Με αφορμή το 12ο συνέδριο της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας με τίτλο: “Φύλο, γένος, αμφιφυλίες” , που πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο στο Μουσείο Μπενάκη στην Αθήνα, τα μέλη της Ομάδας για τη Μελέτη του Φύλου και της Σεξουαλικότητας της Βορειοελλαδικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας δημοσίευσαν εκτενή ανακοίνωση για να εκφράσουν την αντίθεσή τους και τους προβληματισμούς τους, σε σχέση με όσα ακούστηκαν για το φύλο και τη σεξουαλικότητα στο εν λόγω συνέδριο.
Μόνες φωτεινές εξαιρέσεις οι εισηγήσεις των Σακετοπούλου και Ναζίρη.
Τον Νοέμβριο, μετά την ολοκλήρωση του Συνεδρίου τόσο το Σωματείο Υποστήριξης Διεμφυλικών (Σ.Υ.Δ.), όσο και η Orlando LGBT+, τόνισαν τους κινδύνους παθολογικοποίησης των τρανς ατόμων, αντίθετα με τα διεθνή επιστημονικά πορίσματα στον τομέα της ψυχικής υγείας.
Κακοποιητικός λόγος στο Συνέδριο της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρίας
Διαβάστε ολόκληρη την ανακοίνωση των Ψυχαναλυτών της Βορειοελλαδικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας:
Τον πρόσφατο Νοέμβριο του 2018 η Ελληνική Ψυχαναλυτική Εταιρεία διοργάνωσε συνέδριο στην Αθήνα με τίτλο «Φύλο, γένος, αμφιφυλίες». Το περιεχόμενο των παρουσιάσεων και των συζητήσεων του συνεδρίου ανακίνησε αντιδράσεις από την πλευρά Οργανώσεων, όπως επίσης και επαγγελματιών ψυχικής υγείας.
Στην Βορειοελλαδική Ψυχαναλυτική Εταιρεία λειτουργεί τα τελευταία δέκα χρόνια Ομάδα για τη Μελέτη του Φύλου και της Σεξουαλικότητας. Μετά την παρακολούθηση του συνεδρίου, ως μέλη της ομάδας θεωρήσαμε απαραίτητο να συμβάλουμε στη δημόσια συζήτηση αναφορικά με τις εξελίξεις της ψυχαναλυτικής σκέψης στα ζητήματα φύλου και σεξουαλικότητας. Η ψυχαναλυτική προσέγγιση του φύλου και της σεξουαλικότητας του τελευταίου μισού αιώνα στηρίχθηκε τόσο σε κλινικά και θεωρητικά εργαλεία που αναπτύχθηκαν μέσα στο χρόνο με πολύ κόπο και διάλογο, όσο και στις προσπάθειες γενεών να κρατήσουν ζωντανές τις πλέον σπινθηροβόλες, κριτικές και δημιουργικές ακμές της ψυχαναλυτικής θεώρησης.
Στο συνέδριο της Αθήνας, παρά τις εξαιρετικές εισηγήσεις της κ. Σακετοπούλου και της κ.Ναζίρη, αλλά και άλλων ειδικών που δεν ανήκουν αμιγώς στον ψυχαναλυτικό χώρο, ακούσαμε να αναδύεται ένας λόγος που μοιάζει να αγνοεί, όχι μόνο τις εξελίξεις της ψυχαναλυτικής σκέψης, αλλά και τον διάλογο. Δε μπορεί να είναι αντιπροσωπευτικός της κλινικής μας πρακτικής σε επίπεδο κοινωνικής αναπαράστασης, ενώ επίσης δεν εξυπηρετεί την ανάπτυξη του θεωρητικού διαλόγου σχετικά με τα ζητήματα του φύλου και της σεξουαλικότητας.
