Της Μαρίας Λουκά*
Ο εισαγγελέας στο σκεπτικό του επισημαίνει ρητά ότι ο θάνατος του Ζακ δεν θα επέρχονταν, εάν δεν είχε πληγεί με το συγκεκριμένο τρόπο. Ωστόσο, δεν αποδίδει την κατηγορία της ανθρωποκτονίας.
Χρειάστηκε να κυλήσει σχεδόν ένας χρόνος με αυτούς τους ψυχοβγαλτικούς ρυθμούς που κυλάει ο χρόνος της απώλειας, για να διαταραχθεί λίγο η αφόρητη δικαστική νηνεμία για την υπόθεση της δολοφονίας του Ζακ Κωστόπουλου και να παραδοθεί στην οικογένεια του θύματος το εισαγγελικό πόρισμα, το οποίο στις πυκνογραμμένες σελίδες του εμπεριείχε μια καινούργια απογοήτευση όχι μόνο για τους οικείους του Ζακ αλλά και για ολόκληρο το κίνημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, ο εισαγγελέας στην πρόταση του προς το Δικαστικό Συμβούλιο, το οποίο θα εκδώσει παραπεμπτικό βούλευμα, εισηγείται την παραπομπή σε δίκη των δύο ιδιοκτητών και των τεσσάρων αστυνομικών με την κατηγορία της πρόκλησης θανατηφόρου σωματικής βλάβης. Πρόκειται για μια κατηγορία ασύμμετρη ως προς την αξιόποινη πράξη, το αποτέλεσμα της και το ιατροδικαστικό πόρισμα.
Αυτό που όλες και όλοι παρακολουθήσαμε στις οθόνες μας το πρωινό της 22ης του Σεπτέμβρη κι αφού είχε προηγηθεί μια μέρα ασύστολων ψεμάτων, ήταν ένας νέος άνθρωπος, παντελώς ακίνδυνος και εμφανώς τρομοκρατημένος από τον εγκλωβισμό του στο κοσμηματοπωλείο, να δέχεται μια άγρια και αναίτια επίθεση, να λιντσάρεται βάναυσα, να ξυλοκοπείται με μένος και να ξεψυχάει στον τόπο του μαρτυρίου του. Αυτό, σύμφωνα με το νομικό μας πλαίσιο αλλά και με ένα στοιχειώδες αντιληπτικό σύστημα, δε μεταφράζεται σε θανατηφόρο σωματική βλάβη αλλά σε ανθρωποκτονία από πρόθεση και με ενδεχόμενο δόλο. Το επιβεβαίωσε, λίγο καιρό αργότερα, το ιατροδικαστικό πόρισμα αποδίδοντας ξεκάθαρα το θάνατο του Ζακ Κωστόπουλου στα χτυπήματα που δέχτηκε από ιδιοκτήτες και αστυνομικούς.
Ο εισαγγελέας στο σκεπτικό του δεν αποδέχεται κανένα επιχείρημα περί άμυνας. Αναφέρεται σε «τιμωρητικές ενέργειες» των δραστών και στον «εξευτελισμό του θύματος στα όρια του λιντσαρίσματος». Επισημαίνει ρητά ότι ο θάνατος του Ζακ δεν θα επέρχονταν, εάν δεν είχε πληγεί με το συγκεκριμένο τρόπο στη οδό Γλάδστωνος και αναγνωρίζει ότι όταν χτυπάς έναν άνθρωπο με σφοδρότητα στο κεφάλι ξέρεις καλά ότι μπορεί να τον σκοτώσεις. Αυτό σημαίνει ότι το επιδιώκεις ή τουλάχιστον το αναλαμβάνεις σαν ενδεχόμενο. Ωστόσο, δεν αποδίδει την κατηγορία της ανθρωποκτονίας που αντιστοιχεί στη συγκεκριμένη συμπεριφορά αλλά μέσα από έναν θολό και μετέωρο συνειρμό, που ισχυρίζεται ότι ο θάνατος προήλθε από το σοκ εξαιτίας των χτυπημάτων και όχι από τα ίδια τα χτυπήματα, καταλήγει σε μια αδικαιολόγητα ήπια ποινική μεταχείριση των κατηγορούμενων που εντείνει την αίσθηση της ατιμωρησίας.
