Τιμώντας την παράδοση του Film Noir η πλατφόρμα Cinobo επέλεξε 12 neo-Noir ταινίες από όλο τον κόσμο, έργα εμπνευσμένα από το αρχέγονο είδος/genre, που ωστόσο γυρίστηκαν τα τελευταία 25-30 χρόνια σε διάφορες γωνιές του πλανήτη, δείχνοντας ότι η δυναμική και τα εκφραστικά μέσα του noir παραμένουν επίκαιρα.
της Δήμητρας Κυρίλλου
Μέσα στην πολύ αξιόλογη συλλογή, διακρίνουμε τις «Μνήμες φόνων» (Memories of Murder) του αγαπημένου μας από τα «Παράσιτα» Μπονγκ Τζουν-χο και το «Μαύρος άνθρακας σε λεπτό πάγο» (Black coal, thin ice) του Ντιάο Γινάν από την Κίνα, που κέρδισε τη χρυσή άρκτο καλύτερης ταινίας και αντρικής ερμηνείας στη Μπερλινάλε το 2014.
Μνήμες φόνων
Μνήμες φόνων
Οι «Μνήμες φόνων» (2003) είναι η δεύτερη ταινία του Μπονγκ Τζουν-χο, μετά την πρώτη του «Σκύλος που γαυγίζει» (2000) και βασίστηκε στην αληθινή ιστορία των φόνων δέκα γυναικών από έναν serial killer στην επαρχία Τερούγκ της Νότιας Κορέας στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Ο δημιουργός ξεδιπλώνει όλα τα χαρίσματα που αναγνωρίζει κανείς στις μετέπειτα ταινίες του και κάνει ένα σκληρό σχόλιο για την πολιτική κατάσταση της χώρας του, που τότε βρισκόταν κάτω από δικτατορικό καθεστώς.
Όλα ξεκινούν με την ανακάλυψη του πτώματος μιας νέας γυναίκας σ’ένα καλυμμένο χαντάκι στα περίχωρα μιας άχαρης επαρχιακής πόλης. Ο τοπικός ντετέκτιβ Παρκ (ο Σονγκ Κα Χο, γνωστός από πολλές άλλες ταινίες του Μπονγκ Τζουν-χο) σπεύδει επιτόπου με την έπαρση του τοπικού «οργάνου», αλλά με πλήρη άγνοια όχι μόνο της διαλεύκανσης εγκλήματος, αλλά και των αστυνομικών πρωτοκόλλων. Η αναζήτηση του δράστη ανάμεσα στον μικρό κύκλο των λούμπεν ανθρώπων της πόλης και ένα νεαρό με διανοητική καθυστέρηση οδηγεί στην κλασσική αστυνομική τακτική του βασανισμού για την απόσπαση ομολογίας, με τραγικά αποτελέσματα και κατακραυγή από την τοπική κοινωνία.
Καθώς η όλη αντιμετώπιση είναι απλά γελοία και ο φόνος-βιασμός επαναλαμβάνεται, ο αστυνομικός διευθυντής καλεί ενισχύσεις από την πρωτεύουσα, όμως και ο νεοφερμένος, πιο προσεκτικός ντέτεκτιβ Σέο παρά την «επαγγελματική» του αντίληψη θα βρεθεί σε αδιέξοδο, και οι φόνοι συνεχίζονται. Παράλληλα συνεχίζεται ο λυσσαλέος ανταγωνισμός μεταξύ των δυο υπαστυνόμων για την επίλυση του μυστηρίου και την εύνοια του προϊστάμενου. Τα δυο λαγωνικά σκαρφίζονται κάθε είδους ιδέες, από επιστημονικοφανείς, μέχρι την προσφυγή σε σαμάνους και ξόρκια, προκαλώντας κωμικοτραγικές σκηνές χάους.
Η ταινία λειτουργεί σε δυο επίπεδα. Από τη μια η αυθεντική ιστορία των γυναικοκτονιών αποτελεί έναν καθρέφτη της τοπικής κοινωνίας, μιας κοινωνίας όπου συνυπάρχει η αγροτική παραγωγή με τη βιομηχανική ανάπτυξη που συμβολίζει το θηριώδες εργοστάσιο στις παρυφές του αστικού τμήματος. Οι φόνοι συμβαίνουν πάντα βροχερά βράδια στο άλσος δίπλα στη διαδρομή από το εργοστάσιο στην πόλη, αφορούν νέες γυναίκες ντυμένες με κόκκινα ρούχα και όλες κακοποιούνται και βιάζονται από τον δράστη με παρεμφερή μέθοδο, που αφήνει αρρωστημένα μηνύματα στο κορμί τους, και ενώ ο τοπικός ραδιοφωνικός σταθμός παίζει το ίδιο ποπ τραγούδι σε παραγγελιά! Κι όλο αυτό εξάπτει τις φαντασιώσεις των κατοίκων: «Αυτές τις μέρες στην πόλη μας τα γεγονότα είναι πιο εντυπωσιακά από τα πορνοπεριοδικά», δηλώνει ένας από τους υπόπτους που συνέλαβαν τα ξεφτέρια της αστυνομίας επειδή αυνανιζόταν στο δάσος μπροστά σε γυναικεία εσώρουχα.
