Οι σωλήνες του νερού στο σπίτι που νοικιάζουμε με την κοπέλα μου στο Βέλγιο, ξαφνικά σταμάτησαν να κάνουν το αυτονόητο: να μεταφέρουν δηλαδή το νερό προς το άγνωστο. Και εκείνο, μη έχοντας άλλη επιλογή, κατέληξε στον τοίχο του από κάτω μας. Το απρόσμενο γεγονός ακολούθησαν μια σειρά τηλεφωνημάτων, τέτοιων που δε θα ‘θελες να κάνεις- ειδικά μεσημέρι Κυριακής. “Αύριο θα είμαι εκεί”, μας καθησύχασε σε ένα από αυτά, ο ιδιοκτήτης.
Η αναμονή για τον ερχομό του “άρχοντα” (huisbaas, τον λένε οι Βέλγοι και σημαίνει επί λέξη το αφεντικό του σπιτιού) δεν αποδείχτηκε απλή υπόθεση. Παλιότερα παράπονα που είχαμε αφήσει στην άκρη, όπως οι μυρωδιές φαγητού και καπνού, που από το ισόγειο του γείτονα έφταναν ως το υπνοδωμάτιό μας στον δεύτερο, άρχισαν να αναζωπυρώνουν τις κουβέντες μας. Εδώ και μήνες, είχαμε διστάσει να απευθυνθούμε στον “Χάουζμπας” για αυτά μας τα παράπονα, για διάφορους λόγους. Δεν ξέραμε αν ήταν δική του ευθύνη και το ενοίκιο άλλωστε ήταν σχετικά χαμηλό. Είχαμε επιτέλους έναν πολύ μεγάλο χώρο για να περάσουμε την καραντίνα μας- άσε που έτσι είναι όλα αυτά τα παλιά χαριτωμένα διώροφα σπιτάκια- προβληματικά. Δε βοηθούσε και το γεγονός πως μόλις είχαμε ηρεμήσει από την προηγούμενη άσχημη εμπειρία μας στο τελευταίο σπίτι που νοικιάζαμε. Εκεί, το ζεύγος των ιδιοκτητών έτυχε να βρίσκεται σε δικαστική διαμάχη για να χωρίσουν την κοινή τους περιουσία, την ίδια χρονική στιγμή που εμείς χρειαζόμασταν την εγγύησή μας πίσω για να μετακομίσουμε. Καταλήξαμε να μας χρησιμοποιούν ως μπαλάκι πετώντας μας, ο ένας στην άλλη και πίσω πάλι, μέχρι που κουράστηκαν να μας ακούνε να τους παρακαλάμε και μας υπέγραψαν το χαρτί της επιστροφής των χρημάτων μας.
“Θα του μιλήσω εγώ όταν έρθει”, είπα και ελάλησα σε μια αναλαμπή τόλμης. Μα μετά, έκανα μερικά βήματα πίσω και άρχισα να υπολογίζω πως θα παρουσιάσουμε καλύτερα το αίτημά μας. Σαφώς, υπήρχαν ρωγμές στο ταβάνι που μετέτρεπαν κάπως ρομαντικά τον ένοικο του ισογείου από γείτονά σε συγκάτοικο. Αλλά, σκεφτόμασταν πως ακόμα και με την απόδειξη με το μέρος μας δε θα έπρεπε να ξεχάσουμε τη φιλική μας διάθεση – ναι, είχαμε μαζέψει και στοιβάξει σπόρους δυσφορίας, αλλά τι έφταιγε και ο κακόμοιρος ο ιδιοκτήτης; Μπορεί να μη γνώριζε καν για το σάπιο ταβάνι του.
