Η βραβευμένη με Pulitzer λεσβία ποιήτρια Mary Oliver πέθανε από λέμφωμα σε ηλικία 83 ετών.
Η Oliver είχε σχέση με την φωτογράφο Molly Malone Cook για πάνω από 40 χρόνια.
“Tell me, what is it you plan to do
with your one wild and precious life?”
― Mary Oliver
Ο Bill Reichblum, ο λογοτεχνικός εκτελεστής της, ανακοίνωσε ότι έφυγε από τη ζωή, την Πέμπτη 17 Ιανουαρίου του 2019, στο σπίτι της στη Φλόριντα. Η Αμερικανίδα ποιήτρια είναι γνωστή για τα ποιήματά της για τη φύση και τη ζωή των ζώων. Το 1984, κέρδισε το Pulitzer για την ποιητική της συλλογή American Primitive. Το 2007, οι New York Times την επαίνεσαν ως “την ποιήτρια με τις υψηλότερες πωλήσεις της χώρας με μεγάλη διαφορά” .
Ο βασιλικός ποιητής Walt Whitman ήταν μεταξύ των εμπνεύσεών της. Δημιουργός περισσότερων από 15 συλλογών ποίησης και δοκιμιών, η Oliver έγραψε μικρά κείμενα και δοκίμια για την αγάπη της για την ύπαιθρο και την περιφρόνηση για την απληστία, την καταστροφή και άλλα ανθρώπινα εγκλήματα. Συχνά ανέφερε ότι ο Whitman ήταν «ο αδελφός που δεν είχα ποτέ» . Η Oliver αφιέρωσε ένα από τα τελευταία δοκίμια της, στον Whitman, που δημοσιεύτηκε το 2016.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, η ποιήτρια συναντήθηκε με την φωτογράφο Molly Malone Cook, η οποία θα γινόταν η σύντροφός της για περισσότερα από 40 χρόνια. Η Cook πέθανε στις 26 Αυγούστου 2005. Η θνητότητα ήταν μεταξύ των επαναλαμβανόμενων θεμάτων της Oliver.
Ένα από τα πολύ γνωστά της ποιήματα είναι “Το Ταξίδι” :
Το Ταξίδι
Μια μέρα ήξερες επιτέλους
τι έπρεπε να κάνεις, και ξεκίνησες,
αν και οι φωνές γύρω σου
φώναζαν συνεχώς τις
κακές συμβουλές τους
αν και το όλο το σπίτι
άρχισε να τρέμει
και αισθάνθηκες το παλιό δυνατό τράβηγμα
στους αστραγάλους σου.
«Βελτίωσε τη ζωή μου!»
κάθε φωνή φώναζε.
Μα δεν σταμάτησες.
Ήξερες τι έπρεπε να κάνεις,
αν και ο άνεμος εξέταζε
με τα σκληρά του δάχτυλα
τα ίδια αυτά θεμέλια
αν και η μελαγχολία τους
ήταν τρομερή. Ήταν ήδη αρκετά
αργά, και ήταν μια άγρια νύχτα,
και ο δρόμος γεμάτος πεσμένα
κλαδιά και πέτρες.
Μα, σιγά-σιγά,
καθώς άφηνες τις φωνές τους πίσω,
τα αστέρια άρχισαν να καίνε
μέσα από τα φύλλα των νεφών,
και υπήρχε μια νέα φωνή,
την οποία σιγά-σιγά
αναγνώρισες ως δική σου,
που σε κράτησε συντροφιά
καθώς βημάτιζες όλο και βαθύτερα
στον κόσμο,
αποφασισμένος να κάνεις
το μόνο πράγμα που μπορούσες να κάνεις
– αποφασισμένος να σώσεις
τη μόνη ζωή που μπορούσες να σώσεις.
Ακολουθεί το πρωτότυπο:
The Journey
One day you finally knew
what you had to do, and began,
though the voices around you
kept shouting
their bad advice–
though the whole house
began to tremble
and you felt the old tug
at your ankles.
“Mend my life!”
each voice cried.
But you didn’t stop.
You knew what you had to do,
though the wind pried
with its stiff fingers
at the very foundations,
though their melancholy
was terrible.
It was already late
enough, and a wild night,
and the road full of fallen
branches and stones.
But little by little,
as you left their voices behind,
the stars began to burn
through the sheets of clouds,
and there was a new voice
which you slowly
recognized as your own,
that kept you company
as you strode deeper and deeper
into the world,
determined to do
the only thing you could do–
determined to save
the only life you could save.