Παρακολούθησα το πολυδιαφημισμένο «The Substance» αναμένοντας, -αν μη τι άλλο- αυτό που υπόσχεται, ένα καυστικό, ντελιριακό σχόλιο στην ανδροκρατούμενη, σεξιστική βιομηχανία του θεάματος.
της Δήμητρας Κυρίλλου
Όλοι προειδοποιούσαν για το splatter ημίωρο κορύφωσης της ταινίας. Δεν με χάλασε αυτό. Τα body horrormovies εξ’ορισμού καταφεύγουν στην βασανιστική διάλυση του ανθρώπινου σώματος για να μιλήσουν για ακραίες καταστάσεις, που ωστόσο βρίσκονται μέσα στη ζωή και την κοινωνία. Ο Ντέιβιντ Κρόνεμπεργκ έχει εγκαινιάσει και επιμείνει σε αυτό το είδος, στοιχειώνοντας το ακροατήριο, αλλά και αναδεικνύοντας τις πιο κρυφές, σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης υπόστασης. Το «ελιξίριο της νιότης» αποτυγχάνει.
Εξηγούμαι: Τεχνικά η ταινία είναι άρτια φτιαγμένη, κάθε κάδρο είναι μελετημένο, αριστοτεχνικά καλοδουλεμένο, ο ήχος ταιριάζει τέλεια, τα εφέ είναι περίτεχνα, η Ντέμι Μουρ δίνει ρέστα.
Μόνο που η ιστορία, το σενάριο (για το οποίο βραβεύτηκε στις Κάννες τρομάρα τους) είναι απλά απαράδεκτο. Το πρόβλημα δεν είναι η τεράστια αναληθοφάνεια (η οποία μπορεί να γίνει αποδεκτή για τις ανάγκες ενός καλλιτεχνικού έργου). Είναι ότι κάθε σκηνή ξερνάει μισανθρωπία και μισογυνισμό, τα οποία μας τρίβει ασταμάτητα στη μούρη, αποδίδοντάς τα σε μας -το ακροατήριο, ως καθρέφτη της κοινωνίας…
Το στόρι με τα ελάχιστα δυνατά spoiler
Η Ντέμι Μουρ υποδύεται την παραγκωνισμένη σταρ Ελίζαμπεθ Σπαρκλ, που χάνει τη δουλειά της (πρωινό τηλεοπτικό σόου aerobics), επειδή πενηντάρισε και ο κυνικός διευθυντής του καναλιού (ένας Ντένις Κουέιντ βγαλμένος από καρτούν) την απολύει εν μέσω ενός γεύματος μασουλώντας γαρίδες με τρόπο που δεν θες να τις ξαναδείς στο πιάτο σου. Συντετριμμένη η Ελίζαμπεθ αποφασίζει να δοκιμάσει μια ουσία (the substance) από τη μαύρη αγορά, η οποία κάνει τον οργανισμό της να συμπεριφερθεί σαν δίκροκο αυγό: Με βασανιστικό τρόπο ξερνάει από τη σπονδυλική της στήλη έναν δεύτερο, νεότατο, αισθησιακότατο εαυτό, την Σου (Μάργκαρετ Κουόλι). Η Σου δεν θα δυσκολευτεί να πάρει τον κεντρικό ρόλο στο σόου που διαδέχτηκε αυτό της Ελίζαμπεθ: «Pump it with Sue» λοιπόν. Ωστόσο η Σου δεν διαδέχεται την Ελίζαμπεθ στη ζωή. Τα δυο μέλη του όντος Ελίζαμπεθ παραμένουν και μοιράζονται αυστηρά τον χρόνο ζωής τους: βδομάδα παρά βδομάδα ζει η μια και «κοιμάται» η άλλη, αλληλοεξαρτώνται βιολογικά για διατροφή και επιβίωση, «remember, you are one» προειδοποιούν οι οδηγίες χρήσης. Ο νέος εαυτός, η Σου σύντομα αυτονομείται ως χαρακτήρας, «κλέβει στο παιχνίδι» και παρασύρει τα πάντα στο χάος, που έρχεται με άφθονο αίμα να ρέει προς κάθε κατεύθυνση.
