Ο δρόμος έχει τη δική μας ιστορία. Σίγουρα όχι των 100 περίπου χιλιάδων, όπως ακούστηκε ότι είχε φέτος.
Η ιστορία που γράφεται σήμερα στον δρόμο είναι λίγο πιο ροζ. Είναι ξεπλυμένο αίμα. Και δεν εννοώ πουλημένο, ως συνηθίζεται η απόχρωση αυτή να χρησιμοποιείται. Είναι το ροζ του γκλίτερ, που γυαλίζει, που δεν κρύβεται στο σκοτάδι και έχει, όπως οποιοδήποτε ροζ, το δικό του τίμημα. Ένα θάνατον, μια δολοφονία.
Διπλό το ζητούμενο φέτος. Να τιμήσουμε 50 χρόνια κινημάτων. Να κλάψουμε; Να θυμηθούμε; Να αποτίσουμε φόρο τιμής στον δολοφονημένο; Στον φίλο μας; Στο νέο παιδί που αψήφησε την αντανάκλαση του ροζ και το φορούσε πιο έντονο;
Όλα στραβά πήγαν απ’ την στιγμή που άρχισα να ετοιμάζομαι. Κάτι δεν μου πήγαινε καλά. Το αδιόρατο ένστικτο ενός ανθρώπου, που δίνει μεγαλύτερη σημασία σε αυτό πλέον, παρά στη λογική.
Αλλά είχα όρεξη να το κάνω. Γιόρταζα αν μη τι άλλο. Πενήντα χρόνια είναι αυτά… που ο δρόμος γράφτηκε με τη δική μας ιστορία – παραφράζοντας τον Μάνο Λοίζο λίγο αυθάδικα.
Το είχα πολύ καλά στημένο το σκηνικό στο μυαλό μου. Τρανς-πουτάνα-μπάτσος.
Και έτσι κι έγινε. Ριψοκίνδυνο αλλά σε μένα ξεκάθαρο τι μήνυμα θέλω να περάσει.
Δεν μισούμε τους μπάτσους – όχι όλους τουλάχιστον. Δε ρίχνουμε χλαπάτσες στους μπάτσους – όχι σε όλους τουλάχιστον. Θέλουμε αυτή τη φάρα να μας προστατεύει, όπως έχει ταχθεί να κάνει από την πολιτεία.
Θέλουμε την προστασία της ως όργανο δικαιοσύνης και όχι ως προστάτη επί χρήμασι. Και αυτό θέλαμε να περάσουμε.
Φορώ τα σέξι ρούχα της εργασίας, βάφομαι πάρα πολύ έντονα με σκοτεινά χρώματα, θέλοντας να δείξω το άγριο του θεσμού. Βάζω τα εξαρτήματα – τα πραγματικά εξαρτήματα από αληθινό αστυνομικό.
Καπέλο ετοιμόρροπο να πέσει κάθε φορά που φυσούσε λίγο παραπάνω. Χειροπέδες και γκάλοπ. Είναι η μόνη φορά που έβαλα μόνη στα χέρια μου χειροπέδες σύλληψης. Δεν είχα ξεχάσει το βάρος τους, τα σημάδια που αφήνουν από τις πολλές ώρες χρήσης.
Ανέβηκα στο άρμα με τα άλλα δύο κορίτσια. Τη μία θα την είχα συλλάβει και θα φορούσαμε τις χειροπέδες ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τις συλλήψεις και τα πρόστιμα που ρίχνει η αστυνομία σε καθημερινή βάση. Απίστευτα πολύ κόσμος. Ζεστή υποδοχή και ζέστη αφόρητη. Κραυγές και σφυρίχτρες ούρλιαζαν στ’ αυτιά μου.
Ξεκινάει η παρέλαση. Η μουσική που έπαιζε η d-j μπροστά μας στη διαπασών και άρχισε το γλέντι και ο χορός. Φωτογράφοι μανιασμένοι. Όπως πάντα, όταν δουν κάτι εξτρίμ και προκλητικό. Ήξερα πως δεν τραβάει το βλέμμα τους η θεματική μας, μα το βυζί που ήταν έτοιμο να ξεχυθεί -και όλο το μάζευα- τα όμορφα πόδια των άλλων κοριτσιών και φυσικά σε ‘ο,τι αφορά το σεξ. Ξέρω να παίζω πολύ καλά το παιχνίδι τους. Αλλά το ζητούμενο μας ήταν να παρουσιάσουμε μια ρεαλιστική εικόνα, αυτού που υπερασπιζόμαστε ως Red Umbrella Athens.
Λίγο μετά τη μέση της Πανεπιστημίου, κουράστηκα. Λάθος παπούτσια πάλι, σκέφτηκα. Μα πνιγόμουν. Κάτι με δυσφορούσε. Και άραξα πάνω σε ένα μαύρο ηχείο και μετά στο πλαϊνό σίδερο της καρότσας. Σε κάθε ξεκίνημα ή σταμάτημα του «άρματος» ένιωθα και πιο άσχημα. Έγειρα πάνω στο βαρύ πλακάτ που κρατούσα – πολύ βαρύ. Άφησα «ελεύθερη» την κρατούμενη μου και κοιτούσα όλους αυτούς τους ανθρώπους σχεδόν έναν έναν. Πότε για να συναντήσω γνωστά βλέμματα και άλλοτε να διαβάσω συνθήματα ελευθερίας και καταπιεσμένα ευχολόγια.