Σκεφτόμαστε, λοιπόν, ότι:
1. Στον χώρο της ψυχανάλυσης η εννοιολόγηση του φύλου και της σεξουαλικότητας έχει διαμορφωθεί μέσα από τα περάσματα: της πρώιμης Φροϋδικής γλώσσας, που συνέδεε το διμερές του φύλου με τη βιολογική ανατομία των γεννητικών οργάνων, προς μια ψυχαναλυτική γλώσσα, η οποία διαπιστώνει όλο και περισσότερο, την αποσύνδεση του φύλου από τη βιολογία και την αναγνώριση της πολυπλοκότητας της διαμόρφωσής του σε κάθε άτομο ξεχωριστά μέσα από έναν «αστερισμό» ψυχικών συσχετίσεων, μοναδικό για κάθε άνθρωπο. Παρόλα αυτά, φαίνεται πως υπάρχει ακόμα μια μειοψηφική μεν, αλλά υπαρκτή ψυχαναλυτική σχολή σκέψης, που επιμένει σε μια μονομερή ανάγνωση της Φροϋδικής σκέψης. Αυτή η επιμονή ενέχει μια παραδοξότητα, καθώς ο ίδιος ο Φρόυντ παρέμεινε δημιουργικά αμήχανος και διερευνητικός μπροστά στο θαυμαστό μυστήριο της διαφοράς και μάλλον απέφυγε τις ολοκληρωτικές, οριστικές συλλήψεις και βεβαιότητες. Σε μια προσθήκη στις Πραγματείες για τη σεξουαλικότητα, μας ενημερώνει πως καθαρή αρσενικότητα ή θηλυκότητα δεν μπορεί να βρεθεί με αμιγώς ψυχολογικούς ή βιολογικούς όρους. Το 1919 αναρωτιέται σχετικά με την ιδέα του Fliess, ότι το διμερές της αμφισεξουαλικότητας καθορίζεται από τα γεννητικά όργανα και, το 1920 υποστηρίζει πως δεν υπάρχει αναγκαία σύνδεση ανάμεσα στην ψυχική σεξουαλική δομή και την επιλογή (σεξουαλικού) αντικειμένου. Στη διαδρομή της ψυχαναλυτικής ιστορίας, ένα μέρος της ψυχαναλυτικής σκέψης ακολούθησε αντί για το δρόμο της έρευνας και της αμφιβολίας, τον δρόμο της αφομοίωσης στην κοινωνική κανονιστική ηθική, προάγοντας ατεκμηρίωτες και ανερεύνητες κανονικότητες και φυσιολογικότητες. Παράλληλα, ένα μεγάλο μέρος της ψυχαναλυτικής παράδοσης παρέμεινε πιστό στο Φροϋδικό παράδειγμα της έρευνας και της διερώτησης, αντί της αφοσίωσης στη μια εκδοχή μόνο του περιεχομένου της σκέψης του Φρόυντ. Αυτή η ψυχαναλυτική παράδοση πρεσβεύει ότι το γένος και η σεξουαλικότητα δεν μπορούν να εξετασθούν και να κατανοηθούν μέσα από την απλούστευση του φαλλικού μονισμού. Το φύλο μοιάζει περισσότερο να είναι σχεσιακή στρατηγική – πάντα είναι ένας ψυχικός συμβιβαστικός σχηματισμός –, δεν μπορούμε να το προσδιορίσουμε ψυχαναλυτικά μονοδιάστατα: ούτε ως ταυτίσεις, ούτε ως ερωτικές επενδύσεις.
2. Σήμερα αναγνωρίζουμε ότι οι ψυχαναλυτικές θεωρίες δεν μπορεί να είναι ουδέτερες, αλλά είναι ιδεολογικά και κοινωνικά φορτισμένες και η μη αναγνώριση αυτής της πραγματικότητας συνιστά εθελοτυφλία. Πολύ θαρραλέα η ψυχανάλυση θέτει πλέον σημαντικά ερωτήματα που αποπειρώνται να «διορθώσουν» την άκριτη αφομοίωση της κοινωνικής κανονιστικότητας. Κατανοεί πως, ειδικά όσον αφορά στη σεξουαλικότητα και το φύλο, δέχτηκε άκριτα πολιτισμικά στερεότυπα, στα οποία θεμελίωσε υπεραπλουστευτικές γραμμικές αιτιότητες, κάτι που δεν συνέβη και δεν θα συνέβαινε εξίσου εύκολα για άλλες περιοχές της ψυχικής επεξεργασίας. Αυτή η εθελοτυφλία ήταν πραγματικά εντυπωσιακή. Σήμερα πιστεύουμε πως καμία ψυχαναλυτική θεωρία για το φύλο δεν μπορεί πλέον να παρακάμπτει τα επιστημολογικά, οντολογικά, κοινωνιολογικά, ανθρωπολογικά και πολιτισμικά ζητήματα που δημιούργησαν προβληματισμούς στην θεωρία και στην κλινική σκέψη.
