποίας δε μετέχουν. Με τρόπο παρόμοιο με τον οποίο σκάνε διάφοροι στη σελίδα και απαιτούν επανειλημμένως να κάνουμε κριτική των ριάλιτι, της θρησκείας γενικότερα ή του Ισλάμ ειδικότερα, μου φαίνεται ένας κομψός τρόπος αυτό-επιβεβαίωσης και απαλλαγής από κατηγορίες για σεξισμό έτσι ώστε το ζήτημα να μετατρέπεται τελικά σε μια κριτική όχι στον σεξισμό και την πατριαρχία, αλλά σε μία διαφορετική αισθητική ή μία υποκουλτούρα που νιώθουν ξένη προς τους ίδιους.
Η κριτική αυτή μπορεί να εμπεριέχει και ταξικό πρόσημο αν αναλογιστούμε για παράδειγμα τις ταξικές καταβολές και την απεύθυνση της τραπ, των realities ή των θρησκευτικών προλήψεων. Η απόρριψη και διακωμώδησή τους εμπεριέχουν συχνά μια επιτελεστικότητα μέσω της οποίας κάποιος έχει τη δυνατότητα να επιβεβαιώσει την ταξική, αισθητική και διανοητική του ανωτερότητα, την ίδια ώρα που μπορεί να καταναλώνει και να αναπαράγει άλλες πιο εύπεπτες μορφές μισογυνισμού και εξουσίας.
Μου φαίνεται για παράδειγμα από αφελές έως υποκριτικό να σοκαριζόμαστε τόσο με τους στίχους το Light στο κομμάτι που φέρνει τον τίτλο του γυναικοκτόνου Ο.J.
“Ξέρεις ότι θα σε σκότωνα,
Αν με πλήγωνες θα το ‘κανα,
Αν με κάποιον άλλο σ’ έπιανα,
Ξέρεις ότι θα το τελείωνα»
την ίδια ώρα που γενιές μεγάλωσαν σιγοτραγουδώντας χαρωπά γλυκερούς στίχους όπως:
«Γιατί με κάνεις να πονώ να υποφέρω τόσο,
Πρόσεξε γιατί μπορεί να σε σκοτώσω
Δεν αντέχω να σε βλέπω μ’ άλλους να γυρνάς
Γιατί με κάνεις να πονώ να υποφέρω τόσο
Πρόσεξε γιατί μπορεί να σε σκοτώσω
Πάψε πλέον να με τυραννάς»
Το πρόβλημα εδώ είναι ότι τα δύο κομμάτια εμπεριέχουν ακριβώς το ίδιο μοιραίο για τις γυναίκες πατριαρχικό μήνυμα, στην πρώτη περίπτωση όμως είναι η γλώσσα και η αισθητική της τραπ που προκαλεί την αγανάκτηση, ενώ στη δεύτερη περνάει σχεδόν απαρατήρητο. Όπως παρατηρεί και ο Halberstam, γνωστός ακαδημαϊκός της queer θεωρίας:
«πολλοί σχολιαστές της σύγχρονης αρρενωπότητας φτάνουν γρήγορα στη gangsta rap όταν θέλουν να παραθέσουν ένα ξεκάθαρο παράδειγμα σεξιστικών στίχων και συμπεριφορών. Και όμως, πολυάριθμα απαλά ροκ τραγούδια από τους John Mayer, Keith Urban και άλλων περνούν βαθιά σεξιστικά μηνύματα παιγμένα πάνω σε γλυκούς ρυθμούς.»
Συγκρίνοντας ένα τραγούδι του Keith Urban, ο οποίος δηλώνει πως θέλει μια γυναίκα να του μαγειρεύει και να χορεύει γυμνή στο μπαρ με αυτό του Jay Z, που λέει « If you’re having girl problems I feel bad for you son / I got 99 problems but a bitch ain’t one», o Halberstam παρατηρεί πως η χρήση της λέξης «bitch» παρά το θετικό νόημα της φράσης, προσδίδει μια σεξιστική χροιά με τρόπο που το τραγούδι του Keith Urban δεν το κάνει.
Θα ήταν ανόητο να υποστηρίξουμε, λοιπόν, πως η τραπ αποτελεί την υπέρτατη πηγή της τοξικής αρρενωπότητας και του προτύπου των γρήγορων αμαξιών, της εγκληματικότητας, της βίας, της ματσίλας, της παραβατικότητας ως μαγκιάς, της αντικειμενοποίησης της γυναίκας, του κυνηγιού του εύκολου (?) χρήματος, πράγματα δηλαδή που είναι σταθερά στην κουλτούρα μας εδώ και δεκαετίες -αρκεί να αναλογιστούμε διαχρονικά και mainstream πρότυπα αρρενωπότητας, όπως ο James Bond.
Αυτό δε σημαίνει φυσικά ότι η τραπ είναι υπεράνω κριτικής και δε βρίθει μισογυνισμού, τοξικής αρρενωπότητας και νεοφιλελεύθερων ιδανικών, αυτά όμως δεν είναι δική της επινόηση, προϋπήρχαν αυτής και είναι διάχυτα παντού. Αυτό που συμβαίνει με το συγκεκριμένο είδος είναι ότι ο μισογυνισμός του είναι πιο ωμός, πιο εξόφθαλμος και η γλώσσα του πιο χυδαία, με τρόπο που ενοχλεί όταν σε άλλα είδη πλασάρεται με τρόπο πιο υπόγειο, ρομαντικοποιημένο και ύπουλο, άρα και πιο αποδεκτό. Η τραπ συγκεκριμένα, ως μια μουσική που προέρχεται από περιθωριοποιημένες ομάδες, δεν κάνει καμία προσπάθεια να προσαρμόσει τη γλώσσα της και την αισθητική της στους κυρίαρχους μικροαστικούς κανόνες. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να αυτό-παρουσιάζεται ως αντισυμβατική, ενώ στην πραγματικότητα αναπαράγει κυρίαρχα πρότυπα. Κι εδώ είναι το tricky σημείο, γιατί έτσι διατηρεί την τεράστια αφομοιοτικής της ικανότητα μέσα από μια ψευδεπίγραφη αυθεντικότητα, αν όχι και επαναστατικότητα.