Ο Ζακ δολοφονήθηκε. Δε θα πέθαινε αν δεν είχε μετατραπεί το σώμα του εκείνη την ημέρα σε πεδίο άσκησης βαρβαρότητας. Πέθανε στα χέρια τους. Άφησε εκεί το αίμα του κι αυτοί παγερά το σκούπισαν σε δημόσια μετάδοση, όπως σκουπίζουν τις τρίχες από το σαλόνι τους ή την «ενοχλητική σκόνη» – σύμφωνα με τον μισανθρώπινο κώδικα του Μπαλάσκα. Το σημειολογικό «νοικοκύρεμα» δεν ήταν τίποτα διαφορετικό από μια επίδειξη αλαζονείας που ανατροφοδοτείται από τη φυσικοποίηση της βίας και την πεποίθηση της συγκάλυψης.
Μη γελιόμαστε, η ποινική διερεύνηση της δολοφονίας του Ζακ Κωστόπουλου παραμένει μέχρι σήμερα ένα μνημείο θορυβώδους απροθυμίας των αρχών να κάνουν τη δουλειά τους. Πέρα από την ολιγωρία και την αδιαφορία για τη διαφύλαξη πειστηρίων και αποδεικτικού υλικού από τη σκηνή του εγκλήματος, την αναζήτηση οπτικοακουστικού υλικού και τον εντοπισμό μαρτύρων που έχουνε πολλάκις υπογραμμιστεί, ο κατάλογος των κρίσιμων παραλείψεων, αβλεψιών και σκόπιμων αστοχιών είναι μεγάλος.
Δε διερευνήθηκε το ρατσιστικό κίνητρο παρά τη σχετική παραγγελία από την τότε Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ξένη Δημητρίου και παρά το γεγονός ότι ο Ζακ ήταν ένας πολύ γνωστός και ενεργός ακτιβιστής της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, της οροθετικότητας, του αντιφασισμού και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτό μάλιστα γίνεται ακόμα πιο ακατανόητο όταν ο ένας τουλάχιστον από τους δύο ιδιοκτήτες «ο μεσίτης» έχει διατελέσει στέλεχος ακροδεξιού κόμματος, κάνει διαρκείς ρατσιστικές και ομοφοβικές αναρτήσεις στο προφίλ του στα social media, σε μερικές από τις οποίες μάλιστα δε διστάζει να αποκαλεί τον εαυτό του «σωτήρα» σχετικά με τη δολοφονία του Ζακ. Πιο ανατριχιαστική είναι εκείνη που σχολιάζει χαρακτηριστικά «Το γεγονός ότι ο Θεός με έβαλε απέναντι σε Εθνομηδενιστές, αντίχριστους και οργανωμένους παραβατικούς που έχουν ταξικό εχθρό τον βιοπαλαιστή επαγγελματία και τους οικογενειάρχες, είναι Ύψιστη αποστολή που θα την πάω και εγώ μέχρι τέρμα».
Το συγκεκριμένο χωρίο αν αποσυνδεθεί από τα φαντασιόπληκτα συμφραζόμενα του, είναι μια δήλωση πρόθεσης και μια ομολογία μίσους απέναντι σε κάθε τι διαφορετικό από το εθνοπατριαρχικό ιδεώδες.
