Δελτίο τύπου αναφορικά με τις πρόσφατες δηλώσεις εις βάρος της ΛΟΑΤΙ κοινότητας εξέδωσε ο Επίτροπος Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Η συνταγματική ελευθερία της έκφρασης συνιστά συστατικό στοιχείο της δημοκρατίας, του διαλόγου και του πλουραλισμού, ακόμα κι όταν οι απόψεις που εκφέρονται είναι ενοχλητικές ή ακραίες. Εντούτοις, οι δηλώσεις της Εκκλησίας που έχουν κατά τις τελευταίες ημέρες διατυπωθεί δημοσία εναντίον των ΛΟΑΤΙ ατόμων εκφεύγουν του προστατευτικού πεδίου της ελευθερίας της έκφρασης και είναι ποινικά ελεγκτέες, τόσο λόγω του ίδιου του περιεχομένου τους, όσο και λόγω των πιθανών συνεπειών τους.
Και τούτο, διότι είναι κατ’ ουσία κακοποιητικές, προσβάλλοντας, υποτιμώντας και στοχοποιώντας μια διακριτή ομάδα του πληθυσμού στη βάση νομικά προστατευόμενων χαρακτηριστικών τους: του σεξουαλικού προσανατολισμού και της ταυτότητας φύλου. Χαρακτηριστικών τα οποία έχουν κατοχυρωθεί νομικά, σε οικουμενικό επίπεδο, ως εκφάνσεις και εκδηλώσεις της ανθρώπινης προσωπικότητας, η οποία προστατεύεται στα πλαίσια του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή και των αρχών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της ισότητας.
Τέτοιες δηλώσεις, όπως αυτές των τελευταίων ημερών, διαιωνίζουν στρεβλά στερεότυπα, προκαταλήψεις και μίσος σε βάρος των ΛΟΑΤΙ ανθρώπων και μας γυρίζουν δυστυχώς πίσω στην εποχή της ταύτισης της ομοφυλοφιλίας με την ανηθικότητα, την εγκληματικότητα, την παρέκκλιση, την ψυχική ασθένεια. Ταυτόχρονα, υποδαυλίζουν την εχθρότητα, αλλά και υποκινούν δυνητικά βίαιες συμπεριφορές, τη στιγμή που πανευρωπαϊκές και διεθνείς έρευνες αποκαλύπτουν ότι τα ποσοστά βίαιων επιθέσεων, ακόμα και δολοφονιών σε βάρος ΛΟΑΤΙ ανθρώπων είναι ανησυχητικά ψηλά.
Οι πρόσφατες νομοθετικές εξελίξεις στη χώρα, με την κατοχύρωση του συμφώνου συμβίωσης και την ποινικοποίηση της ομοφοβικής ρητορικής, η μαζική συμμετοχικότητα στις πορείες Υπερηφάνειας, οι δηλωμένοι στόχοι του Υπουργείου Παιδείας για δημιουργία ενός σχολείου ανοικτού και δημοκρατικού στο οποίο ο ομοφοβικός εκφοβισμός δεν έχει θέση, καταδεικνύουν αφενός την αναγνώριση των πολλαπλών μορφών διάκρισης που ανέκαθεν υφίστανται οι ΛΟΑΤΙ συμπολίτες μας και αφετέρου εκφράζουν τη δέσμευση της πολιτείας για ενδυνάμωση του θεσμικού πλαισίου ισότητας και καταπολέμησης των διακρίσεων.
Άλλωστε, κάτι τέτοιο δεν μπορεί παρά να είναι δεδομένο και αυτονόητο, σε μια εποχή στην οποία τα ανθρώπινα δικαιώματα θεωρούνται κεκτημένο της ανθρωπότητας και ταυτίζονται με το κράτος δικαίου και τη δημοκρατία. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, όλοι είναι ίσοι ενώπιον του νόμου και καμία μορφή ομοφοβικού λόγου, στο όνομα οποιασδήποτε θρησκείας, παράδοσης ή ιδεολογίας κι αν εκφέρεται, δεν είναι ανεκτή, αφού παραβιάζει την ίδια την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και συνιστά βάναυση συναισθηματική και ψυχολογική παρενόχληση που στοχεύει ή έχει ως αποτέλεσμα τη φίμωση και τον κοινωνικό αποκλεισμό μιας ομάδας πολιτών που διαχρονικά υπόκεινται σε διακριτική μεταχείριση.