Όπως το θέτει ο Mark Fischer στο βιβλίο του «Καπιταλιστικός Ρεαλισμός»:
Η gangsta rap ούτε απλώς αντανακλά προϋπάρχουσες κοινωνικές συνθήκες, όπως πολλοί από τους οπαδούς της υποστηρίζουν, ούτε είναι απλώς η αιτία αυτών των συνθηκών, όπως υποστηρίζουν οι κριτικοί της – μάλλον, είναι το κύκλωμα, όπου το χιπ χοπ και το ύστερο καπιταλιστικό κοινωνικό πεδίο αλληλοτρέφονται, αποτελώντας ένα από τα μέσα με τα οποία ο καπιταλιστικός ρεαλισμός μεταμορφώνεται σε ένα είδος αντιμυθικού μύθου. Η συνάφεια μεταξύ του χιπ χοπ και των γκανγκστερικών φιλμ, όπως ο Σημαδεμένος, η τριλογία του Νονού, το Reservoir Dogs, το Καλά παιδιά και το Pulp Fiction, προκύπτει από την κοινή τους δήλωση ότι έχουν απογυμνώσει τον κόσμο από συναισθηματικές ψευδαισθήσεις και ότι τον βλέπουν «ως αυτό που πραγματικά είναι»: ένας χομπσιανός πόλεμος όλων εναντίον όλων, ένα σύστημα αέναης εκμετάλλευσης και γενικευμένης εγκληματικότητας. Στο χιπ χοπ, γράφει ο Reynolds, «το να ‘έχεις επαφή με την πραγματικότητα’ σημαίνει το να έρχεσαι αντιμέτωπος με μια φυσική κατάσταση όπου το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό, όπου είσαι είτε νικητής είτε χαμένος, και όπου οι περισσότεροι θα είναι χαμένοι».
Εν ολίγοις, η τραπ δίνει φωνή σε περιθωριοποιημένες ομάδες περιγράφοντας τον καθημερινό αγώνα τους και τη σύγκρουσή τους με την αστυνομία, τη φτώχεια, τον κοινωνικό αποκλεισμό και υπό αυτήν την έννοια έχει αντισυστημικά χαρακτηριστικά. Οι αξίες που προβάλλει όμως δε διατηρούν ένα εξεγερσιακό πρόσημο, γιατί εν τέλει αποδέχονται το σύστημα όπως είναι και προβάλλουν ως υπέρτατη αξία όχι την ανατροπή του, αλλά την επιβίωσή και την κυριαρχία εντός του. Περιγράφοντας κυνικά τον κόσμο ως μια ζούγκλα όπου επιβιώνει ο ισχυρότερος και επιδιώκοντας να γίνει ο ίδιος ο ισχυρότερος μέσω της επιβολής τόσο σε γυναίκες όσο και σε ανταγωνιστές άντρες, η τραπ τελικά αποδέχεται και διαιωνίζει ευρύτερα συστήματα εξουσίας, όπως ο καπιταλισμός και η πατριαρχία.
Είναι αλήθεια ότι η πατριαρική και καπιταλιστική ιδεολογία δεν ξεπηδάνε από το πουθενά, αχρονικά και α-ιστορικά, αντιθέτως κατασκευάζονται και ανακατασκευάζονται σε κάθε εποχή από συγκεκριμένους θεσμούς. Η ποπ κουλτούρα γενικά και η τραπ συγκεκριμένα είναι ένας από τους τρόπους που τα πατριαρχικά και καπιταλιστικά πρότυπα προβάλλονται κάθε φορά ως φρέσκα και cool, αντί για παλιά και απαρχαιωμένα. Προσποιούμενη πως περιγράφει τον κόσμο απλά «όπως είναι» (οι άντρες θέλουν απλά να γαμήσουν, η ζωή είναι σκληρή, η ματσίλα είναι τακτική επιβίωσης στο γκέτο κτλ) η τραπ τον (ανά)κατασκευάζει ως αναπόδραστο, χωρίς να προσφέρει ένα όραμα αλλαγής ή έστω ενσυναίσθησης.
Πού μας αφήνει η παραπάνω ανάλυση; Η τραπ προφανώς και αξίζει κριτική για τα πρότυπα που προωθεί, αλλά και αναγνώριση ότι δεν επινόησε κανένα από αυτά, ότι δεν υπήρξε καμία «καθαρή» εποχή όπου οι νέοι ήταν αγνοί και άσπιλοι μέχρι που τους διέφθειρε οποιοδήποτε μουσικό είδος. Κάθε γενιά άλλωστε είχε τουλάχιστον μια μουσική που δαιμονοποιούταν, αλλά είμαι σίγουρη ότι οι προπαππούδες,οι παππούδες, ακόμα και οι πατεράδες μας δεν ήταν λιγότερο σεξιστές, επειδή δεν άκουγαν τραπ, ραπ ή heavy metal. Επομένως, ίσως ήρθε η ώρα να σταματήσει αυτός ο ηθικός πανικός που επικεντρώνεται σε συγκεκριμένα είδη και εικόνες και να εστιάσουμε σε ευρύτερα συστήματα εξουσίας, αντί να προσποιούμαστε ότι θα τα ξεφορτωθούμε απλά προωθώντας καλύτερες καλλιτεχνικές επιλογές.