Ο χορευτής και χορογράφος Τάσος Καραχάλιος μίλησε στο antivirus για τον σύγχρονο χορό στην Ελλάδα του 2018, για τον αγώνα του καλλιτέχνη, που χρησιμοποιεί το χορεύον σώμα ως μέσον έκφρασης, για τη σημασία της τέχνης ως μέσον απελευθέρωσης από εγκλωβισμούς και για την παράσταση “Η Βασίλισσα των Ξωτικών” που πρωταγωνιστεί στην Εναλλακτική Σκηνή Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
Πώς περιγράφετε την εμπειρία σας, ως σύγχρονος χορευτής, στην Ελλάδα του 2018; Αισθάνεστε περισσότερο ελεύθερος, ή περισσότερο εγκλωβισμένος;
Προσπαθώ να εμπλέκομαι με το χορό με διάφορους τρόπους. Χορεύω ο ίδιος, χορογραφώ, συμμετέχω σε θεατρικές παραστάσεις ως ηθοποιός αλλά και χορογράφος, διδάσκω και επίσης δουλεύω στον δήμο Αλίμου στον τομέα του πολιτισμού. Αισθάνομαι ότι όλα γίνονται κάτω από την ομπρέλα του χορού και στην πραγματικότητα αυτό που θέλω να πετύχω είναι να μεταδώσω τις πολύ δικές μου απόψεις για την τέχνη. Είναι δύσκολο. Θέλει αγώνα. ‘Έχω αποφασίσει να αγωνιστώ και να είμαι ενεργός.
Ο χορός είναι μία τέχνη, που δεν υποστηρίζεται σημαντικά από θεσμικούς φορείς, ούτε υπάρχει ανώτατη ακαδημαϊκή εκπαίδευση στην Ελλάδα. Ποιο είναι, κατά τη γνώση σας, το αντίκτυπο αυτού στο “χορεύον σώμα” ;
Δε μπορώ να μιλήσω γενικά, γιατί ακριβώς γι’ αυτούς τους λόγους που αναφέρετε, δηλαδή την έλλειψη θεσμών, αλλά και ανώτατης εκπαίδευσης, δε μπορεί να οριστεί μια ενιαία κατηγορία χορευτών. Σε αυτό το τόσο ευρύ πεδίο που λέγεται «χορός» ο καθένας υπάρχει μόνος του και το ορίζει διαφορετικά.
Προσωπικά πολύ συχνά πληγώνομαι όταν περνάω περιόδους που είμαι ταυτόχρονα σε δύο και τρία project, γιατί δεν προλαβαίνω να ασχοληθώ με την καθημερινή πρακτική που κάνω σα χορευτής. Δεν την ακυρώνω, αλλά την κάνω με δυσκολία και μου είναι δυσάρεστο. Κάθε μέρα αφιερώνω ένα περίπου δίωρο, όπου εξασκώ τα αντιληπτικά και σωματικά εργαλεία που ορίζω ως απαραίτητα για την κάθε περίοδο. Η προσωπική δουλειά είναι απαραίτητη, και παρατηρώ ότι οι συνθήκες στην Ελλάδα δεν επιτρέπουν στους χορευτές και γενικότερα στους καλλιτέχνες να έχουν αυτήν την πολυτέλεια του χρόνου για προσωπική εξάσκηση, ανεξάρτητα από την πρόβα. Να έχουν προσωπικό χρόνο όπως οι ζωγράφοι ή οι συγγραφείς. Αυτό έχει κόστος στην εξέλιξη του σώματος, στη διάρκειά, στην υγεία, στην ποιότητα κ.α.
Τι ωραία που θα ήταν να υπήρχε αυτονόητα ένα επίδομα για τον χορευτή για αυτήν τη δίωρη καθημερινή εξάσκηση. Πολλές φορές αναγκάζομαι να λέω ψέματα στα αδέλφια μου και σε φίλους, γιατί δε μπορούν να καταλάβουν ότι αυτό είναι μέρος της δουλειάς μου και όχι κάποιο ακατανόητο και αόριστο χόμπι, που θα μπορέσω να παραλείψω για κάποιο πιο επείγον τρέξιμο της καθημερινότητας.
Ο χορός τελικά, συμβαίνει μόνο στη σκηνή των επαγγελματικών παραστάσεων; Θεωρείτε ότι χορεύουμε ως κοινωνία;
Όχι. Ο χορός συμβαίνει παντού. Το καταλαβαίνουν όλο και περισσότεροι ευτυχώς. Αλλά όπως ακριβώς ο χορός, στην κυριολεξία του, χρειάζεται πρακτική και εξάσκηση μιας τεράστιας ποικιλίας σωματικών και πνευματικών εργαλείων αλλά και αρετών όπως πειθαρχεία και αφοσίωση, καθώς και κέφι και ενθουσιασμό, τότε φαίνεται ότι για να φτάσει μια κοινωνία να χορεύει δεν είναι τόσο απλό και εύκολο.
