Γεννιόμαστε ή γινόμαστε; Χέστηκα!

02/05/2017

Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, είναι έμφυτο!» λένε κάποιοι. «Φταίει η μάνα μου / η έλλειψη ανδρικού πρότυπου / ο θείος που με απαύτωσε μικρό» λένε άλλοι. Τελικά τι ισχύει: γεννιόμαστε ή γινόμαστε γκέι;

Χρόνια τώρα, στα ΜΜΕ, στις παρέες μας αλλά και ενδόμυχα προβληματιζόμαστε: γεννηθήκαμε έτσι ή γίναμε μεγαλώνοντας;

Γιατί μας νοιάζει τόσο πολύ; Γιατί δεν αναρωτιόμαστε το ίδιο για την ευφυΐα μας ή την ικανότητά μας στο σκάκι; Η απάντηση είναι απλή: η ομοφυλοφιλία ήταν (και ως ένα βαθμό είναι) κοινωνικά κατακριτέα. Το αν προκαλείται ή είναι έμφυτη είναι ένα ερώτημα με τεράστιες κοινωνικές επιπτώσεις.

Αν είναι έμφυτη, όπως το χρώμα των ματιών, τότε οι ομοφυλόφιλοι δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς. Γεννήθηκαν έτσι. Πώς να τους καταδικάσεις; Και πώς να τους θεραπεύσεις;

Για ακριβώς αυτό τον λόγο, πολλοί γκέι γυναίκες και άντρες ευνοούν μια τέτοια αιτιολογία της ομοφυλοφιλίας. Πιστεύουν ότι αν αποδειχθεί ότι η ομοφυλοφιλία είναι έμφυτη, θα πάψει ή θα μειωθεί η κοινωνική κατακραυγή. Όπως λέει ο Γερμανός σεξολόγος Martin Dannecker: «Εδώ και παραπάνω από ένα αιώνα οι ομοφυλόφιλοι πιστεύουν ότι οι κοινωνικές διακρίσεις θα πάψουν, αν μπορέσουν να αποδείξουν ότι η κατάστασή τους καθορίζεται γενετικά».

Αυτό το σκεπτικό είναι ελκυστικό. Το αντίθετό του, δηλαδή η ομοφυλοφιλία να προκαλείται από κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες, σε πολλούς φαντάζει ζοφερή πιθανότητα. Αν προκαλείται, πάει να πει ότι μπορεί να αποφευχθεί. Ή ότι έγιναν λάθη, τα οποία αν δεν γίνονταν, το παιδί θα έβγαινε «φυσιολογικό». Ή πάλι σημαίνει ότι κανείς γίνεται γκέι από καπρίτσιο, από μόδα, ότι τέλος πάντων ήταν επιλογή του να γίνει. Και ποιος κάνει μια τέτοια επιλογή, εκτός αν είναι προβληματικός;

Έτσι, ένα θέμα που είναι επιστημονικό έχει καταλήξει να έχει πολιτικές και κοινωνικές προεκτάσεις, που επηρεάζουν και καθοδηγούν όλες τις σχετικές έρευνες. Οι «περιβαλλοντιστές» θεωρούνται αντι-γκέι. Οι «βιολογιστές» υπέρ των γκέι.

Σε διαδικτυακή, μη τυχαιοποιημένη έρευνα που έκανε το περιοδικό www.10percent.gr, από τους 322 γκέι άντρες και γυναίκες που απάντησαν, τρεις στους δέκα (34%) θα προτιμούσαν να ήταν στρέιτ, αν ήταν στο χέρι τους. Αν το αναλύσουμε σε άντρες και γυναίκες, το ποσοστό είναι σχεδόν διπλάσιο στους άντρες (36%) απ’ ό,τι στις γυναίκες (19%), γεγονός που ίσως δείχνει ότι οι γκέι άντρες έχουν μεγαλύτερο πρόβλημα με αποδοχή της ομοφυλοφιλίας του. Μόνο το 28% νοιάζεται αν είναι θέμα γονιδίων ή ανατροφής.

