Στις 5 Ιουνίου 1981 ανακοινώνεται για πρώτη φορά μία σπάνια πνευμονία σε πέντε νέους gay άντρες στο Λος Άντζελες. Ξεκινούσε εκείνη τη στιγμή έτσι και επισήμως μια από τις πιο δραματικές κρίσεις δημόσιας υγείας του τέλους του εικοστού αιώνα, της επιδημίας του HIV/AIDS.
– Τι σηματοδοτεί για μας σήμερα αυτή η ημερομηνία;
– Πόσο μας καλεί να ξανασκεφτούμε την επιδημία του HIV/AIDS, την ιστορία της αλλά και τις ατομικές εξιστορήσεις της;
Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, αυτή είναι πάντα μια δύσκολη συζήτηση και, σε μεγάλο βαθμό, μια συζήτηση που δεν έχει γίνει αρκετά.
Τη Δευτέρα, στις 7μμ, η Θετική Φωνή συζητ΄ζ για όλα αυτά μαζί με τους/τις Γρηγόρη Βαλλιανάτο, Νταίζη Γαλιατσάτου, Παναγιώτη Δαμάσκο, Παναγιώτη Ευαγγελίδη, Μαρία Κατσικαδάκου (Cyber), Ανδρέα Μαζαράκη και παρεμβάσεις από ακτιβιστές/ίστριες και μέλη των κοινοτήτων που δραστηριοποιήθηκαν στον αγώνα ενάντια στο HIV/AIDS στην Ελλάδα μαζί με ένα ευρύ δίκτυο συνομιλητών/τριών.
event: https://www.facebook.com/events/2914759008738078/
Η συζήτηση γίνεται στο πλαίσιο μιας ευρύτερης κίνησης για την εκ νέου καταγραφή και δημόσια παρουσία της κοινωνικής και πολιτισμικής ιστορίας του HIV/AIDS στην Ελλάδα, με πρωτοβουλία της Θετικής Φωνής και του προγράμματος του ερευνητικού κέντρου TORCH HIV/AIDS: ένα πολιτικό αρχείο.
Πριν από τη συζήτηση της Δευτέρας, ανατρέχουμε στα πρώτα χρόνια του HIV/AIDS και μοιραζόμαστε μαζί σας μία ιστορία της Νταίζης Γαλιατσάτου:
“ΝΤΑΙΖΗΗΗΗ μην μ’ αφήσεις να πεθάνω…
Δε θέλω να πεθάνω… Πονάω πολύ. Πάρα πολύ.
Μου είχες πει ότι θα βγει το φάρμακο που θα αντικαταστήσει το δολοφονικό ΑΖΤ. Μου είπες ψέματα.”
Αυτή ήταν η τελευταία κραυγή αγωνίας του Λεωνίδα. Ένα ψηλό αγόρι ξανθό με γιαλιά και μπλε μάτια. Γνωριστήκαμε τότε που είχε αρχίσει η προσπάθεια της ακτιβιστικής οργάνωσης και βοήθησε με όλες του τις δυνάμεις για να πετύχουμε τους στόχους μας. Καθαρός και ευθύς.
Οι γονείς του τον είχαν διώξει απ’ το σπίτι γιατί το aids τότε ήταν ντροπή. Είχε νοικιάσει ένα πλυσταριό στη Μιχαλακοπούλου και προσπαθούσε να ζήσει με 19.000 δραχμές το δίμηνο που έδινε μέχρι τότε το κράτος. Πολλοί οροθετικοί ερχόντουσαν στο νοσοκομείο Ανδρέας Συγγρός για να φάνε τα γεύματα που περίσσευαν απ’ τους ασθενείς.
Πάλεψε μαζί μας αυτό το παιδί σε διαμαρτυρίες και άλλα πολλά. Μια μέρα μου είπε ότι άρχισε να ασθενεί. Δεν τον κρατούσαν πια τα πόδια του. Εγώ πάντα μ’ ένα σκληρό βλέμμα του έλεγα ότι ήταν η ιδέα του και ότι σε λίγο θα φτάσει κι εδώ το φάρμακο που θα τον κάνει περδίκι.
Ένα βράδυ που συνεδριάζαμε στα γραφεία παρατήρησα ότι έλειπε. Χτύπησε το τηλέφωνο και στην κοπέλα που το σήκωσε φώναζε και έλεγε… “Πες σ’αυτήν που με κορόϊδεψε να έρθει αμέσως εδώ γιατί δεν μπορώ να σηκωθώ και πονάω.”
Εννοούσε εμένα φυσικά.