3. Επιπλέον, ο τρόπος με τον οποίο μελετήθηκε και συζητήθηκε η Φροϋδική σκέψη σχετικά με το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, δυστυχώς εξυπηρέτησε κυρίως τη σύνδεση ανάμεσα στις πολιτισμικές επιταγές που συνδέουν τη διττότητα του φύλου με την υποχρεωτική κατάσταση της ετεροφυλοφιλίας και της υπονοούμενης αναστολής της ομοφυλοφιλίας. Η κεντρική κριτική που αναπτύχθηκε απέναντι σε αυτή τη θέση εξελίχθηκε σε κριτική απέναντι στην ουσιοκρατική τάση, δηλαδή απέναντι στην αυθαίρετη εικασία ότι μια συγκεκριμένη σεξουαλική ανατομία «οδηγεί» σε ή παράγει μια συγκεκριμένη έμφυλη ψυχή.
4. Η περίπτωση της ομοφυλοφιλίας έχει διδάξει πολλά στην ψυχαναλυτική κοινότητα. Η επίμονη παθολογικοποίηση της ομοφυλοφιλίας από ψυχαναλυτές, δεκαετίες μετά την απόρριψη της διαγνωστικής ταξινόμησης της ομοφυλοφιλίας ως παθολογία στη βάση εμπειρικών τεκμηρίων, δεν αντανακλούσε παρά κυρίως μια a priori κατανόηση της ετεροφυλοφιλίας ως φυσιολογικής. Η ψυχανάλυση δυσκολεύτηκε να διακρίνει ανάμεσα στους ψυχοδυναμικούς όρους της συγκρότησης της εμπειρίας και τους αιτιολογικούς μηχανισμούς της επιλογής αντικειμένου, επενδύοντας αδικαιολόγητα τη θεωρία της με μια ερμηνευτική δύναμη που θεμελιωνόταν μόνο στη βάση της πλαστογράφησης των τεκμηρίων. Ταυτόχρονα, παραγνώρισε την σημασία των πολιτισμικών παραγόντων σχετικά με την ανάπτυξη και τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, την ψυχική οργάνωση και τις συγκρούσεις, θυσιάζοντας έτσι εκείνη την ερμηνευτική περιοχή, στην οποία είχε τα περισσότερα να προσφέρει, δηλαδή τα ζητήματα της εσωτερικευμένης ομοφοβίας. Η δουλειά του Isay, καθώς και του Friedman, υπήρξαν κρίσιμες για την μεταστροφή του κλίματος στην Αμερικανική Ψυχαναλυτική Ένωση και την επίτευξη μιας ώριμης αναγνώρισης πως δεν έχουμε τα απαιτούμενα εργαλεία για μια δόκιμη αιτιολογική θεωρία της ομοφυλοφιλίας. Η εμπειρία αυτή θα έπρεπε, ίσως, να μας κάνει πολύ πιο προσεκτικούς σχετικά με τον τρόπο που ερμηνεύουμε θεωρητικά τα ζητήματα του φύλου και του γένους έχοντας ως βάση έννοιες που αποδείχτηκαν αδόκιμες για αιτιολογικές θεωρήσεις, ενώ ταυτόχρονα παραμένουν εξαιρετικά δημιουργικές αναφορικά με ζητήματα συγκρότησης της διαπροσωπικής εμπειρίας, της εμπειρίας του εαυτού και κατανόησης των διεργασιών νοήματος. Η εργασία της Chodorow έδειξε πως η ψυχαναλυτική θεωρία, στην παρούσα μορφή της, δεν μπορεί να τεκμηριώσει καμία σεξουαλικότητα ως κανονική, δίχως αναφορές στη σχέση με το αντικείμενο, την ικανότητα για αγάπη κι έγνοια και άρα την ηθική διάσταση της σεξουαλικής εμπειρίας. Κάθε σεξουαλικότητα είναι μια αναπτυξιακή έκβαση που προκύπτει από τη φαντασία, τη σύγκρουση, τις άμυνες, την παλινδρόμηση, τη δημιουργία και τη διάλυση σχέσεων εξωτερικά και εσωτερικά, την απόπειρα θεμελίωσης ενός σταθερού εαυτού και της διατήρησης της αυτοεκτίμησης. Το ζήτημα της ‘’υγείας’’ ή της ‘’ωριμότητας’’ αφορά στην ικανότητα για σχέση.