Θα μου άρεσε η τέχνη να είχε πιο απαραίτητη και καίρια θέση στα πράγματα και να χόρευαν όλοι. Είναι πολύ ωραία να χορεύεις!
Δε θέλω να γίνω απαισιόδοξος, αλλά μοιάζει μάλλον η κοινωνία να επηρεάζει περισσότερο τον χορό απ’ ότι ο χορός την κοινωνία, γι’ αυτό και αυτός δεν τα πάει πολύ καλά τελευταία. ΌΣΟ όμως ΥΠΑΡΧΕΙ ΧΟΡΌΣ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΛΠΙΔΑ.
Ο σκηνοθέτης της παράστασης «Η Βασίλισσα των Ξωτικών» ανέφερε: “Το μπαρόκ απελευθερώνει, πιστέψτε με! Από τη μία τελετουργία στην άλλη, η απόσταση είναι μισή στροφή του ρολογιού. Η όπερα καταργεί τον χωροχρόνο.” Πώς βιώνετε εσείς, μέσα από τον σύγχρονο χορό, το Μπαρόκ κατά τη διάρκεια της παράστασης;
Χορεύω ξεχασμένος μέσα σε ένα απίστευτο περιβάλλον που φτιάχνουν τα σκηνικά αλλά και οι τραγουδιστές που εμφανίζονται γύρω μου και είμαι γυμνός ανάμεσα σε 19 υπερβολικά φορτωμένα άτομα με παραδοσιακές μπαρόκ ελληνικές φορεσιές, ακούω την υπέροχη μουσική του Χένρυ Πέρσελ και είμαι πραγματικά ευτυχισμένος σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Όντως απελευθερώνει. Έχει δίκιο ο Γιάννης Σκουρλέτης.
Η παράσταση εστιάζει στον έρωτα δύο ερωτευμένων νέων, της Δάφνης και του Απόλλωνα. Ο έρωτας για εσάς είναι κινητήριος δύναμη, ενεργοποιεί την περιέργεια και τη δημιουργικότητά σας;
Ναι.
Οι πρόβες και οι παραστάσεις του έργου «Η Βασίλισσα των Ξωτικών», πώς συνεχίζονται, ως διαδικασίες πια, στο υπόλοιπο της μέρας σας σε προσωπικό επίπεδο;
Όπως και σε κάθε παράσταση που συμμετέχω, συνεχίζω να την κουβαλάω στο υπόλοιπο της μέρας μου με κάποιον τρόπο. Εδώ, στη «βασίλισσα των ξωτικών» τραγουδάω συνέχεια τα τραγούδια της παράστασης και φροντίζω τον εαυτό μου και το σώμα μου για την επόμενη παράσταση.
Είναι ωραίο να παίρνεις δύναμη και έμπνευση για ζωή μετά από μια παράσταση. Αυτό είναι ένα ωραίο δώρο της τέχνης στους καλλιτέχνες.
Πώς διαχειρίζεστε τους πιθανούς σωματικούς, εκφραστικούς, συναισθηματικούς, κοινωνικούς, πραγματικούς ή φανταστικούς εγκλωβισμούς μέσα από την τέχνη σας;
Θεωρώ την τέχνη κάτι πολύ πιο μακριά από τις κοινωνικές συμβάσεις που προκαλούν εγκλωβισμούς.
Ποιο μήνυμα στέλνετε στην ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, μέσα από το antivirus, για τους εγκλωβισμούς, τη μη-ορατότητα και τις διακρίσεις που συχνά αντιμετωπίζουν;
Ζούμε σε μια κοινωνία που είναι αποπροσανατολισμένη από τα δικά μου ιδανικά, τις απόψεις και τα συστατικά της ευτυχίας. Δε λέω ότι ζω αλλού, αλλά είμαι προβληματισμένος και προσπαθώ να βρω τον δικό μου τρόπο στα πράγματα.
Οι διακρίσεις και οι εγκλωβισμοί δεν έχουν να κάνουν μόνο με την επιλογή συντρόφου, αλλά και με το επάγγελμα, με τα ρούχα που φοράς, με τα λεφτά που βγάζεις. Όποιος βγάζει πιο πολλά είναι σε υψηλότερο rating. Ποιος το αξιολογεί αυτό; Νομίζω ότι όλο το σύστημα αξιολόγησης των ανθρώπων απέχει από το βαρόμετρο της ευτυχίας. Αν πρέπει να δώσω ένα συγκεκριμένο μήνυμα είναι: να μη μασάει κανείς, να ορίσει μόνος του τις αξίες του και να βρει την ευτυχία του.
Συνέντευξη: Κλεοπάτρα Οικονομίδου