Η ώρα είναι δέκα και μισή και περπατάω την άδεια Συγγρού, για να φτάσω επιτέλους σπίτι μου. Ξέρω πως πρέπει να πάω από το μέρος που έχει φώτα, εκεί που υπάρχουν άνθρωποι και αυτοκίνητα. Κρατάω σφιχτά την τσάντα μου στο πλάι μου και με το άλλο χέρι κρατάω τα κλειδιά μου, έτσι όπως μου έχει μάθει η φίλη μου η Άννα, για να επιτεθώ σε κάποιον αν χρειαστεί, αν μου ορμήσει. Έχω αργήσει και δεν έχει τόσο κόσμο όσο περίμενα.
Λίγο πιο πέρα από μένα περπατάει μια κοπέλα μόνη της και ακριβώς από πίσω της είναι ένας νεαρός που την ακολουθεί ακόμα κι όταν εκείνη αλλάζει πεζοδρόμιο. Κοιτάει αλαφιασμένη γύρω της και με βλέπει. Ξαφνικά, χωρίς να το σκεφτώ, τη φωνάζω με ότι όνομα μου έρχεται στο μυαλό και αρχίζω και της μιλάω για το πόσο μεγάλη σύμπτωση είναι που συναντιόμαστε. Ευτυχώς, εκείνη πιάνει το νόημα και έρχεται κοντά μου και αρχίζει και συζητάει μαζί μου. Ο νεαρός που την ακολουθούσε σταμάτησε να περπατάει, γύρισε από την άλλη και απομακρύνθηκε. Μόλις βρεθήκαμε σε μέρος που είχε περισσότερη κίνηση, με άφησε ευχαριστώντας με και πήρε ταξί. Καθώς απομακρυνόταν σκεφτόμουν ότι δε χρειαζόταν να πει “ευχαριστώ!”, η αλληλεγγύη και η βοήθεια μεταξύ γυναικών θα έπρεπε να είναι δεδομένη σωστά;
Μετά από τόσα που έχω διαβάσει τις τελευταίες μέρες με αφορμή την καταγγελία της Σοφίας Μπεκατώρου, της Ζέτας Δούκα και τόσων άλλων που ήρθαν στο φως δεν είμαι πολύ σίγουρη, ότι θεωρείται δεδομένη. Μπήκα στη διαδικασία να διαβάσω τα σχόλια κάτω από τα διάφορα άρθρα που δημοσιεύτηκαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και να απαντήσω σε αρκετά από αυτά. Γιατί ως άτομο που έχει βιώσει επίθεση στο δρόμο από άγνωστο ξέρω πώς είναι να φοβάσαι ακόμα και τη σκιά σου. Ξέρω πώς είναι να το παραδέχεσαι σε άλλους και να σου λένε: «Τι φορούσες;», «Μήπως τον κοίταξες προκλητικά;» και «γιατί κάθισες να σου πιάσει το στήθος; Μάλλον το ήθελες.» Ξέρω πώς είναι να μιλάς και να μη σε ακούν, να μη σε πιστεύουν.
Το ξέρω, γιατί το έχω βιώσει κι εγώ και πολύ δικά μου άτομα. Ομοφοβικά σχόλια κάθε φορά που περνούν μπροστά από περιπολικό, παρέες ανδρών να τα ακολουθούν, γιατί έχουν ντυθεί με τρόπο που «προκαλούσε». Βίαιες συμπεριφορές και βρισιές. Μηνύματα στις 12 το βράδυ να λένε: «Μαρίνα, τρέχω στην Πατησίων, γιατί με έχουν πάρει από πίσω, λένε ότι θέλουν να μου κάνουν κακό.» Και εκεί τι μπορείς να κάνεις; Πώς μπορείς να προστατεύσεις τον άλλον; Απλά στέκεσαι μάρτυρας.