Το όλο γεγονός με είχε αγχώσει ελαφρώς, μα κυρίως το ένιωθα να με ενοχλεί. Να με σφίγγει. Τι θα ειπωθεί και πώς; Θα πάρουμε αυτό που θέλουμε; Αν μας πει όχι; Αν θυμώσει; Κάποια φωνή μέσα μου, μου έλεγε: “Το ξέρεις, ότι κάποιος άλλος άνθρωπος θα το είχε λύσει αυτό απλούστατα και χωρίς πολλές κουβέντες;” και τη στιγμή εκείνη φανταζόμουν μια τέτοια εναλλακτική. Με έκανα εικόνα με μουστάκι και κομπολόι (τουλάχιστον!) να του λέω: “Άκουσε να σου πω χαουζμπάς (huisbaas) μου, ή βουλώνεις τις ρωγμές, ή παίρνω την εγγύησή μου και φεύγω”. Για λίγο θέλησα να δοκιμάσω και το “ή κάνεις αυτό που σου λέω, ή θα σου κάνω μήνυση”, αλλά στη φαντασία μου δεν ένιωθα αρκετά ελεύθερη να φτάσω τα πράγματα στα άκρα.
Αντιθέτως, η φαντασία μου με οδήγησε σε άλλα λημέρια- στα σκοτεινά χωράφια της “Στερεοτυπικής Απειλής”. Βρισκόμουν εν δυνάμει σε κίνδυνο να επιβεβαιώσω τις στερεοτυπικές αντιλήψεις των άλλων έναντι της κοινωνικής ομάδας στην οποία ανήκω- τη θηλυκή. Να φανώ δηλαδή υποχωρητική, αβέβαιη, ευγενική και ευαίσθητη. Το σφίξιμο που ένιωθα προερχόταν από την πίεση που ασκούσα στον εαυτό μου να είμαι άμεση και να απαιτήσω εκείνο που πιστεύω πως μου ανήκει- γιατί έτσι δεν έπρεπε να κάνει μια ολοκληρωμένη και κοινωνικά δυνατή προσωπικότητα; Μα το μυαλό μου αντιστεκόταν σε αυτή την ευθύγραμμη πορεία: Θέλω κάτι > Το εντοπίζω> Το απαιτώ (πεινάω > βυζί > αρπάζω). Το μυαλό μου, ζητούσε να κάνω υπολογισμούς και χειρισμούς, με οδηγούσε σε μια πορεία ανοιχτή, όπου εγώ δεν είχα απαραίτητα δίκιο και ο άλλος δεν είχε απαραίτητα άδικο. Το να ζητήσω κάτι τόσο καθημερινό, αλλά διφορούμενο, όπως να επισκευαστούν οι ρωγμές του γείτονα, είχε γίνει από φαινομενικά απλό, σε ιστορία τακτικής ανάλυσης.
Κάπου διάβασα πως οι γυναίκες αποτελούν μόλις το 15% εγγεγραμμένων αθλητών σκάκι παγκοσμίως. Ίσως γιατί το να ζεις κάθε μέρα ως θηλυκότητα είναι από μόνο του ένα παιχνίδι υψηλής τακτικής.. επιβίωσης ήθελα να πω, έναντι στην ανελέητη “στερεοτυπική απειλή”. Οι γυναίκες είναι κακοί οδηγοί, οι γυναίκες δεν ξέρουν να ζητάνε με πυγμή, οι γυναίκες είναι πιο τακτικές από τους άντρες, πιο ευαίσθητες, μιλάνε περισσότερο, είναι κουτσομπόλες. Στο καλό με όλα αυτά. Δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια μονόπλευρη κατασκευή της πραγματικότητας. Η δική μου πραγματικότητα, θέλω να μου λέει πως αν χρειάζομαι κάτι από κάποιον, πρώτα να εξετάζω διεξοδικά, όλες τις παραμέτρους:
1. Είναι ok να το ζητήσω;
2. Πώς να το ζητήσω;
3. Αν το ζητήσω και δεν το πάρω, τι μπορώ/ θέλω/ αντέχω/ είναι σωστό να κάνω;
4. Αν πάρω αυτό που ζήτησα να μην ξεχάσω να πω ευχαριστώ.
Την επόμενη μέρα, μπροστά στον Χάουζμπας, η κοπέλα μου το ζήτησε διφορούμενα και με τακτική Κασπάροφ: “Θα χρειαστεί να φτιαχτούν αυτές οι ρωγμές, ΕΤΣΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ;”- κι αυτό είναι που λέμε η “tag question” η σωστή, η μπόσικια!
Γράφει η Χριστίνα Τριχά