Η απόπειρα αποκωδικοποίησης των ταινιών του πρωτοποριακού κινηματογραφιστή Dane Komljen είναι μια δύσκολη υπόθεση. Με καταγωγή από τη Βοσνία, σήμερα ζει, κινηματογραφεί και διδάσκει στο Βερολίνο. Δημιουργός που δεν δουλεύει σχεδόν καθόλου με την ομιλία, αλλά με τους χώρους, τα σώματα, το νερό, έγινε γνωστός με τις ταινίες All the Cities of the North (2016), Afterwater (2022). Πέρυσι γύρισε το ντοκιμαντέρ The Garden Cadences (2022) για μια αναρχο-queer κατάληψη στο Οστοκρόιτζ.
Η νέα του ταινία Desire lines έκανε πρεμιέρα στο φεστιβάλ του Λοκάρνο και συμμετέχει στο διαγωνιστικό πρόγραμμα του 14ου Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου.
Σ’αυτήν παρακολουθούμε τον Μπράνκο, εμμονικό με την απώλεια του αδελφού του (ή μήπως του alter ego του;) να περιπλανείται, αρχικά στο κέντρο τα προάστια του Βελιγραδίου, και στη συνέχεια να περνάει κυριολεκτικά μέσα από έναν τοίχο, όπου τον περιμένει μια άλλη ζωή, συνδεδεμένη με το φυσικό περιβάλλον, την ανθρώπινη επικοινωνία, αλλά και το παρελθόν. Όχι queer ιστορία, αλλά σίγουρα queer ματιά, ζουμ στα σώματα, ανάδειξη του χώρου. Είναι θέματα με τα οποία έχει καταπιαστεί ο κινηματογραφιστής και ξέρει να τα επεξεργάζεται και να τα αναπτύσσει.

Μια συζήτηση με τον Dane Komljen
Βρήκα το Desire lines υποβλητικό και το απόλαυσα, ειδικά τον οπτικό σχεδιασμό του, αν και το παρακολούθησα σε οθόνη υπολογιστή. Βέβαια δυσκολεύομαι να το αποκωδικοποιήσω.Έχουμε ένα χαρακτήρα, τον Μπράνκο στρεσαρισμένο, υποφέρει από αϋπνία, ίσως είναι φάντασμα και κάνει μια μετάβαση σε ένα άλλο κόσμο (μετά θάνατο;) και περνά σε μια νέα κατάσταση. Πώς συνέλαβες αυτή την υπέρβαση;
Σκέφτηκα τον χαρακτήρα του Μπράνκο σαν ένα άτομο που πλησιάζει τα 30 χρόνια, μια ηλικία που συνήθως συνοδεύεται από πιέσεις να επιλέξει ζωή, κι αυτός δεν θέλει να το κάνει. Δεν μπαίνει σε καλούπια, μεταβαίνει από μια πορεία σε μια άλλη. Ο τοίχος από τον οποίο διέρχεται σημαδεύει το σύνορο της αλλαγής του, δεν θα έλεγα ότι έχει να κάνει με τη μετα θάνατο ζωή, αλλά ένας με ένα άλλο τρόπο ζωής. Η περιέργειά του τον οδήγησε στην αλλαγή ζωής.
Στο Βελιγράδι διαδραματίζεται το πρώτο μέρος; Το επέλεξες σαν χαρακτηριστικό αστικό τοπίο; Και γιατί θέλει να ξεφύγει από την πόλη; να απελευθερωθεί ίσως;
Ο Μπράνκο έχει τον δικό του συγκεκριμένο τρόπο να κινείται μέσα στην πόλη, κι αυτό για μας είχε μεγάλη σημασία, το πώς υπάρχει και τοποθετείται σε διαφορετικούς χώρους. Έχει ένταση και η διάθεσή του μεταβάλλεται συνεχώς κι αυτό είναι εμφανές ακόμα και στο παρουσιαστικό του. Οπότε, πιστεύω ότι ήθελα να αποτυπώσω την πόλη σαν ένα σκοτεινό χώρο, όχι αναγκαστικά κάτι αρνητικό, κακό-κακό, αλλά σκοτεινό και αγχωτικό.
Στην πόλη ωστόσο, δεν τον παρατηρεί κανείς, δεν του απευθύνεται κανείς. Αυτό αλλάζει στην εξοχή, όπου ανοίγεται στα άλλα άτομα, αφηγείται και εξομολογείται τις σκέψεις του. Πώς το αντιμετώπισες σεναριακά;
Αυτή είναι η εξέλιξη της ταινίας. Δεν μιλάει, δεν αγγίζει κανέναν και δεν του απευθύνεται κανένας. Κι αυτό αλλάζει αργότερα. Τον κινητοποιεί από τη φωνή της φίλης του που τον ωθεί σ’αυτό το ταξίδι. Σαν να μαθαίνεις μια ξένη γλώσσα, θυμάται αναμνήσεις που είχε λησμονήσει για καιρό. Η παρουσία του με την ομάδα στο δάσος του αποκαλύπτει στοιχεία για τον εαυτό του. Γλιστρά αργά σε κάτι νέο. Ως προς το σενάριο, μου πήρε χρόνο, το έγραφα μόνος μου από το 2016. Όταν βρήκα χρηματοδότηση για το γύρισμα, αποφάσισα να το ξαναδουλέψω και έφερα την Τάνια Σλιβαρ, θεατρική συγγραφέα στο σχέδιο. Μαζί της οι διάλογοι πήραν μορφή και σχήμα. Με τους διαλόγους δουλέψαμε χωριστά και από κοινού, δοκιμάσαμε πώς συνομιλούσαν. Το άνοιγμα του κεντρικού χαρακτήρα, συνέβη στην πορεία ανάπτυξης του σεναρίου.