Έχω ακούσει αφηγήσεις τρανς γυναικών που εργάζονται στο σεξ, να μιλούν για το ξύλο που έφαγαν, και που συνεχίζουν να τρώνε, και η μόνη απάντηση που παίρνουν είναι «αφού είσαι πουτάνα, τι περίμενες;». Δεν μπορούμε να αντιμετωπίζουμε τα ίδια προβλήματα, με διαφορετικό τρόπο, απλά επειδή αλλάζει το επάγγελμα του άλλου, η καταγωγή του, ή η ταυτότητα φύλου του. Το να έχεις ανθρωπιά δεν μπορεί να τίθεται σε εφαρμογή μόνο όταν συμφέρει τα πιστεύω και τις αντιλήψεις σου.
Και παρόλα αυτά, δεν αναφερόμαστε στον θύτη, παρά μόνο για να τον επαινέσουμε είτε για την εξωτερική του ομορφιά είτε για τις φιλανθρωπίες του, και ποτέ στις διεστραμμένες πράξεις του, ποτέ στο ότι όλα όσα έκανε ήταν η αντανάκλαση των φόβων του πάνω στα σώματα μας. Και κατηγορούμε το θύμα, τη θηλυκότητα, που -θέλοντας και μη- προκαλεί τον άνδρα-κυνηγό. Συγνώμη, που υπάρχουμε. Αυτό δε θέλετε να ακούσετε; Θέλετε να σιωπούμε και να πέφτουμε στα γόνατα περιμένοντας τον αφέντη. Κι όταν η κοπέλα απαντάει, όταν έχει λόγο, όταν αρνείται, αυτόματα μετατρέπεται σε φεμινίστρια των Εξαρχείων που θα πεθάνει μόνη με τις γάτες της.
Λυπάμαι πολύ, αλλά δε θα σας περάσει.
Ζούμε σε μια κοινωνία που έχουμε αναγκαστεί -με τον ένα ή τον άλλο τρόπο- να προστατευθούμε. Είτε με το να απαντάμε στο συνεχές catcalling είτε να κουβαλάμε taser, σουγιάδες και κλειδιά για να επιτεθούμε, αν κληθούμε σε αυτό. Και δυστυχώς, οι επιθέσεις που δεχόμαστε καθημερινά στα σώματα και στις φωνές μας, δεν είναι μόνο με ξύλο και βρισιές. Είναι και έμμεσες και ίσως ακόμα πιο ύπουλες, γιατί δεν ξέρεις από που θα σου έρθει. Στο χώρο εργασίας μας, για παράδειγμα.
Εργάζομαι από τα 18 και τη χειρότερη συμπεριφορά, απέναντι μου, την έχω δεχτεί από άλλες γυναίκες. Στο φροντιστήριο που δούλευα με πίεζαν συνεχώς και καθημερινά να ντύνομαι πιο «γυναικεία», να δείχνω το σώμα μου πιο πολύ, να βάφομαι πάρα πολύ. Η εμμονή τους με το πώς θα έπρεπε να παρουσιάζεται μια υπάλληλός τους, τις έφερε στο σημείο να με βάλουν κάτω και να με βάψουν. Με το ζόρι. Ναι, γίνεται. Ειδικά, όταν μιλάμε για το μέλλον μου στο γραφείο και ότι δεν κολλάω με την αισθητική τους. Κι εγώ όντας άπειρη θεώρησα ότι πρέπει να το δεχτώ. Ότι αν δεν κάτσω να το δεχτώ θα με απολύσουν. Και άρχισα να βάφομαι για εκείνες, να ντύνομαι με ρούχα που δε θα φορούσα κανονικά σα Μαρίνα. Και κάθε μέρα ήταν μαρτύριο, ειδικά όταν με επαινούσαν για το αποτέλεσμα. Ένιωθα πως το απολάμβαναν όλο αυτό και γινόταν ακόμα χειρότερο το να δουλεύω εκεί. ΄Όταν δε, τους είπα ότι με ακολουθούσε ένας άντρας σε όλη τη διαδρομή από το σπίτι μου μέχρι και ακριβώς έξω από το φροντιστήριο, εκείνες έκαναν πλάκα και μου είπαν ότι τρελαίνω όλα τα αγόρια και πως λογικό να με παίρνουν από πίσω με το μπούστο που έχω. Γύρεψα παρηγοριά, επειδή ως γυναίκες πίστεψα ότι θα με καταλάβαιναν, αλλά έκανα λάθος.