Οι αρχές δε διερεύνησαν ποτέ τα κινητά τηλέφωνα των κατηγορούμενων για να εντοπίσουν τυχόν μεταξύ τους επικοινωνίες και συνδέσεις. Πήραν την απόφαση να μην τους προφυλακίσουν παρά τη βαρύτητα του εγκλήματος, τα ψεύδη και τις αντιφάσεις των απολογιών τους, την αμετανόητη στάση τους που εκφράστηκε με την εμμονική προσήλωση τους στην προσπάθεια ενοχοποίηση του θύματος και συκοφάντησης του, της επικινδυνότητας που απορρέει από τα παραπάνω αλλά και από τις απειλές που κατά καιρούς εκτοξεύουν εις βάρος μελών του κινήματος αλληλεγγύης και ερευνητών. Δεν άσκησαν διώξεις εις βάρος άλλων πολιτών που ξεκάθαρα αποτυπώνεται στο βίντεο ότι άσκησαν βία εις βάρος του Ζακ Κωστόπουλου. Δεν άσκησαν διώξεις εις βάρος των υπόλοιπων τεσσάρων αστυνομικών που ήταν παρόντες στην επίθεση, ούτε εις βάρος του εκαβίτη που δεν τήρησε το πρωτόκολλο του ΕΚΑΒ, δεν παρείχε τη φροντίδα που χρειαζόταν το θύμα και δεν έκανε τίποτα για να προστατέψει τον αιμόφυρτο και ανήμπορο Ζακ.
Η ανάκριση έκλεισε με πολλές ελλείψεις και τη στιγμή που χάρη στην επεξεργασία και την ανάλυση του Forensic Architecture βρέθηκε ο σημαντικός μάρτυρας με το κίτρινο μπλουζάκι και χωρίς να εξεταστεί επαρκώς ο τουλάχιστον περίεργος ρόλος του στην υπόθεση.
Σε πειθαρχικό επίπεδο θυμίζουμε ότι η ΕΔΕ εις βάρος των αστυνομικών δεν έχει επικυρωθεί ακόμα ως αποτέλεσμα των άθλιων μεθοδεύσεων του νομικού παραστάτη των κατηγορούμενων αστυνομικών και βουλευτή του κυβερνώντος κόμματος Θανάση Πλεύρη, με αποτέλεσμα οι συγκεκριμένοι αστυνομικοί να εργάζονται κανονικά. ΕΔΕ για τον διασώστη του ΕΚΑΒ δεν διατάχθηκε ποτέ παρά τα ερωτηματικά που αρθρώθηκαν από υγειονομικούς και την ΟΕΝΓΕ.
Επίσης, δε διατάχθηκε ποτέ καμία ΕΔΕ για τις διαρροές με τις οποίες τροφοδοτούσαν στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας αστυνομικούς συντάκτες με στόχο την απόκρυψη της αλήθειας και την παραπλάνηση της κοινής γνώμης.
Η απόδοση δικαιοσύνης για τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου αφορά στην οικογένεια του και στα αγαπημένα του πρόσωπα που συμβιώνουν με την απώλεια, τον πόνο και τον εμπαιγμό. Αφορά, όμως, και σ’ ένα πυρηνικό δικαίωμα του να ζούμε όπως θέλουμε χωρίς να κινδυνεύουμε, να μην ανεχόμαστε γειτονιές με πεταμένα παπούτσια δολοφονημένων, γιατί είναι μια σφραγίδα επικράτησης του κοινωνικού εκφασισμού. Είναι πολύ θλιβερό που ένα χρόνο μετά η δικαστική εξουσία δεν αφουγκράζεται το παγκόσμιο αίτημα για τη δικαίωση της μνήμης του νεκρού και η πολιτική εξουσία μοιράζει τις κάρτες των δικηγόρων της στους δολοφόνους. Ο αγώνας, όμως, ενάντια στη θανατοπολιτική δεν περιορίζεται σε περίκλειστα γραφεία και δικαστικές αίθουσες. Διακυβεύεται στο δρόμο. Εκεί που θα επιστρέψει στις 21 Σεπτεμβρίου για να θυμίσει στους κανίβαλους αυτού του κόσμου ότι δεν ξεμπερδεύουν εύκολα με τη μνήμη.
*Αναδημοσίευση από το omniatv.com