Μια πολυκατοικία με θέα στο κεντρικό Λονδίνο, πολυτελής, αλλά εντελώς άψυχη. Ένας άντρας (Άντριου Σκοτ) ατενίζει το λάπτοπ του αναζητώντας έμπνευση. Πάει να γράψει κάτι, δεν τα καταφέρνει. Μετά από λίγο, ξαπλώνει στον καναπέ μήπως τον πάρει ο ύπνος μπροστά στην τηλεόραση. Τον ξυπνάει ο συναγερμός καπνού, αλλά όταν κατεβαίνει στον καθορισμένο χώρο, είναι ολομόναχος. Κοιτάζοντας τριγύρω στο τετράγωνο, διαπιστώνει ότι μόνο ένα από τα διαμερίσματα έχει αναμμένα φώτα.
Γράφει η Δήμητρα Κυρίλλου
Ένα χτύπημα στην πόρτα. Είναι ο άντρας από το διπλανό διαμέρισμα, «φτιαγμένος», πιθανά λόγω του μισογεμάτου μπουκαλιού από ιαπωνικό ουίσκι στο χέρι, ίσως από κάτι πιο γερό. Συστήνεται ως Χάρι και εκμαιεύει το όνομα του Άνταμ. Είναι οι πρώτοι δυο και προς το παρόν μοναδικοί ένοικοι στην πολυκατοικία. Ο Χάρι αστειεύεται (ή μήπως όχι;) ότι τα παράθυρα δεν ανοίγουν, καθώς μια αυτοκτονία θα έριχνε τις τιμές των ακινήτων…
Ο Χάρι (Πολ Μέσκαλ με περίεργο μουστάκι) προσπαθεί να αυτοπροσκληθεί για ένα ποτό ή ίσως για ένα γρήγορο πήδημα. Ο Άνταμ δεν ψήνεται καθόλου. Είναι ένας μελαγχολικός, εσωστρεφής άνθρωπος και δεν έχει διάθεση για παρέα αυτή τη στιγμή, σίγουρα όχι από κάποιον τόσο κραυγαλέο όσο ο Χάρι. Όταν ο τελευταίος τελικά φεύγει, βγάζει ένα δίσκο βινυλίου από τη δισκοθήκη του και παίζει το «Build» των Housemartins.
Όλη η φοβερή μουσική που ακούγεται στην ταινία μας τοποθετεί στα λυρικά 1980’s: Frankie goes to Hollywood, Pet Shop Boys, Alison Moyet, Fine Young Cannibals. Όμως η πλοκή συμβαίνει στο σήμερα. Στην πορεία αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για ένα νοσταλγικό όχημα, με το οποίο ο Άνταμ ανακαλεί το τραγικό παρελθόν.
Ξανακοιτάζοντας κάποιες οικογενειακές φωτογραφίες μαζί με αυτήν ενός σπιτιού, ο Άνταμ παίρνει το τρένο για τα προάστια, εντοπίζει το συγκεκριμένο σπίτι και κοιτάζει μέσα από το παράθυρο. Καθώς απομακρύνεται, συναντά έναν άντρα (Τζέιμι Μπελ) που τον προσκαλεί στο σπίτι του και είναι το συγκεκριμένο. Τον συστήνει στη γυναίκα του (Κλε Φόι), η οποία τον κοιτάζει με τρυφερότητα και τον ρωτάει πώς είναι. Σύντομα αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για τους γονείς του Άνταμ, αν και φαίνεται να έχουν περίπου την ίδια ηλικία με αυτόν. Καθώς κουβεντιάζουν στην κουζίνα με τη μαμά, ο Άνταμ αφήνει να του ξεφύγει ότι είναι γκέι. Η αντίδρασή της προδίδει το τυπικό σύνδρομο των μέσων της δεκαετίας του 1980. Δεν έχει δει τις ενημερώσεις για το AIDS με τις ταφόπλακες; Δεν θα τον απορρίψουν όλοι οι γνωστοί του; Δεν είναι ολομόναχος;
Όταν ο Άνταμ και ο Χάρι συναντιούνται ξανά στο ασανσέρ, ο Χάρι είναι νηφάλιος, κι όταν εμφανίζεται ξανά στην εξώπορτα, αυτή τη φορά ο Άνταμ τον αφήνει να μπει. Κοτάζοντας τις φωτογραφίες που κοσμούν το ράφι, κάνει ερωτήσεις. Ο Άνταμ εξηγεί ότι οι γονείς του πέθαναν σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα τα Χριστούγεννα του 1987 όταν ο ίδιος ήταν 12 ετών.