5. Για το μεγαλύτερο μέρος της ψυχαναλυτικής κοινότητας σήμερα είναι προφανές πως καμία διαφορά δεν μπορεί να παγιωθεί σε αμιγείς κατηγορίες. Κάθε διαφορά δεν είναι παρά η έκφραση άλλων διαφορών, σε μια θεμελιακά δημιουργική διαδικασία. Είμαστε στην εποχή όπου, όπως εύστοχα γράφει η Muriel Dimen, το ερώτημα τι είναι το φύλο είναι πλέον αδόκιμο. Η κρίσιμη ερώτηση διατυπώνεται τώρα ως: το φύλο είναι; Αν το φύλο χρειάζεται να είναι, τότε είναι ένα ‘προσωπικό ιδίωμα’ όπως λέει ο Bollas, ή μια ‘απαραίτητη μυθοπλασία’ όπως λέει η Adrienne Harris, ένα ‘αληθινό μα επιφαινόμενο’, όπως λέει η Jessica Benjamin, ή μια ‘διαρκώς μεταβλητή σχέση ανάμεσα σε αντιτιθέμενα πολλαπλά’ όπως λέει η Muriel Dimen, αν χρειάζεται το φύλο να είναι, τότε όπως λέει η Virginia Goldner ας είναι μια ‘παράδοξα ψευδής αλήθεια’. Σίγουρα δεν είναι μια πραγμοποιημένη σχέση με ορμόνες, επιτελεστικές πρακτικές, σωματική ανατομία. Ακριβώς επειδή το φύλο είναι η οντολογική έκφραση μιας διαφοράς, που συγκροτείται από άλλες διαφορές, για τις οποίες η ψυχανάλυση δεν μπορεί να διατυπώσει πλέον επιστημολογικά δοκιμασμένο λόγο, πάρα μόνο μέσα από το άνοιγμά της στη διεπιστημονικότητα, χρειάζεται να είναι τουλάχιστον πολύ πιο προσεκτική σχετικά με τα ζητήματα της κανονικότητας και της κανονιστικότητας του φύλου.
6. Η τρανς εμπειρία δημιουργεί μια παραγωγική κρίση των κατηγοριών, καθώς εισάγει τις εναλλακτικές ‘’ούτε/ούτε’’ ή ‘’και/και’’ στη διπολικότητα του φύλου. Ακόμη περισσότερο, η διεμφυλικότητα αποτελεί μια αλλαγή παραδείγματος μέσα στην ίδια την κατηγορία του φύλου. Σκεφτόμαστε την διεμφυλικοτητα όχι ως μια επιπρόσθετη τοποθέτηση φύλου (κάτι σαν «τρίτο φύλο»), αλλά περισσότερο ως ένα γερούνδιο, όχι τόσο ως ουσιαστικό ή επίθετο, αλλά ως μια διαρκή εργασία σε εξέλιξη, λιγότερο ως ένα φιξαρισμένο, τελειωμένο και αμετάβλητο γεγονός. Δεν αποκλείονται βέβαια οι περιπτώσεις όπου η διεμφυλικότητα -δίχως η ίδια η δυνατότητα την οποία εκφράζει να συνιστά παθολογία –μπορεί να χρησιμοποιηθεί από άλλες πλευρές της προσωπικότητας ως συμπτωματική έκφραση ή να γίνει πεδίο έκφρασης του τραύματος, όπως άλλωστε κάθε περιοχή του ψυχισμού. Εδώ χρειάζεται να μπορούμε να διακρίνουμε ανάμεσα στον πόνο του τραύματος που οδηγεί σε ψυχικές λύσεις, όπου η διεμφυλικότητα γίνεται αντικείμενο ψυχικής καπηλείας για την έκφραση άλλων συγκρούσεων ή