Ένας άνθρωπος πεθαίνει μπροστά στα μάτια μας. Πεθαίνει ένα βίαιο, άδικο θάνατο. Κι αμέσως ρωτάμε ποιος ήταν, που έμενε, τι δουλειά έκανε. Αν ήταν σαν εμάς, ή μήπως κάποιος που ποτέ δεν θα γνωρίζαμε. Κάποιος που ζούσε αλλιώς, ντυνόταν και μιλούσε αλλιώς. Αυτή είναι στιγμή που ζυγίζουμε τη θλίψη μέσα μας. Μετράμε το πόσο αυτή η ζωή αξίζει στα μάτια μας, και αν εν τέλει είναι άξια του θρήνου μας.
Το ξέρουμε καλά, το βλέπουμε κάθε μέρα γύρω μας, στις ειδήσεις, στα social media, όλες οι ζωές σήμερα δεν αντιμετωπίζονται ως εξίσου πολύτιμες ή άξιες προστασίας.
Τι ακριβώς όμως είναι αυτό που μας κάνει να θεωρούμε μία ζωή πολύτιμη; Πέρα από τους δικούς μας ανθρώπους, ποιες είναι οι ζωές που αναγνωρίζουμε ως σημαντικές;
Η Judith Butler στις μελέτες της για τη μη βία, λέει πως το δικαίωμα στη ζωή σχετίζεται άμεσα με την ιδέα του grievability, με το πόσο δηλαδή μια ζωή αντιλαμβάνεται ως άξια του θρήνου μας, ως απώλεια.
Η αποδοχή πως κάποιες ζωές έχουν μεγαλύτερη αξία από άλλες είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη βία. Αυτή η αξιολόγηση της ζωής και της ύπαρξης ενός ατόμου ή μιας ομάδας ανθρώπων οδηγεί στη βία, ακριβώς επειδή κάποιες ζωές δεν θεωρούνται αξίες θρήνου, οπότε και μπορούν απλώς να χαθούν, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό.
Αυτή η ανισότητα αξίας οδηγεί και σε μία ιδέα απομόνωσης, πως δεν εξαρτόμαστε από κανέναν άλλο, οπότε και δεχόμαστε ότι για να ζήσουμε εμείς, και οι όμοιοι μας, κάποιοι άλλοι πρέπει να πεθάνουν. Άμεσα ή έμμεσα, σωματικά ή ψυχικά, χωρίς κανείς να αναλάβει την ευθύνη. Αυτός είναι ο νομός της σύγχρονης ζούγκλας του σήμερα.
Είναι απλό, βία σημαίνει κυριαρχία. Έχει να κάνει με τη δύναμη, την εξουσία, με το ποιος έχει το πάνω χέρι. Και η δολοφονία είναι ο απόλυτος βαθμός αυτής της κυριαρχίας. Η βία είναι πράξη αλλά και θεσμός, ένα σύστημα. Το κράτος και οι νόμοι του είναι η απόλυτη δύναμη, οπότε η βία που δημιουργούν και συντηρούν, η όποια ‘νόμιμη βία’, πλασάρεται ως ‘φυσικό’ επακόλουθο της οργανωμένης κοινωνίας μας.
Το σύστημα της βίας υιοθετείται εύκολα από όλους μέσα σε αυτό το παιχνίδι δύναμης. Πολύ συχνά ακούμε για αυτοάμυνα ή για προστασία περιουσίας. Για το πως ο καλός φιλειρηνικός οικογενιάρχης, άντρας συνήθως, οδηγήθηκε στη βία γιατί ένοιωσε να απειλείται η ζωή ή το βιός του, επικαλούμενος την αυτοάμυνα αφού βέβαια έχει ήδη σκοτώσει.
Φυσικά δεν έχει να κάνει με τον φόβο, αλλά με την ιδέα του εκάστοτε νοικοκυραίου ή αστυνομικού ή γιατρού ή δικαστή πως η ζωή κάποιου άλλου απλώς δεν έχει αξία, σχεδόν δεν υπάρχει, ακριβώς γιατί βρίσκεται εκτός ορίων ενός στενού κύκλου συμπεριφορών, τρόπου ζωής, ταυτότητας φύλου, σεξουαλικότητας, οικονομικής κατάστασης και φυλής.
