Στιγμές τρόμου έζησε ένας 22χρόνος φοιτητής στη Θεσσαλονίκη, μετά τη βίαιη ομοφοβική επίθεση που δέχθηκε από δύο άγνωστους άνδρες. Όπως αναφέρει στην επιστολή που μας κοινοποίησε:
“Το πρωί της Κυριακής (2/8/2015) έπεσα θύμα μιας ομοφοβικής επίθεσης δίχως προηγούμενο. Περί τις 6 τα ξημερώματα βρισκόμουν με τον σύντροφό μου στην ευρύτερη περιοχή της οδού Βαλαωρίτου στο κέντρο της Θεσσαλονίκης (περιοχή στην οποία συχνάζει καθημερινά πολύς κόσμος και στην οποία στεγάζονται δύο από τα μπαρ που είναι φιλικά προς στην ΛΟΑΤ κοινότητα.). Κατά τη διάρκεια της νύχτας δεν δίστασα να αγκαλιάσω και να φιλήσω τον άνθρωπο που αγαπώ και αυτό ώθησε δύο αγνώστους στο να μας επιτεθούν με τον πιο βίαιο τρόπο. Στο δρόμο της επιστροφής, επί της οδού Λέοντος Σοφού δύο άτομα πιθανότατα ελληνικής καταγωγής και ηλικίας μεταξύ 25-28, πριν καν αντιληφθώ την παρουσία τους, με άρπαξαν με κεφαλοκλείδωμα από πίσω και μου αφαίρεσαν το κινητό τηλέφωνο. Φυσικά ο στόχος των δραστών δεν ήταν μόνο η κλοπή και έτσι συνέχισαν να με χτυπούν. Με ρίξανε στο πάτωμα με δύναμη και συνέχισαν με κλωτσιές και γροθιές ενώ την ίδια ώρα με αποκαλούσαν «πουσ**ρα». Η λεκτική βία συνεχίστηκε και σειρά έδωσε στις απειλές την ώρα που μου πίεζαν το κεφάλι στο πεζοδρόμιο σφίγγοντάς μου το λαιμό. Με επιμονή ο ένας εκ των δύο δραστών με ρωτούσε για το ποια είναι η σχέση μου με τον φίλο μου και συνέχισε λέγοντας πως μας είδε να φιλιόμαστε. Η απάντησή μου πυροδότησε ένα βίαιο ξέσπασμα σωματικής και λεκτικής βίας πάνω μου. Ενώ πλειστάκις επαναλάμβαναν την απειλή: «Άμα σας ξαναδούμε να φιλιέστε θα σας σκοτώσουμε». Οι δράστες παράλληλα με το δικό μου ξυλοδαρμό χτύπησαν άγρια και τον σύντροφό μου πριν να τον κυνηγήσουν και έπειτα να τραπούν σε φυγή. Αμέσως, σπεύσαμε στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα, όπου και καταγγείλαμε το περιστατικό. Όπως και την εντυπωσιακή «άνεση» από την πλευρά των δραστών, οι οποίοι δρούσαν ανενόχλητοι επί πέντε λεπτά διατηρώντας παράλληλα τα πρόσωπά τους παντελώς ακάλυπτα, παρά το γεγονός ότι είχε ήδη ξημερώσει. Αργότερα στο νοσοκομείο οι γιατροί εντόπισαν πληθώρα από μώλωπες και κακώσεις και πρότειναν την άμεση εισαγωγή και των δυο μας στο νοσοκομείο.
Σήμερα το μόνο συναίσθημα που με κυριεύει είναι ο φόβος. Φοβάμαι για τη ζωή μου. Χθες γλίτωσα με μόνο μερικούς μώλωπες. Θα έχω και αύριο την ίδια τύχη; Στη θέση μου θα μπορούσε να βρίσκεται οποιοσδήποτε γεννήθηκε διαφορετικός όπως κι εγώ. Και οι θύτες πιθανότατα θα μείνουν για πάντα άγνωστοι.
Καθόλου άγνωστοι όμως δεν είναι αυτοί που οδηγούν τη χώρα μας σε αυτή τη λυπηρή κατάσταση…Δεν είναι μόνον δύο, μα πάρα πολλοί αυτοί που σήκωσαν χέρι πάνω μου την περασμένη Κυριακή. Έχουν όνομα και επίθετο και την παρρησία να εκφράζουν κάθε στιγμή το μίσος τους για μένα. Άνθρωποι, κόμματα και φορείς όπως κληρικοί και φανατισμένοι οπαδοί της Ορθόδοξης Εκκλησίας, δημοσιογράφοι, σύσσωμα το ΚΚΕ και η Χ.Α., μέρος της Ελληνικής Αστυνομίας και του στρατού, διάφοροι εκφραστές και πολιτικοί όλων των κομμάτων της Ελληνικής Βουλής ακόμη και αυτού που έχει να υψώσει τη σημαία των δικαιωμάτων μου από την εκλογική του νίκη, και κάθε άλλη συντηρητική φωνή που εχθρεύεται την αγάπη και αποζητά, πάση θυσία, τον αποκλεισμό μου από την κοινωνία, τον κατακερματισμό των δικαιωμάτων μου και την οριστική καταδίκη μου στο φόβο και την ανασφάλεια.
Η Ελλάδα μου κόβει κάθε μέρα τα φτερά και την όρεξή μου για ζωή, τώρα μου απαγορεύει να αγαπήσω και να αγαπηθώ. Και αναγκάζομαι για ακόμη μια φορά να πληρώσω εγώ τις επιλογές των άλλων. Εκείνων που πρεσβεύουν τη μισαλλοδοξία και τον ρατσισμό, που όπλισαν τα χέρια της εγκληματικής ακροδεξιάς και καταδικάζουν καθημερινά μια ολόκληρη χώρα στη βία και τον φασισμό. Τα χέρια που βιαιοπράγησαν επάνω μου σήμερα είναι τα δικά τους.”