Με αφορμή τα πρόσφατα περιστατικά στη Σταυρούπολη, αρκετά δελτία ειδήσεων ασχολήθηκαν με τον φασισμό στις σχολικές και φοιτητικές κοινότητες.
Προβληματίστηκαν για το πώς η νεολαία καταλήγει κοινωνός τέτοιων ακραίων και επικίνδυνων απόψεων, ξεχνώντας φυσικά το δικό τους μερίδιο ευθύνης, όταν για τόσα χρόνια ξέπλεναν τη Χρυσή Αυγή και τους εκφραστές της.
Δεν ξέρω αν το θυμάστε, αλλά στις ευρωεκλογές του 19, το 13,3% της νεολαίας στην Ελλάδα ψήφισε τη Χρυσή Αυγή.
Η τρίτη επιλογή για άτομα ηλικίας 17 – 24 ετών ήταν μια εγκληματική οργάνωση που δολοφονούσε τον κόσμο αναγνωρίζοντας τον φόβο, το μίσος και τη μισαλλοδοξία ως πολιτική πράξη.
Όσο τρομακτικό κι αν είναι, όμως, αυτό το ποσοστό δεν παύει να είναι εντελώς αναμενόμενο.
Στα δικά μου σχολικά χρόνια η λέξη φασισμός ήταν συνώνυμη του μίσους. Οι φασίστες θεωρούνταν εγκληματίες και οι απόψεις τους κοινωνικά κατακριτέες, που καμία σχέση δεν είχαν με την κεντρική πολιτική σκηνή.
Για τη σημερινή όμως γενιά κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Ο φασισμός εκλαμβάνεται απλά ως μια (ακραία) πολιτική πράξη ή ακόμη χειρότερα και ως πράξη αντίδρασης σε ένα κατεστημένο.
Όταν εντελώς ηλίθια τα τελευταία χρόνια αρκετοί από εσάς ψηφίζατε τη Χρυσή Αυγή – έχοντας την ψευδαίσθηση ότι κάνετε αντάρτικο – για να μπουν στη βουλή για να τα σπάσουν ή για να εκφράσετε την έντονη δυσαρέσκειά σας απέναντι στο πολιτικό σύστημα της χώρας κι όταν γελούσατε με τα “σκάσε” στη βουλή, τους τραμπουκισμούς και τα χαστούκια στις εκπομπές, την ίδια στιγμή εκπαιδεύατε και τα παιδιά σας. Τους μαθαίνατε πώς να συνηγορούν υπέρ μιας εγκληματικής οργάνωσης και πως να αναγνωρίζουν τη συμπεριφορά αυτή ως αντίδραση.
Και η αντίδραση ήταν ανέκαθεν όπλο των νέων. Οπότε, ας σταματήσουμε να αναρωτιόμαστε για το πώς ο φασισμός εισχωρεί στη νεολαία κι ας αναλάβει ο καθένας τις ευθύνες του.