Θα ήθελα να μείνουμε λίγο στο πώς απεικονίζεις το ανθρώπινο σώμα, πώς το αναδεικνύεις αυτό;
Μα σε αυτό ακριβώς συνίσταται η τέχνη του σινεμά: Εστίαση, παρατήρηση, κίνηση, διαφορετικοί τρόποι και οπτικές. Είναι τεράστιο πεδίο αναζήτησης. Υπάρχουν ασφαλώς διαφορετικές τεχνικές, αλλά για μένα αυτή είναι όλη η άσκηση του κινηματογράφου και της κινούμενης εικόνας, οι γωνίες λήψης, η οπτική σκοπιά, και στη διαδικασία ανακαλύπτεις και το δικό σου σώμα. Βέβαια υπάρχουν κι άλλες τέχνες πιο άμεσες. Το σινεμά τηρεί αποστάσεις, κι αυτό είναι βοηθητικό. Σε καλεί να ανακαλύπτεις την ομορφιά σε κάθε σώμα, κι αυτό είναι σπουδαίο και είναι ερώτημα σε κάθε εγχείρημα, δεν απαντάται εφ’άπαξ σε μια ταινία, επανέρχεται. Υπάρχουν queer καλλιτέχνες για τους οποίους έχει μεγάλη σημασίαμέσω της ερώτησης «γιατί είναι έτσι το σώμα μου»; Είναι μια ευαίσθητη πλευρά, εδώ πιστεύω έχουν να παίξουν ρόλο οι παραστατικές τέχνες.
Πώς επέλεξες τους ηθοποιούς σου, τον Μπράνκο και την τριάδα;
Με casting. Είναι όλοι επαγγελματίες ηθοποιοί εκτός από το νεότερο άτομο, που σπουδάζει σε δραματική σχολή. Μέχρι σήμερα δεν έκανα κάτι τέτοιο, συνεργαζόμουν με μη επαγγελματίες, με άτομα από τις παραστατικές τέχνες, αλλά όπως είδες, η ταινία αυτή ήταν πιο απαιτητική. Χρειαζόταν να αποκτήσουν οικειότητα και άρα χρειαζόταν εμπειρία για να λειτουργούν μεταξύ τους, να αναπαραστήσω αυτό το αίσθημα ρευστότητας και υπέρβασης των ορίων, εδώ βρισκόταν το στοίχημα.