Αρχίζουμε να ανεβαίνουμε Σταδίου και κάπου εκεί αρχίζουν να βαραίνουν τα μάτια μου. Και δεν ήταν από τις ψεύτικες βλεφαρίδες. Ασυναίσθητα έγερνα και άλλο μπροστά. Βλέπω ένα μακρινό πλακάτ με το πρόσωπο του Ζακ επάνω του στα γνωστά χρώματα. Ο Μιχάλης Λώλης λίγο πιο πίσω μας. Παιδιά, νέοι άνθρωποι κάθε φύλου χόρευαν, γελούσαν και εκατοντάδες κινητά στραμμένα πάνω μας.
Βαριά τα πόδια μου πλέον. Βαριές οι χειροπέδες, στενό πια το καπέλο με το σήμα ασημένιο και έτοιμο να πετάξει. Τις κοιτώ κι αυτές ασημένιες και ασήκωτες. Φεύγει το βλέμμα μου στο σκισμένο δίχτυ των ποδιών μου, στη μισοβγαλμένη γόβα. Αργοφεύγει η μουσική από τ’ αυτιά μου και ακούω πια τη σκέψη μου σαν σε παράλληλο σήμα.
Τι κάνεις; Τι φοράς; Πώς ξέχασες; Πού είναι η θλίψη για τον φίλο μας; Πού ήμασταν κάποια χρόνια παραπίσω; Τι καταφέραμε; Πόσο ξύλο και αίμα χύθηκε σε αυτό τον δρόμο ακριβώς; Εδώ στη Σανταρόζα, σ’ αυτό το πεζοδρόμιο πήδηξε η Κρίστι απ’ το παράθυρο και έσκασε σαν άδειο τσουβάλι στις πλάκες. Ποιοι είναι όλοι αυτοί; Αυτή η τεράστια ουρά χιλιάδων ανθρώπων να χάνονται ως την Ομόνοια, ποτάμι γεμάτο χρώματα. Πού ήταν όλοι αυτοί όταν…
Χάθηκα. Εικόνες. Πολλές εικόνες. Βουρκώνω και προσπαθώ να το κρύψω.Βαραίνω κι άλλο. Με ρωτά συνάδελφος από κάτω, αν είναι όλα καλά. Γνέφω ναι. Ήθελα να ζήσω αυτό που δεν ήξερα τι ήταν. Συγκινησιακά αιχμάλωτη, πως έπρεπε να χαρώ γι αυτό που μου γάμησε τη ζωή. Δεν συγχώρεσα τελικά. Με γονάτισε αυτό. Δεν ήταν η στιγμή για τέτοιες συνειδητοποιήσεις. Και πότε είναι η στιγμή όμως. Έχει ειδική ώρα;
Φτάνουμε Σύνταγμα. Η ομάδα του RUA προσπαθεί να καταλάβει τι συμβαίνει. Βλέπω την απορία και την απογοήτευση στα μάτια τους. Που δεν χαιρόμουν. Που δεν χόρευα.
Ήμουν σε άρμα διάολε.
Μαζεύω ύστατες δυνάμεις και στήνομαι βλοσυρή στους φωτογράφους. Παίρνω πόζες. Είπαμε, το ξέρω το παιχνίδι τους. Φτάνουμε τέρμα, αναμνηστικές φωτογραφίες, τελευταία κλικ και πρέπει να κατέβω.
«Κουράστηκε ο μπάτσος». Γέρασε απότομα. Πάνω σε ένα άρμα. Σε μια γιορτή. Σ’ ένα μνημόσυνο καρικατούρα.
Πού είσαι ρε φιλαράκι να δεις τα χάλια μου; Να μου πεις ένα ξεγυρισμένο «Ααααει μωρή σήκω» με έντονο το σίγμα, να γελάς και να μου απλώνεις το χέρι να με τραβήξεις.
Πώς να συγχωρήσω ρε Λιάνα; Ε, Στέλλίτσα μου; Κοιτώ την αφίσα και σας ρωτώ καταπρόσωπο ενώ ουρλιάζουμε σε ασπρόμαυρο φόντο. Σόνια θα έπρεπε; Νίκη εσύ τι λες; Ζαχαρία μου δεν σε ρωτώ. Είναι νωπές οι πληγές σου και οξύμωρη η σκέψη σου. Δεν τολμώ να σε ρωτήσω.
Απ’ τη Νίκης περίπου, παραπαίοντας ακούω πως μιλάει ο Τέλης.
Είσαι καριολάκι μωρή Ζάκα. Πώς αλλιώς θα σ αγαπούσα;