Οι υμνητές της ταινίας εξαίρουν την ειρωνική αποδόμηση του Χόλυγουντ, την κριτική στη χειραγώγηση των γυναικών που κυνηγούν το τέλειο σώμα, το εύρημα της διχοτόμησης της συνείδησης και της μοιραίας καταστροφής, αλλά…
Κάθισε κανείς να σκεφτεί από πού ως πού μια όμορφη, ευκατάστατη υγιής γυναίκα όπως η Ντέμι Μουρ υποφέρει τόσο που γερνάει, ώστε να δεχτεί να ζει εκ περιτροπής με έναν εαυτό που σουλατσάρει και ερωτοτροπεί πέρα δώθε (Σου) ενώ η ίδια κλείνεται στο σπίτι, μαγειρεύει γαλλικές συνταγές και δεν βρίσκει το θάρρος να βγει ένα ραντεβού ως Ελίζαμπεθ με έναν θαυμαστή της; Μια γυναίκα που μας συστήνεται ως μόνη, -και εντάξει δεν έχει ερωτικό σύντροφο, αλλά η Ελίζαμπεθ δεν έχει ένα φίλο-φίλη να τη στηρίξει-, μελαγχολεί στο πολυτελές διαμέρισμά της με θέα τη θάλασσα και το πορτρέτο του εαυτού της ως άλλος Ντόριαν Γκρέι.
Εκατό χρόνια ιστορίας εξεγέρσεων και αμφισβήτησης του σεξισμού και της έμφυλης καταπίεσης δεν άφησαν κανένα αποτύπωμα; Τόσο χαζές είναι πια οι γυναίκες, που θα θυσίαζαν την ψυχική τους υγεία και την ίδια τη ζωή τους ώστε να τις βρίσκουν οι άλλοι ωραίες; Τι σενάριο είναι αυτό που δομείται πάνω στο αιώνιο κλισέ της γυναίκας -θύματος και κορόιδου; Νομιμοποιείται επειδή κοροϊδεύει και τους «κακούς» επίσης;
Γιατί, ενώ υποτίθεται ότι καταγγέλλεται η ανδροκρατούμενη σεξιστική σκηνοθετική ματιά, οι κάμερες βρίσκονται μόνιμα ζουμαρισμένες στα οπίσθια και τα βυζιά της Σου, σε γυναικεία σώματα που φιλμάρονται σαν μέσα από την κλειδαρότρυπα; Γιατί αναπαράγουν βασανιστικά την αντρική ματιά από την οποία έχουμε υπερκορεστεί τα 130 χρόνια σινεμά, και μας σερβίρουν ξανά και ξανά την κυρίαρχη ιδεολογία ως πρωτοπόρα σκηνοθετική άποψη;
Η δήλωση της σκηνοθέτιδας, Κοραλί Φερζά αναφέρει ότι θέλει «να τινάξει στον αέρα» την ανδροκρατούμενη εξουσία πάνω στα σώματα των γυναικών και δεν έχουμε λόγο να μην δεχτούμε τις προθέσεις της. Αλλά τελικά καταλήγει να αναπαράγει όλα τα στοιχεία που θέλει να καταγγείλει: το μίσος των γυναικών προς το σώμα τους, τη σεξουαλική εμπορευματοποίηση και τη ματαιότητα των αισθητικών επεμβάσεων, τους μηχανισμούς δημιουργίας και ελέγχου της επιθυμίας. Το κινηματογραφικό της βλέμμα υποτάσσεται τελικά στην τοξική βιομηχανία που προσπαθεί να εκδικηθεί.
Όχι, ο μισογυνισμός δεν είναι σκηνοθετική άποψη, όσο χιούμορ, σπλάτερ, ένταση, κώλους και βυζιά κι αν του βάλεις.