Νομίζω ότι δούλεψε καλά. Θα ήθελα τώρα να μιλήσουμε λίγο για την queer ματιά. Δεν έχει σημασία ότι το Desire Lines δεν αφορά μια queer ιστορία. Ο οπτικός σχεδιασμός, η ματιά, η προσέγγιση, όλα προδίδουν queer ματιά. Εσύ τι πιστεύεις;
Ναι, έτσι είναι, συχνά ψάχνουμε ιστορίες για την queer εμπειρία καθ’αυτή, αλλά τις περισσότερες φορές συμβαίνει να παρουσιάζονται queer ιστορίες με συμβατική οπτική. Ξέρεις, το κυρίαρχο σινεμά λειτουργεί με πολύ συγκεκριμένες δυναμικές, οι οποίες τείνουν να υποβαθμίζουν την queer εμπειρία. Το queer σινεμά είναι ένα εντελώς διαφορετικό είδος σινεμά. Όπως κι αν το δεις, το να είσαι queer αποτελεί πολιτική κατηγορία, συνδεδεμένη με την άρνηση να δεχτείς ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής και αυτό πάντα υπήρχε. Θα ήθελα να ανακαλύψω έναν διαφορετικό τρόπο ζωής, κάτι που, παρεμπιπτόντως υπήρχε σε διαφορετικές μορφές στο παρελθόν. Στο σινεμά, ναι μπορείς να κάνεις ταινίες όπου δείχνεις κουήρ χαρακτήρες, αλλά το ζήτημα είναι να κάνεις κάτι διαφορετικό, να βλέπεις, να ακούς, να κινείσαι, να αισθάνεσαι με κουήρ τρόπο, και εδώ βρίσκεται η δυναμική.
Θα ήθελες να πεις ποιες είναι οι κινηματογραφικές αναφορές σου; Το τέλος της ταινίας στο ποτάμι μου έφερε στο μυαλό το υπερβατικό σινεμά του Απιτσατπόνγκ Βιρασετάκουν.
Ω, είναι δύσκολη ερώτηση, δεν σκέφτομαι ποτέ έτσι, πάντα προσπαθώ να κάνω κάτι πραγματικά δικό μου.
Η ερώτηση δεν αφορά την έμπνευση για τη συγκεκριμένη ταινία, αλλά γενικά, ποιο σινεμά σε επηρέασε.
Και πάλι είναι δύσκολο, γιατί δεν μένω διαρκώς στο ίδιο σημείο, μου αρέσει να ψάχνω, να βρω τον δικό μου δρόμο.

Θα ήθελα να σχολιάσουμε μερικά στοιχεία όπως η στρατιωτική στολή που φοράει ο Μπράνκο, η είσοδος στο στρατόπεδο, και μετά, την περιπλάνηση σε εγκαταλελειμμένα κτήρια, αυτές οι ογκώδεις κατασκευές από μπετόν που, για μένα παραπέμπουν στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Μήπως υπερβάλλω;
Καθόλου! Υπάρχει ένα βασικό στοιχείο που δεν μπορεί δυστυχώς να γίνει αντιληπτό σε ακροατήριο μη εξοικειωμένο με τις Γιουγκοσλαβικές γλώσσες. Στην ταινία ομιλούνται 4 γλωσσικές παραλλαγές: Σερβικά, Βοσνιακά, Κροατικά, Σλοβένικα, δηλαδή από όλους σχεδόν τους τόπους της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Το μνημείο που εμφανίζεται κατασκευάστηκε για να τιμήσει τους παρτιζάνους που δολοφονήθηκαν εκεί στον αντιφασιστικό αγώνα κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Ο Μπράνκο μπορεί τώρα να ανοίγεται σε νέους ανθρώπους, αλλά ταυτόχρονα τον απασχολεί το παρελθόν, η ιστορία παίζει ρόλο, αυτό επισημαίνει το συγκεκριμένο τοπίο. Η Γιουγκοσλαβία αποτέλεσε μια κοινότητα εθνών, ένα κράτος που προσπάθησε να υπερβεί την ιδέα του έθνους.
Σήμερα μένεις μόνιμα στο Βερολίνο, και βλέπω ότι έχεις κάνει και ταινίες για το Βερολίνο. Τι να περιμένουμε στο μέλλον;
Έχω κάνει ταινίες σε διάφορα μέρη, την πρώτη στο Μαυροβούμιο, τη δεύτερη σε Γερμανία και Ισπανία. Αυτή τη στιγμή ετοιμάζω μια νέα ταινία, με βάση το Βερολίνο. Η δεύτερη ταινία μου ήταν σχετική με λίμνες, ενώ τώρα θα επικεντρωθώ στον αστικό χώρο του Βερολίνου, θα δούμε…

INFO: Το Desire Lines προβάλλεται το Σάββατο 13 Δεκέμβρη στις 21.30 στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας, στο πλαίσιο του 14ου Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου.