ελλειμμάτων, από τον πόνο που οφείλεται στον τρανσφοβισμό, τον αποκλεισμό, την διακριτή επιθετικότητα, αλλά ακόμη και την μικρο-επιθετικότητα που υφίστανται τα διεμφυλικά άτομα. Ο Lewis Aron θέτει ένα ερώτημα: δεν είναι παράδοξο για την ψυχαναλυτική σκέψη να επιμένει σε αυτή την απόλυτη διάκριση του διμερούς, όταν ο στόχος για την ψυχαναλυτική θεραπεία είναι να καταφέρει το εγώ να επιτρέψει τη συνάντηση διαφορετικών ιδεών, όπου δεν αποκλείει η μία την άλλη, δεν συγκρούονται καταστροφικά, δε συγχωνεύονται αλλά συνυπάρχουν δημιουργικά; Είναι, προφανώς είναι! Η διεμφυλική εμπειρία είναι ένα αναπτυσσόμενο πεδίο έρευνας και σκέψης για τον ψυχαναλυτικό λόγο και έχει να μας διδάξει πολλά, όταν στραφούμε με ειλικρινή περιέργεια στην εμπειρία του ατόμου, αλλά και όταν αναρωτηθούμε για την θεωρητική εθελοτυφλία δεκαετιών. Μέσα από αυτή την οπτική θέλουμε να εστιάσουμε στην ιδέα ότι οι εκδοχές του βιώματος, της έκφρασης του φύλου και της σεξουαλικότητας είναι τόσες, όσοι είναι οι άνθρωποι στον πλανήτη, όπως μοναδική είναι η ψυχική ιστορία κάθε ανθρώπου. Ο ψυχαναλυτικός λόγος κατάφερε να αποφύγει – με πολύ αγώνα – την μονομέρεια, την υπεραπλούστευση, τον φετιχισμό των εννοιών και την κατάργηση της δυνατότητας να αναγνωρίζουμε την πολυπλοκότητα της εμπειρίας.
7. Δεν μας περισσεύει κανένα θεωρητικό εργαλείο και ο διάλογος είναι ανέφικτος από το σταθερό έδαφος της μιας και μόνης θέσης. Όπως διαβάσαμε σε μια πρόσφατη συνέντευξη Έλληνα ψυχαναλυτή στην Καθημερινή, η υγεία βρίσκεται στην ευελιξία των συμβιβασμών και όχι στην παγίωση των απόλυτων διαχωρισμών. Ευτυχώς όμως ακόμη κι αν “κανείς δεν δέχεται περιορισμούς σε ασυνείδητο επίπεδο’’, υπάρχει η παράδοση ενός αιώνα δημόσιου διαλόγου και θεωρητικής ανάπτυξης, που δεν δικαιούμαστε να καταργήσουμε. Όχι, δεν είναι η εποχή που προωθεί το ‘’πολιτικώς ορθό’’, ή ακόμη κι αν το κάνει, δεν μπορεί αυτό να είναι θεωρητικό άλλοθι για τους ψυχαναλυτές, ώστε να επιμένουν στη μια θέση, αγνοώντας έναν ολόκληρο ψυχαναλυτικό χώρο σκέψης. «The fault dear Brutus is not in our stars. But in ourselves». Ο Φρόυντ, όσο κι αν δυστυχώς έγινε κατανοητός κυρίως από την πλευρά της Καντιανής και της Καρτεσιανής ρίζας της σκέψης του, παρέμεινε πολύ περισσότερο ευρύνους, φιλοπερίεργος και διερευνητικός, από όσο τον κατανόησαν αυτοί που έβαλαν την έμφαση στην ψυχική σύγκρουση.
