Ο Ιούνιος είναι λέει μήνας υπερηφάνειας. Δηλαδή εμείς κανονικά τώρα έπρεπε να εφοδιαζόμαστε γκλίτερ και να τρέχουμε στα απανταχού πράιντ, να έχουμε γεμίσει ρέινμποου παραφερνάλια τα σόσιαλ μας και να έχουμε πέσει πάνω σε συζήτηση «γιατί διατυμπανίζουν τη σεξουαλικότητα τους» τουλάχιστον τρεις φορές . Αλλά ως γνωστόν το 2020 είναι μια κάπως «ιδιαίτερη» χρονιά οπότε αντί όλων αυτών για φέτος το μενού έχει κορωνοϊό, viral βιντεάκια με θέματα του στιλ «γιατί δεν είμαι φεμινίστρια», μουσική υπόκρουση αδερφών Τέγου που τραγουδούν κατά της έκτρωσης και μια είδηση για έναν μπάτσο που αποφάσισε να σκοτώσει κάποιον πατώντας τον στο λαιμό επειδή του φάνηκε τάχα επικίνδυνος, κυρίως γιατί παραήταν μαύρος.
Γράφτηκε πολύ το ότι ο Τζωρτζ Φλόυντ ήταν σαν το δικό μας το Ζακ. Και η αλήθεια είναι, οι ομοιότητες του αφηγήματος που στήθηκε γύρω από το θάνατο του είναι εντυπωσιακές (αν και αναμενόμενες): «δεν ήταν και κανένας άγιος», «σίγουρα κάτι θα έκανε», «οι αστυνομικοί έκαναν τη δουλειά τους», «δεν υπήρχε πρόθεση να τον σκοτώσουν», «δε θα τον κάνουμε και ήρωα». Γράφτηκε ακόμα πολύ ότι η όλη ιστορία ως προς τη φυλετική διάσταση της είναι αρκετά «αμερικάνικη» και εμάς στην Ελλάδα δε μας αφορά και τόσο γιατί εμείς δεν είχαμε ποτέ σκλάβους. Η αλήθεια είναι βέβαια πως οι σκουρόχρωμοι εργάτες της Μανωλάδας που τους πυροβόλησαν οι Έλληνες γαιοκτήμονες όταν ζήτησαν τα μεροκάματα τους μένοντας ουσιαστικά ατιμώρητοι, οι πρόσφυγες στα κέντρα κράτησης που δέχονται κρατική καταστολή μόλις διαμαρτυρηθούν ζητώντας καλύτερες συνθήκες ζωής, όλα τα θύματα της Χρυσής Αυγής πριν τον Παύλο Φύσσα που πέρασαν στα ψιλά καθότι μη Έλληνες, είναι ή ήταν υπαρκτά πρόσωπα. Ίσως λοιπόν η ανυπαρξία αντίστοιχων κινημάτων βάσης με το «Black lives matter» να μην είναι ένδειξη του πόσο δε μας αφορά η φυλετική διάσταση της ιστορίας αλλά απόδειξη του πόσο πολλά μένουν να γίνουν μέχρι να διαχειριστούμε τον εγχώριο, θεσμικό και μη, ρατσισμό μας. Όπως και να ‘χει πάντως, αν είναι κάτι που μένει από την όλη ιστορία είναι το ότι βρισκόμαστε συλλογικά αντιμέτωποι με επιτακτικό τρόπο την πραγματικότητα του ότι στις κοινωνίες μας δεν αποδίδεται ίδια αξία σε όλες τις ζωές και αυτό, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, σκοτώνει.
Θυμάμαι πολύ καιρό πριν, στο πρώτο μου πράιντ, αυτό το πρωτόγνωρο αίσθημα ελευθερίας. Ακόμα και σήμερα, αν είχα να διαλέξω έναν μονάχα λόγο για τον οποίο χρειαζόμαστε πράιντ θα διάλεγα αυτόν, το να μπορείς δηλαδή έστω μια μέρα να δηλώσεις πως είσαι εδώ, χωρίς εκπτώσεις για αυτό που είσαι, χωρίς συμβιβασμούς και χωρίς στρογγυλέματα σε έναν κόσμο που όλες τις υπόλοιπες μέρες με τον ένα ή τον άλλο τρόπο απαιτεί «να μην προκαλείς».