Ο Άνταμ και ο Χάρι κάνουν τα πρώτα τους δειλά βήματα προς μια σχέση. Βγαίνουν σε κλαμπ, αλλά και βλέπουν τηλεόραση τρώγοντας πίτσα. Και βέβαια κάνουν σεξ. Όταν η μητέρα του Άνταμ τον ρωτά κατά πόσο το να είσαι γκέι σημαίνει απόλυτη μοναξιά, η απάντησή του είναι ότι η μοναχικότητά του δεν έχει καμία σχέση με το ότι είναι γκέι. Ωστόσο για πρώτη φορά ίσως μετά το ατύχημα που σκότωσε τους γονείς του, περνάει μια διαφορετική φάση και αρχίζει να χτίζει μια συναισθηματική σχέση με έναν άλλο άνθρωπο.
Κι έτσι επανέρχεται τακτικά στην οικογενειακή εστία και τους εξηγεί πόσα πράγματα έχουν αλλάξει για τους λοατκι+ ανθρώπους από τη δεκαετία του ’80: Δεν πεθαίνουν πια από Aids, παντρεύονται και μεγαλώνουν παιδιά. Όταν ο Άνταμ αναφέρει για το bullying που υπέστη στο σχολείο, ο πατέρας του ομολογεί ότι ο ίδιος θα μπορούσε δυνητικά να είναι ένας από τους κακοποιητές του!
Στην πραγματικότητα ο Άνταμ μπαίνει σε μια χρονοκάψουλα επιχειρώντας να γνωρίσει τους γονείς που δεν πρόλαβε, και μάλιστα επί ίσοις όροις, ενήλικοι προς ενήλικο. Ο Χάρι είναι ο καταλύτης στην πορεία του, τον περιβάλλει με ερωτισμό και με το συναισθηματικό δέσιμο που ως τότε δεν είχε γνωρίσει. Σε αντίθεση με τον Άνταμ, είναι εξωστρεφής, άμεσος και, δυστυχώς επιρρεπής στις ουσίες. Τι είναι αληθινό και τι φαντασίωση; Μπορούν τα φαντάσματα να γιατρέψουν βαθιά εδραιωμένα τραύματα;
Ο σκηνοθέτης Άντριου Χέιγκ, παλιός γνώριμος από το αγαπημένο «Weekend» (2011), έχει αποδείξει ιαδιαίτερες ικανότητες στην αποτύπωση της λοατκι+ ταυτότητας, χωρίς εμμονές και στερεότυπα. Οι ήρωές του (γκέι και μη) φέρουν το φορτίο του σύγχρονου ανθρώπου, τη μοναξιά, την αδυναμία σύνδεσης, την αλλοτρίωση σε πολλά παράλληλα και τεμνόμενα επίπεδα που απελευθερώνουν τις πιο μοίχιες σκέψεις. Πώς βλέπουμε τον εαυτό μας και πώς μας βλέπουν οι άλλοι; Θέλουμε να γίνουμε αποδεκτοί; Και τελικά, τι σημαίνει αποδοχή; Έχει να κάνει με εσένα ή με την κοινωνικοπολιτική συγκυρία;
Η βασική ιδέα του σεναρίου προέρχεται από το μυθιστόρημα «Strangers» (1987) του Ιάπωνα συγγραφέα Ταϊτσι Γιαμαντα, ωστόσο ο Χέιγκ έχει προσδώσει ένα πολύ προσωπικό twist, με το επίκεντρο να περνάει στον µοναχικό γκέι συγγραφέα (ή μήπως είναι ο ίδιος ο δημιουργός της ταινίας;), που επιστρέφει στο παρελθόν του καθώς ξεκινάει µια καινούρια σχέση.
Και η ταινία λειτουργεί. Το καστ και η χημεία των πρωταγωνιστών, η φωτογραφία, η υπέροχη μουσική των 80’s (plus ένα bonus των Blair). Από τη θλίψη στην ελπίδα και ξανά πίσω, ο Άνταμ και ο Χάρι είναι ξεχωριστοί και ταυτόχρονα είμαστε όλοι εμείς, μέσα στη χρονοκάψουλα της ανάμνησης, των συναισθημάτων και της αναζήτησης αυτογνωσίας.