8. Η ψυχαναλυτική θεωρία και κλινική παραμένουν πλούσιες και ζωντανές. Οι κοινότητές μας οφείλουν να προστατεύσουν τη ζωντάνια των θεωριών κρατώντας τες σε διάλογο με τις εμπειρικές επιστήμες και την κοινωνική θεωρία. Ο αναγωγισμός και οι θεωρητικές απλουστεύσεις δεν υπηρετούν το ψυχαναλυτικό ήθος και το μέλλον της ψυχανάλυσης. Προπαντός δεν εξυπηρετούν την διεύρυνση της σκέψης μας και της κλινικής μας πρακτικής. Συναντούμε πλέον όλο και συχνότερα ανθρώπους χωρίς σοβαρές χαρακτηρολογικές παθολογίες ή συμπτώματα, οι οποίοι αναζητούν ένα χώρο για να επεξεργαστούν ψυχικά, με τις δημιουργικές πλευρές της προσωπικότητάς τους και το κράτημα ενός θεραπευτή, την διεμφυλική τους εμπειρία ή τη σεξουαλικότητά τους. Είναι κατανοητός και ο δισταγμός και ο φόβος των ανθρώπων μπροστά σε όλες αυτές τις αφηγήσεις περί σεξουαλικότητας και φύλου, οι οποίες αγνοώντας τελείως τα σύνθετα ζητήματα της νοηματοδότησης της προσωπικής εμπειρίας, καλλιεργούν μια αναγωγιστική κατανόηση που παθολογικοποιεί. Είναι κρίσιμης σημασίας για εμάς να απευθυνθούμε σε αυτούς τους ανθρώπους λέγοντας πως η ψυχανάλυση στο μεγαλύτερο μέρος της δεν εκπροσωπείται πια από την αναχρονιστική της εκδοχή. Ας θυμίσουμε ότι η ριζοσπαστικότητα της ψυχανάλυσης του Φρόυντ, στις αρχές του 20ού αιώνα, αφορούσε στη διαφοροποίησή της από τον μέχρι τότε κυρίαρχο ιατρικό λόγο για την ψυχική λειτουργία, με την ανάδειξη της πεποίθησης πως αυτό που βιώνεται υποκειμενικά ως ψυχικό σύμπτωμα έχει νόημα και δεν οφείλεται σε νευρολογικό εκφυλισμό. Όπως καθετί λοιπόν ψυχικό, έτσι και το φύλο και η σεξουαλικότητα είναι έμπλεα νοημάτων, τόσο μοναδικών, όσο το προσωπικό μας αποτύπωμα στα δάχτυλα του χεριού μας.
9. Διαβάσαμε σε συνέντευξη στην Καθημερινή πως το συνέδριο της Αθήνας πέτυχε. Ωστόσο, θα περιμέναμε στην εν λόγω συνέντευξη μια δημόσια επισήμανση πως “υπάρχουν σημαντικές διαφωνίες και πολύ διαφορετικές απόψεις’’ στους κόλπους της ψυχαναλυτικής κοινότητας. Η πρόσκληση στην κ. Σακετοπούλου και την κ. Ναζίρη συνιστούν ανοίγματα, τα οποία αναγνωρίζουμε.
10. Τέλος, επιθυμούμε να διατυπώσουμε ανοιχτά την θεωρητική οπτική, στην οποία συναντιόμαστε ως μέλη της Ομάδας Μελέτης για το φύλο και την σεξουαλικότητα. Είναι πεποίθησή μας πως ο φαλλικός μονισμός συνιστά μια διαχρονικά ατεκμηρίωτη θέση, η οποία κατά συνέπεια δεν μπορεί να αποτελεί κεντρικό άξονα σε μια σύγχρονη ψυχαναλυτική μεταψυχολογία. Επιπλέον, μετά τις εργασίες του Lewes γίνεται ολοένα και πιο ξεκάθαρο πως κάθε λύση του Οιδιποδείου έχει μια τραυματική διάσταση. Μέσα από την εξέλιξη της ψυχαναλυτικής σκέψης, αναγνωρίζεται ότι η σεξουαλικότητα δεν είναι αυτή που καθορίζει την ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του ατόμου, αλλά αποτελεί μέρος της. Η ανάπτυξη του εαυτού διαμορφώνεται μέσα από τη σχέση με το αντικείμενο. Ως εκ τούτου, κλινικά η έμφαση δίδεται στην ικανότητα του ατόμου να σχετίζεται, δηλαδή στην ψυχική ποιότητα των σχέσεών του με τα αντικείμενα, ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσανατολισμού. Όταν δεν αγαπάμε, αρρωσταίνουμε, λέει ο Φρόυντ στο κείμενό του για τον ναρκισσισμό. Το να μπορούμε να αγαπάμε μας καθιστά ικανούς για μια δημιουργική ζωή, λέει στη συνέχεια ο Winnicott. Τα συναισθήματα δημιουργούν εσωτερικά αντικείμενα, λέει ο Bion. Θα μπορούσαμε, έτσι, να πούμε οτι παραμένοντας πιστή στον Φρόυντ η ψυχανάλυση εστιάζει στους ψυχικούς τρόπους που αγαπά και αγαπιέται το υποκείμενο μέσα στις σχέσεις του με τον εαυτό, τους άλλους και τη ζωή.