Στο βιβλίο “Η βιολογία της ομοφυλοφιλίας” του βιολόγου Ζακ Μπαλταζάρ που κυκλοφόρησε το 2016 σε δική μου μετάφραση από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, παρατίθενται καμιά δεκαριά διαφορετικές πιθανές αιτίες σύμφωνα με τις οποίες η ανδρική ομοφυλοφιλία οφείλεται σε βιολογικούς, προγεννητικούς ή περιγεννητικούς παράγοντες – από το ψυχολογικό στρες της εγκύου μέχρι το πόσα αρσενικά αδέρφια προηγούνται κτλ. Ο επιστήμονας ασχολείται μόνο με την ανδρική ομοφυλοφιλία επειδή είναι «πιο ξεκάθαρη από τη γυναικεία ομοφυλοφιλία και οι βιολογικές απαρχές της είναι καλύτερα τεκμηριωμένες αλλά και επειδή «η ανδρική και η γυναικεία ομοφυλοφιλία μπορεί να εξηγούνται διαφορετικά». Κατά τη γνώμη μου, ωστόσο, η μεγαλύτερη επιστημονική ενασχόληση με την ανδρική ομοφυλοφιλία οφείλεται και στη μεγαλύτερη σημασία που δίνεται στην ανδρική σεξουαλικότητα.

Όπως επισημαίνει, «κανένας από τους βιολογικούς παράγοντες που έχουν εντοπιστεί μέχρι στιγμής δεν αρκεί από μόνος του για να εξηγήσει την ομοφυλοφιλία. Ως εκ τούτου, τρεις πιθανές εξηγήσεις είναι πιθανές: Είτε υπάρχουν διαφορετικοί τύποι ομοφυλοφιλίας –κάποιες έχουν γενετική προέλευση, άλλες ορμονική, και άλλες πάλι απορρέουν από το φαινόμενο των μεγαλύτερων αδερφών ή από άγνωστους μέχρι ώρας βιολογικούς παράγοντες– είτε οι επιδράσεις διαφορετικών βιολογικών παραγόντων που έχουν εντοπιστεί αλληλεπιδρούν μεταξύ τους με μεταβλητό τρόπο σε κάθε άτομο και μόνο όταν συνδυάζονται αρκετοί από αυτούς τους προδιαθεσικούς παράγοντες παρατηρείται ο ομοφυλοφιλικός προσανατολισμός, είτε, τέλος, όλοι οι βιολογικοί παράγοντες που έχω περιγράψει δεν επάγουν παρά μια προδιάθεση να γίνει κάποιος ομοφυλόφιλος, και οι προδιαθέσεις αυτές μπορούν να αναπτυχθούν μόνο σε συγκεκριμένο πλαίσιο ψυχοκοινωνικών συνθηκών, που δεν έχουν μέχρι ώρας εντοπιστεί».

Με άλλα λόγια, τίποτα δεν έχει αποδειχθεί ακόμη. Οι περισσότεροι σοβαροί επιστήμονες καταλήγουν ότι η ομοφυλοφιλία είναι αποτέλεσμα μιας αλληλεπίδρασης βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών παραγόντων. Όπως τονίζει και ο ίδιος ο Ζακ Μπαλταζάρ, μετά από 359 σελίδες: «Κανείς δεν επιλέγει να γίνει ομοφυλόφιλος, όπως κανείς δεν επιλέγει να γίνει ετεροφυλόφιλος. Μπορούμε να επιλέξουμε να αποδεχτούμε αυτόν τον προσανατολισμό, να ζήσουμε με βάση αυτόν, να τον αποκαλύψουμε ή όχι στην κοινωνία, αλλά ο προσανατολισμός αυτός καθαυτός δεν είναι σε καμία περίπτωση εσκεμμένη επιλογή».

Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι η έλλειψη απάντησης στο ερώτημα αν γεννιόμαστε ή γινόμαστε, αλλά η ίδια η ερώτηση. Από τη στιγμή που ρωτάμε τι προκαλεί την ομοφυλοφιλία παραδεχόμαστε ότι η ομοφυλοφιλία αποτελεί πρόβλημα. Δεν χρειαζόμαστε να βρούμε την αιτία του προβλήματος γιατί δεν είναι πρόβλημα. Δεν χρειάζεται να μας νοιάζει αν φταίνε τα γονίδιά μας, η μάνα μας ή ο πατέρας μας ή η πολλή Μαρινέλλα σε τρυφερή ηλικία ή όλα μαζί επειδή δεν υπάρχει κανένα φταίξιμο. Ό,τι κι αν ισχύει, θα επιτρέψουμε εμείς οι ίδιοι στον εαυτό μας να ζήσει μια πλήρη, μη λογοκριμένη ζωή;

Λύο Καλοβυρνάς




Δες και αυτό!