Το ίδιο έγινε και στο κατάστημα με τα κοσμήματα που δούλευα. Όταν είπα ότι δεν ήθελα να βάφομαι, μου είπαν ότι θα μου αγοράσουν εκείνες αυτά που χρειάζομαι, αν δεν είχα τα χρήματα. Ότι γίνομαι υπερβολική, ότι πρέπει να βάφομαι, αλλιώς πώς θα έρθουν πελάτες. Ότι η αισθητική του μαγαζιού δεν ταίριαζε με τους μαύρους κύκλους που είχα, αφού έκανα τρεις δουλειές για να τα βγάλω πέρα. Το ίδιο συμβαίνει σε πολλά από τα άτομα που γνωρίζω ανεξαρτήτως φύλου και σεξουαλικότητας. Σε δουλειές, σε προσωπικές σχέσεις, στον δρόμο.
Οι περισσότερες φίλες μου ξέρουν απ’ έξω από πού πρέπει να πάμε για να έχει φώτα. Κίνηση. Οι περισσότερες φίλες μου θα κάνουν πως μιλάνε στο τηλέφωνο στο λεωφορείο, γιατί κάποιος τις κοιτάει επίμονα και τις ακολουθεί. Οι φίλες μου στον ηλεκτρικό έχουν αναγκαστεί να ουρλιάξουν για βοήθεια, γιατί όλοι έβλεπαν, αλλά κανείς δε μιλούσε.
Οι φίλες μου αισθάνονται άσχημα, έχουν ενοχές και φοβούνται. Ξέρουν ότι δεν πρέπει να κοιτάνε κάποιον κατάματα. Ξέρουμε ότι αν ένα αυτοκίνητο, πάει σημειωτόν δίπλα μας, δε θα είναι για καλό. Ξέρουμε ότι αν περάσεις από ένα καφενείο γεμάτο άντρες, θα σε κοιτάξουν όλοι και θα φωνάξουν ό,τι τους έρθει στο μυαλό. Κι όταν απαντήσεις σε κοιτούν σαν να είσαι τρελή, σαν να μην καταλαβαίνουν την έκρηξή σου.
Μαθαίνουμε από μικρές να ζούμε μέσα στην ένταση, στην ντροπή και στον φόβο της ανηθικότητας. Να φοράμε σουτιέν με το ζόρι από το δημοτικό μην τυχόν και προσβάλλουμε κάνα μπάρμπα, να φοράμε το πάνω μέρος του μαγιό στην παραλία, ενώ είμαστε ακόμα μικρά, γιατί «τώρα μεγαλώνεις, γίνεσαι γυναίκα, πρέπει να κρύβεις το σώμα σου και να μην προκαλείς». Μαθαίνεις να σταυρώνεις τα πόδια σου και να μαζεύεις το ντεκολτέ της μπλούζας σου μην τυχόν και προκαλέσεις κάποιον και σου ορμήσει. Και μαθαίνεις να αλλάζεις δρόμο. Να μην περνάς από αυτό το καφενείο. Να μην περνάς μπροστά από τη σταματημένη κλούβα της αστυνομίας στην Ομόνοια, γιατί πάλι θα σε βρίσουν που είσαι άντρας και βάφεσαι, και πάλι θα σφυρίζουν που είσαι κοπέλα και φοράς φούστα.