Διακόψαμε την συνεδρίαση και πήγαμε στο δωματιάκι του να τον βρούμε, όπου ακολούθησε αυτή η συζήτηση.
-Σήκω Λεωνίδα.
-Δεν μπορώ.
-Μπορείς. Σήκω είπα θα πάμε να φάμε έξω.
Με χίλιες δυο προσπάθειες σηκώθηκε και πήγαμε όλοι σε μια ταβέρνα στο Χαλάνδρι. Τον είχα πιάσει θυμάμαι αγκαλιά και του έλεγα ότι ήταν πολύ ωραίος. Έφαγε αρκετά και μετά πρότεινα να πάμε όλοι στο Factory του Γρηγόρη του Βαλλιανάτου. Ο Λεωνίδας ενθουσιάστηκε. Πράγματι πήγαμε.
Υπήρχε ένας χορευτής στην πίστα που χόρευε μόνος με τα φώτα στραμμένα επάνω του. Ο Λεωνίδας μου είπε ότι χορεύει καλύτερα απ’ αυτόν. Πήγα στον υπεύθυνο και ζήτησα την άδεια να χορέψει ο Λεωνίδας και να στραφούν όλοι οι προβολείς επάνω του. Ήξερα ότι θα ήταν και οι τελευταίοι. Και έτσι έγινε. Εκεί ενώ έπαιζε στο μυαλό μου το “show must go on” έβλεπα τον Λεωνίδα που χόρευε για μία ώρα συνέχεια και σκεφτόμουν το μετά. Το μετά ήταν πιωμένοι να γυρίσουμε στο πλυσταριό που νοίκιαζε να ετοιμάσει την βαλιτσούλα του και να μπούμε στην προτελευταία του κατοικία. Το νοσοκομείο.Το ήξερε, παρέδωσε τα κλειδιά στην ιδιοκτήτρια και τον συνόδεψα στο νοσοκομείο. Κάθε μέρα με ρώταγε με αγωνία αν ήρθε το φάρμακο.
Φυσικά δεν μπορούσα να του μιλήσω ούτε γιατί καθυστερεί ούτε για τις βρωμιές διαπραγματεύσεων που γινόντουσαν μεταξύ φαρμακευτικών και κρατών.
Έτσι φτάσαμε στην ημέρα που η κραυγή αυτή “ΝΤΑΙΖΗΗΗΗ μη μ’αφήσεις να πεθάνω” ηχεί ακόμη παντού.
Την άλλη μέρα πηγαίνοντας στο νοσοκομείο έριξα το βλέμμα μου στο νεκροτομείο που ήταν απέναντι απ’ την είσοδο της μονάδας και είδα το εξωτερικό φως ανοιχτό.
Κατάλαβα ότι μέσα ήταν ο Λεωνίδας τον ετοίμαζαν να τον βάλουν σε μια σακούλα μαύρη και να σφραγίσουν το φέρετρο. Πόση άγνοια είχαν. Πήγα στην κηδεία όπου ήταν οι γονείς του που πρώτη φορά τους έβλεπα και ένα δύο άλλα άτομα.
Εγώ έξω με μιά μπύρα στο χέρι περίμενα να φύγουν όλοι και να του ζητήσω συγγνώμη γιατί δεν μπόρεσα να τα βάλω με την τόσο μεγάλη βρωμιά, που ενώ είχαν βρεθεί τα φάρμακα καθυστερούσαν γιατί οι ζωές για αυτούς ήταν μόνο αριθμοί. Αυτό να το θυμάστε φίλοι μου και να σκεφτείτε ότι πρέπει να αντιδράσουμε πλέον όχι για τα μνημόνια μόνο ή για τα εργασιακά ή για τις ιδιωτικοποιήσεις, αλλά για την ίδια μας την ζωή. Αναμνήσεις πικρές από Ιούνιο 1995. Καλό υπόλοιπο.”
Πολλά έχουν αλλάξει από τότε, με τον HIV να αποτελεί πλέον ένα διαχειρίσιμο χρόνιο νόσημο, το U=U, την PREP, αλλά και τις ελπίδες για ένα εμβόλιο που έχει αργήσει.
Η συλλογική μας ιστορία έχει πλέον κατακτήσει πολλές νίκες, αλλά σηματοδοτείται και από τεράστιες απώλειες και, αναμφίβολα, από τους αγώνες – προσωπικούς και συλλογικούς – για όλα όσα μας φέρνουν εδώ.
Για όλα όσα ακόμη χρειάζεται να διεκδικήσουμε.