Η πραγμοποίηση – φετιχοποίηση του γυναικείου σώματος, η δαιμονοποίηση του «άλλου», του διαφορετικού, η βία που ξεκινάει πρώτα και καλύτερα από τους εκπροσώπους του κράτους και διαχέεται στα καφενεία και τον ιδιωτικό βίο. Δεν είναι τυχαίο που η μοναδική γυναίκα στο αστυνομικό τμήμα, η Κβον χρησιμοποιείται είτε για να σερβίρει καφέδες στους άντρες του γραφείου ή σαν δόλωμα, σε μια φτηνή απόπειρα να παγιδέψουν τον δράστη. Ωστόσο αποδεικνύει στην πράξη ότι αντιλαμβάνεται πολύ περισσότερα από τους νταήδες συναδέλφους της. Η αρχική ατμόσφαιρα του γκροτέσκου βουλιάζει σταδιακά στη μουντίλα και τη θλίψη της αναποτελεσματικότητας, στη νίκη του βιαστή δολοφόνου
Το δεύτερο επίπεδο της ταινίας είναι εξίσου σημαντικό και συνδέει όχι αλληγορικά αλλά άμεσα την υπόθεση με την πολιτική κατάσταση στη χώρα το 1986 και την αιματηρή καταστολή των διαμαρτυριών των φοιτητών και των αντιφρονούντων. Διαμαρτυρίες και αύρες περνούν σε ανύποπτο χρόνο από την οθόνη, ενώ ο αστυνομικός διευθυντής πληροφορείται ότι δεν μπορούν να του στείλουν τις δυο διμοιρίες που ζήτησε από τα κεντρικά, γιατί έχουν σταλεί να καταστείλουν διαδηλώσεις, κάτι που αποτελούσε πάγια πρακτική του δικτατορικού καθεστώτος, με κατάληξη τον θάνατο χιλιάδων.
Ο Μπονγκ με την ταινία του επαναφέρει την ανάγκη για μνήμη, τόσο για τους φόνους των αθώων γυναικών, αλλά και μιας ολόκληρης γενιάς που συγκρούστηκε με το καθεστώς και αποτελεί συλλογικό τραύμα της Νοτιοκορεάτικης κοινωνίας.
Μαύρος άνθρακας σε λεπτό πάγο
Λίγο βορειότερα από τον τόπο εξέλιξης της ταινίας του Μπονγκ και στο διάστημα 1999-2003 διαδραματίζεται η ταινία του Ντιάο Ντιγιάν, σε μια εξίσου πληκτική πόλη της Βόρειας Κίνας. Ορυχεία και διανομή άνθρακα σε χιονισμένο τοπίο δανείζουν την ιδέα για τον διεθνή τίτλο της. Στην Κινεζική (μανδαρίνικη) γλώσσα βγήκε ως «Πυροτεχνήματα ημέρας», από το όνομα ενός νυχτερινού κλαμπ με κομβικό ρόλο στην πλοκή.
1999. Η ατάραχη καθημερινότητα της πόλης διαταράσσεται από την ανακάλυψη ακρωτηριασμένων ανθρώπινων μελών μέσα σε κοντέινερ από κάρβουνο. Ο κεντρικός (αντι)ήρωας, ένας αστυνομικός με ροπή προς τη βία και το αλκοόλ ξεκινάει μια διερεύνηση που μέσω αιματηρών φόνων θα καταλήξει στο να τεθεί σε διαθεσιμότητα. Λίγα χρόνια αργότερα, όταν εμφανίζονται και πάλι ακρωτηριασμένα πτώματα στην πόλη, ο Ζανγκ Ζιλι, έκπτωτος σεκιουριτάς, σύρεται τυχαία στην υπόθεση, όταν από ένα συνάδελφό του πληροφορηθεί ότι οι δυο ιστορίες συνδέονται μέσω μιας μοιραίας γυναίκας. «Μαύρη χήρα»; Femme fatale; Όχι, μια απλή καταθλιπτική υπάλληλος σε στεγνοκαθαριστήριο, που κακοποιείται συστηματικά από το αφεντικό της κι από γύρω περιφέρονται κακοποιοί και μαφιόζοι της περιοχής. Συνεπής με τις εμμονές του, ο ήρωας θα «κολλήσει» στην Βου και θα ξετυλίξει το κουβάρι βασανιστικά.
Βέβαια, επειδή πρόκειται για νουάρ, τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται, δεν υπάρχουν καλοί και κακοί, φως και σκοτάδι, ή μάλλον υπάρχει διαρκώς σκοτάδι, μια και βρισκόμαστε στην Κινέζικη Σιβηρία.
Ο ρυθμός είναι εσκεμμένα αργός, κάτι για το οποίο επικρίθηκε η ταινία, ωστόσο η δύναμή της δεν είναι το σασπένς, αλλά το φόντο της, ένας πελώριος αστικός καμβάς, ένα νυχτόβιο σύμπαν από πινακίδες νέον, καταθλιπτικά παγοδρόμια, βρώμικο χιόνι, όλα τονίζονται από την εξαιρετική φωτογραφία της ταινίας που δημιουργεί μοναδική ατμόσφαιρα.
Δίνει μια καθόλου κολακευτική εικόνα για την μεγαλύτερη πλέον βιομηχανική δύναμη στον κόσμο, όπου οι φρενήρεις ρυθμοί εξόρυξης και παραγωγής συνδυάζονται με μοναξιά και αποξένωση, υπόκοσμο και συμμορίες, όπως δηλαδή σε κάθε ανεπτυγμένη καπιταλιστική χώρα.
Όπως οι πρωτεργάτες του φιλμ νουάρ που χρησιμοποίησαν το κινηματογραφικό αυτό είδος σαν ένδυμα για ένα σκωπτικό σχόλιο πάνω στο Αμερικανικό όνειρο και το επερχόμενο λυκόφως του, ο δημιουργός από την Κίνα που εμφανώς έχει εμπνευστεί από τον Χάμμετ και τον Τσάντλερ, καταθέτει μέσω του έργου του τη δική του ματιά στα τεκταινόμενα στη χώρα του και ανοίγει δρόμους στη νέα γενιά του νέο-νουάρ.