Τα παραδείγματα πολλά. Ο αριθμός των θανάτων μαύρων γυναικών στα χέρια ή όπλα της αστυνομίας στις ΗΠΑ. Ο ακόμα πιο τρομαχτικός αριθμός τρανς γυναικών που σκοτώνονται ή κακοποιούνται καθημερινά στη Νότια Αμερική. Στην Ευρώπη, ο πνιγμός εκατοντάδων προσφύγων στη Μεσόγειο, ενώ οι κυβερνήσεις αδιαφορούν. Η δολοφονία του Ζακ στα χέρια πολιτών και αστυνομικών στο κέντρο της Αθήνας μέρα μεσημέρι.
Η βία φυσικά δεν εκφράζεται μόνο μέσα από το φόνο, αλλά και μέσα από τη συντήρηση ενός κλίματος φόβου όπου ο καθένας θα μπορούσε να σκοτωθεί ανά πάσα στιγμή. Ομάδες ανθρώπων που είναι θύματα αυτής της βίας, ζουν συνέχεια σε ένα καθεστώς τρομοκρατίας, εκτεθειμένες στη βία κάθε μορφής, συμπεριλαμβανομένης της κρατικής βίας. Αυτές οι ομάδες είναι συνήθως ταυτόχρονα υπό το κράτος υπεραστυνόμευσης αλλά ουσιαστικά απροστάτευτες.
Ολόκληρη η Γη χωρίζεται σε ανθρώπους των οποίων οι ζωές έχουν αξία, και είναι άξιες θρήνου, και σε εκείνους που ο θάνατος τους δεν σημαίνει τίποτα. Εκείνους που είναι απλώς παράπλευρες απώλειες. Για παράδειγμα, σε περιπτώσεις πολέμων, τρομοκρατικών επιθέσεων ή φυσικών καταστροφών, ο δημόσιος διάλογος, ο δημόσιος θρήνος έχει πάντα να κάνει με συγκεκριμένες ζωές, ενώ άλλες απλώς παραμερίζονται ως ανάξιες λόγου. Ποτέ δεν μαθαίνουμε τις ιστορίες τους, τα ονόματά τους, ποτέ δεν νοιώθουμε τον πόνο τους. Καμία θεωρία κατά της βίας λοιπόν δεν έχει ουσία αν δεν μιλήσουμε ουσιαστικά και ξεκάθαρα για αυτές τις ανισότητες και διακρίσεις. Δεν μπορούμε πια απλώς να λέμε ‘είμαι κατά της βίας’ χωρίς να μιλάμε για το ρατσισμό, την ομοφοβία, τη τρανσφοβία, το μισογυνισμό και τη συστημική αδιαφορία προς τη φτώχεια.
Ίσως δεν καταφέρουμε ποτέ να εξαλείψουμε πλήρως τη βία. Ωστόσο κάθε μας προσπάθεια, μικρή ή μεγάλη, είναι μια νίκη. Υπάρχουμε. Η ζωή μας έχει αξία και ο θάνατός μας είναι άξιος θρήνου. Υπάρχουμε, και αυτό ακριβώς μας δίνει το δικαίωμα και την ευθύνη να μην αφήσουμε τον πόνο, τις ιστορίες, τα πρόσωπα εκείνων που έφυγαν άδικα να ξεχαστούν. Και όχι μονό εκείνων που ξέραμε καλά και αγαπούσαμε, αλλά και όλων εκείνων των οποίων τα ονόματα δεν θα μάθουμε ποτέ.
Για μένα, το λοιπόν, το πιο εκπληκτικό
πιο επιβλητικό, πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο
είναι ένας άνθρωπος που τον ’μποδίζουν να βαδίζει
είναι ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουνε
Μικρόκοσμος του Ναζίμ Χικμέτ (απόδοση Γιάννη Ρίτσου)
του Κυριάκου Βογιατζή