Τα επόμενα χρόνια, με αφορμή αυτό ακριβώς το πρώτο μου πράιντ, ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μου αφιερώθηκε στην ενασχόληση με τα δικαιώματα που ως ΛΟΑΤΚΙ άτομα στερηθήκαμε ή στερούμαστε ακριβώς λόγω της απαξίωσης που δέχονται διαχρονικά οι ζωές μας στη δημόσια σφαίρα. Μα πολλές φορές, κοιτάζοντας αυτό που (ίσως κάπως καταχρηστικά) αποκαλούμε ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα από τα μέσα, βρέθηκα να σκέφτομαι, αλήθεια, ακόμα και μέσα σε αυτήν, πόσο χωράει ακριβώς αυτό το «αυτό που είσαι» όλων μας; Η πλήρης αποδοχή όλου του φάσματος ταυτοτήτων φύλου – αυτού του Τ στο ΛΟΑΤΚΙ – είναι ακόμα υπό συζήτηση, το ίντερσεξ αόρατο και το κουήρ τόπος αντιπαράθεσης.
Πολλοί ακόμα στέκονται επικριτικά σε ο,τιδήποτε τους θυμίζει τα κακά στερεότυπα και τα «μη γίνεις σαν αυτόν» με τα οποία τους μεγάλωσαν, ζορίζονται με την αντρική θηλυκότητα, τη γυναικεία αρρενωπότητα, τη σεξουαλική ελευθεριότητα, κοιτάνε με τρόμο την οροθετικότητα. Και πόσες φορές μιλήσαμε στ’ αλήθεια για τα βιοποριστικά προβλήματα, τη φτώχεια ή και την αστεγία πολλών από εμάς, όχι στο πλαίσιο κάποιας αόριστης «συμπεριληπτικότητας», όχι περιγράφοντας τους ωφελούμενους κάποιου πρότζεκτ αλλά για να δώσουμε όντως το μικρόφωνο σε φτωχά ΛΟΑΤΚΙ άτομα και να ακούσουμε τη δική τους πραγματικότητα και τις δικές τους ανάγκες; Και πόσες φορές χώρεσε το φυλετικό ζήτημα ή έστω μια υποτυπώδης διαπολιτισμική προσέγγιση στις αναλύσεις και στις δράσεις μας; Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό το ότι, ακόμα και σε εποχές που ΛΟΑΤΚΙ συλλογικότητες φιλοξενούνταν σε χώρους που αποτελούσαν ταυτόχρονα και τόπους συνάντησης μεταναστών και προσφύγων, ήταν εξαιρετικά σπάνιο το να εμφανιστεί σε δράσεις τους έστω και ένας πρόσφυγας, μετανάστης ή μη λευκό άτομο. Στις συζητήσεις μας στους φεμινιστικούς κύκλους, πιο εύκολα μιλάμε για ζητήματα όπως το cultural appropriation μεταφέροντας αυτούσιο ολόκληρο το discourse όπως διεξάγεται στις ΗΠΑ, παρά για τις ανάγκες και τα αιτήματα των εδώ κοινοτήτων προσφύγων, μεταναστών και Ελλήνων δεύτερης γενιάς. Ακόμα και στα αντιρατσιστικά φεστιβάλ, συχνά τα πάνελ συζητήσεων αποτελούνται κυρίως από λευκούς Έλληνες. Στα μεγαλύτερα pride περπατάμε στην ίδια πορεία με πολυεθνικές-χορηγούς που εκμεταλλεύονται την υπό συνθήκες σκλαβιάς εργασία ανθρώπων σε χώρες μακριά από εμάς, και οι μισοί βλέπουμε τη συνύπαρξη μας αυτή με πικρία ως αναγκαίο κακό και οι άλλοι μισοί ως τεκμήριο κάποιου είδους «συμπεριληπτικότητας» και «κοινωνικής αλλαγής».
Είναι κάπως ειρωνικό – ή ίσως με κάποιο τρόπο να είναι και πολύ ταιριαστό – ο Ζακ, με όλες τις εκτός νόρμας ταυτότητες του, να είναι ο νεκρός-σύμβολο αυτής της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας. Αλλά ο Ζακ δεν είναι «σαν τον Φλόυντ». Για τα δεδομένα της Ελλάδας, ο Φλόυντ είναι ο νεκρός-σύμβολο για όλα αυτά που ακόμα δεν έχουμε καν προλάβει να μιλήσουμε.
Μήνας υπερηφάνειας λοιπόν, και φίλες μου ίσως δε θα τρέξουμε στα πράιντ αλλά έχουμε πολλούς λόγους να είμαστε ορατές στους δρόμους και στη δημόσια σφαίρα. Γιατί αν κάτι (θα έπρεπε να) μαθαίνει κανείς από την εμπειρία του να είναι μέρος μιας μειονότητας, είναι το πόσο χυδαίο είναι να θεωρείται «λιγότερος» για κάτι που είναι, και πόσο το να κλείνει κανείς τα μάτια σε αυτό διαιωνίζει τη χυδαιότητα.
Καλό περήφανο καλοκαίρι.
Penelope Cappa