Καλούμε λοιπόν τις τέσσερις Εταιρείες που καλλιεργούν την ψυχαναλυτική σκέψη στην Ελλάδα (Ελληνική Ψυχαναλυτική Εταιρεία, Ελληνική Εταιρεία Ψυχανάλυσης και Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας, Ελληνική Εταιρεία Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας Παιδιού και Εφήβου και Βορειοελλαδική Ψυχαναλυτική Εταιρεία) να αναγνωρίσουν πως παρότι η ψυχανάλυση δεν προτίθεται να ρυθμίσει κανονιστικά τον επιστημονικό και θεωρητικό της διάλογο, δεν προτίθεται εξίσου να τον περιορίσει σε κανονιστικούς ‘’μονολόγους’’ που δεν αφορούν κανέναν άλλον, παρά ένα μειοψηφικό τμήμα της μικρής της επικράτειας.
Χαιρετίζουμε την διοργάνωση του συνεδρίου για την “Γυναικεία σεξουαλικότητα’’ από την Ελληνική Εταιρεία Ψυχανάλυσης και Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας, στης οποίας το πρόγραμμα αναγνωρίζουμε την πρόθεση για έναν πλουραλιστικό και σύγχρονο διάλογο. Αναγνωρίζουμε επίσης ως εξαιρετικά σημαντικό βήμα τη σύσταση Επιτροπής για την Ποικιλομορφία του Φύλου και της Σεξουαλικότητας, στα πλαίσια της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Ένωσης IPA, καθώς και τη διοργάνωση της Προ-Συνεδριακής διάσκεψης από την Επιτροπή στο επόμενο συνέδριο του IPA στο Λονδίνο. Τέλος, καλούμε τους συναδέλφους μας και από τις τέσσερις Ελληνικές Εταιρείες, αλλά και τα Παραρτήματα της Διεθνούς Εταιρείας Σχεσιακής Ψυχανάλυσης και Ψυχοθεραπείας, στην από κοινού διοργάνωση ενός συνεδρίου ή ομάδας εργασίας, όπου θα διατυπωθούν τα καίρια θεωρητικά ζητήματα σχετικά με το φύλο και τη σεξουαλικότητα και θα εργαστούμε για την ανάδειξη του πλουραλισμού της ψυχαναλυτικής σκέψης. Θεωρούμε ότι και το εγχείρημα είναι απαραίτητο και η στιγμή κατάλληλη. Η ψυχανάλυση θα συνεχίσει και χωρίς εμάς και μετά από εμάς. Είναι όμως απαραίτητο για εμάς αυτό το άνοιγμα στην αλληλο-ακρόαση.
Την Ανακοίνωση υπογράφουν οι Ψυχαναλυτές:
Σόνια Λαζαρίδη
Μάνος Μανάκας
Ελένη Ξανθοπούλου
Αναστασία Μούτσιανου
Ιωάννης Παπαδόπουλος
Γιώργος Παχούμης
Ιωάννα Ιεροδιακόνου-Μπένου
Φανή Τριανταφύλλου
Βούλα Φασούλη
Αλεξάνδρα Τσουκάτου
Ευρυνόμη Αυδή
Αφροδίτη Ναθαναήλ
Βίκυ Αρβανιτίδη
Χαρούλα Πήνιου
Αφροδίτη Χαντζαρίδου
Μαρία Τσακνάκη