Αλλά, επειδή δεν έχουμε μάθει σα χώρα να οριοθετούμε μέχρι που φτάνει η εξουσία της αστυνομίας, αφήνουμε παιδιά να παρενοχλούνται καθημερινά, γιατί η αστυνομία είναι θεσμός απαραβίαστος. Και τα άτομα που πιστεύουν σε αυτούς τους θεσμούς, της πατρίδας, της οικογένειας και της θρησκείας είναι αυτά που ακόμα επιμένουν πως ξέρουν καλύτερα από εμάς τις ίδιες, «γιατί δε μιλήσαμε, γιατί το «απολαμβάναμε» και γιατί εμείς το «προκαλέσαμε» , σωστά; Εμείς «κουνηθήκαμε.» Και έτσι δείχνουμε πόσο πίσω είμαστε στη σκέψη μας σα λαός.
Τον θύτη ούτε που θα τον αγγίξουμε. Ο θύτης γίνεται αυτόματα το θύμα, που όντας άντρας δεν μπορούσε να αντισταθεί. Η σκέψη των περισσότερων ανθρώπων που σχολιάζουν αυτήν την στιγμή που μιλάμε στα social media, μέχρι εκεί φτάνει. Στο εξαιρετικά στενό και στενάχωρο μυαλό τους δε χωράει η σκέψη, ότι το άτομο που επιβίωσε από ένα τραυματικό συμβάν δεν είναι υποχρεωμένο να έρθει με τους δικούς τους χρόνους. Δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει στην αρρωστημένη τους ανάγκη για λεπτομέρειες και ονόματα.
Ουσιαστικά θέλουν να απολαύσουν από τα βάσανα μας. Από τις σκοτεινές στιγμές μας.
Ζω σε έναν κόσμο που ως θηλυκότητα δεν νιώθω ασφαλής, νιώθω πως συνεχώς πρέπει να υπερασπίζομαι την ακεραιότητα του σώματος και της φωνής μου από τον κάθε τυχόντα που θα θεωρήσει πρόσκληση τη φωτογραφία που βάζω με τις φίλες μου, για να μου στείλει μήνυμα. Που θα θεωρήσει πρόσκληση τη φωτογραφία που θα ανεβάσω με μαγιό. Και αυτόματα, θα πλημμυρίσω ενοχές, που ανέβασα το σώμα μου σε κοινή θέα. Πως προκαλώ. Κι αυτό είναι λάθος. Μας έχουν μεγαλώσει με τη σκέψη ότι η γυναίκα δεν πρέπει να προκαλεί.
Η γυναίκα είναι ανίκανη να σταθεί απέναντι σε μια τυραννική ανδρική μορφή και να την κατηγορήσει. Η γυναίκα πρέπει να έχει και να διατηρεί την κοινωνική αίσθηση της ντροπής ακόμα και στο κρεβάτι της. Μας έχουν μεγαλώσει με την σκέψη ότι δεν πρέπει να αντιμιλάμε στις βαριές και ασήκωτες πατριαρχικές φωνές που προσπαθούν να μας φιμώσουν.
Η απάντηση μου σε αυτό και σε κάθε προσπάθεια να υπονομεύσουν τα βιώματα μας είναι ότι οι απόψεις αυτές δεν ανήκουν πλέον στην κοινωνία μας. Δεν προσδιορίζουν το τι άτομα είμαστε και δεν καθοδηγούν τις φωνές μας. Ότι μπορεί να έχουμε μάθει να ζούμε στον φόβο και την ένταση, αλλά σιγά-σιγά θα βγούμε από αυτό. Στηρίζοντας ο ένας τον άλλο και η μία την άλλη.
Οι φωνές μας ακούγονται και θα ακούγονται όλο και πιο δυνατά.
Μέχρι να μην υπάρχει φωνή που να έχει αντίλαλο από τη μοναξιά.
Σε όλα τα άτομα που έχουν τραυματιστεί και έχουν επιβιώσει, σε όλα τα τρανς άτομα, τις σεξεργάτριες, στα γκέι άτομα, στα στρέιτ άτομα, μακάρι αυτό να είναι η αρχή για να λυτρωθούμε όλοι και όλες. Δε σας γνωρίζω προσωπικά, αλλά είμαι μαζί σας και σας νιώθω.
Να προσέχουμε η μια την άλλη.__
Γράφει η Μαρίνα Παναγιωτίδη