Οι ομοφοβικές δηλώσεις συνιστούν δυσμενή διάκριση στον τομέα της
απασχόλησης και της εργασίας όταν γίνονται από πρόσωπο το οποίο έχει ή
μπορεί να εκληφθεί ότι έχει καθοριστική επιρροή στην πολιτική προσλήψεων ενός
εργοδότη.
Σ’ αυτή την απόφαση κατέληξε εχθές το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η απόφαση αφορά στην Associazione Avvocatura per i diritti LGBTI – Rete Lenford, μια ένωση στην Ιταλία αποτελούμενη από δικηγόρους που ειδικεύονται στη δικαστική υπεράσπιση ΛΟΑΤ+ ατόμων με στόχο την προώθηση του σεβασμού των δικαιωμάτων τους.
Όλα ξεκίνησαν όταν ένας δικηγόρος είχε δηλώσει, στο πλαίσιο συζήτησης που διεξήχθη στη διάρκεια ραδιοφωνικής εκπομπής, ότι δεν επιθυμούσε να προσλαμβάνει ούτε να απασχολεί γκέι άτομα στο δικηγορικό του γραφείο.
Θεωρώντας ότι τα λεγόμενά του στοιχειοθετούσαν δυσμενή διάκριση λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού των εργαζομένων, η Associazione Avvocatura per i diritti LGBTI – Rete Lenford, κατέθεσε μήνυση εναντίον του.
Μετά την καταδίκη του δικηγόρου η υπόθεση έφτασε στο δικαστήριο της της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ).
Σύμφωνα με την απόφαση του ΔΕΕ: “Οι ομοφοβικές δηλώσεις συνιστούν δυσμενή διάκριση στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας όταν γίνονται από πρόσωπο το οποίο έχει ή
μπορεί να εκληφθεί ότι έχει καθοριστική επιρροή στην πολιτική προσλήψεων ενός
εργοδότη. Σε τέτοια περίπτωση, το εθνικό δίκαιο μπορεί να προβλέπει ότι μια ένωση νομιμοποιείται ενεργητικώς προς άσκηση αγωγής αποζημιώσεως ακόμη και αν δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί συγκεκριμένος ζημιωθείς”.
Ως εκ τούτου “η ένωση δικηγόρων που υπερασπίζεται τα ΛΟΑΤ+ δικαιώματα μπορεί να απαιτήσει αποζημίωση λόγω δηλώσεων προσώπου από τις οποίες συνάγεται ομοφοβική πολιτική προσλήψεων, ακόμα και ελλείψει προσδιορισμού συγκεκριμένου ζημιωθέντος”, αναφέρει το ΔΕΕ.
Αναλυτικά, το ΔΕΕ έκρινε ότι η ύπαρξη ομοφοβικών δηλώσεων και δυσμενούς διάκρισης “πρέπει να κρίνεται από τα εθνικά δικαστήρια με βάση το σύνολο των περιστάσεων που χαρακτηρίζουν τις εν λόγω δηλώσεις“.
Διευκρινίζει ότι “κρίσιμα στοιχεία συναφώς είναι, μεταξύ άλλων, η θέση του ατόμου που προέβη στις δηλώσεις και η ιδιότητα υπό την οποία εκφράστηκε, στοιχεία από τα οποία πρέπει να προκύπτει ότι πρόκειται για άτομο που έχει ή μπορεί να εκληφθεί ότι έχει καθοριστική επιρροή στην πολιτική προσλήψεων του εργοδότη”.
Kατά το ΔΕΕ “τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν επίσης να λαμβάνουν υπόψη τη φύση και το περιεχόμενο των επίμαχων δηλώσεων καθώς και το πλαίσιο στο οποίο έχουν γίνει, ιδίως δε τον δημόσιο ή ιδιωτικό χαρακτήρα τους”.
Το Δικαστήριο υπενθύμισε δε ότι “η ελευθερία έκφρασης δεν είναι απόλυτο δικαίωμα και ότι η άσκησή της μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί προβλέπονται από τον νόμο και ότι σέβονται το βασικό περιεχόμενο του εν λόγω δικαιώματος και συνάδουν με την αρχή της αναλογικότητας”.
“Η αρχή αυτή απαιτεί να ελέγχεται αν οι περιορισμοί είναι αναγκαίοι και αν εξυπηρετούν πράγματι είτε σκοπούς γενικού συμφέροντος τους οποίους αναγνωρίζει η Ένωση είτε την ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των τρίτων”, σημειώνει.