«Όχι μόνο δεν προστατεύονται οι υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά τιμωρούνται»

15/09/2017
από

Το Σωματείο Υποστήριξης Διεμφυλικών (ΣΥΔ), μη κυβερνητική οργάνωση εθελοντικού χαρακτήρα για τα δικαιώματα της τρανς κοινότητας, με το παρόν δελτίο τύπου, εκφράζει τη βαθιά του θλίψη και ανησυχία για το κράτος δικαίου στη χώρα μας, μετά από ντροπιαστική απόφαση του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης που επιδίκασε αγωγή για «συκοφαντική δυσφήμηση» σε δικηγόρο υπερασπίστρια ανθρωπίνων δικαιωμάτων που κατήγγειλε βαριές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που δέχτηκε όταν βρέθηκε σε θέση κράτησης κλειδωμένη σε κελί της αστυνομίας για την υπεράσπιση τρανς γυναίκας πελάτη της.

Η υπόθεση αυτή αποτελεί συνέχεια των καθημερινών προσαγωγών σε πογκρόμ της αστυνομίας κατά τρανς γυναικών από τον Μάιο έως και τον Ιούλιο του 2013 στην Θεσσαλονίκη που λάμβαναν χώρα σε καθημερινή βάση υπό το πρόσχημα της διακρίβωσης στοιχείων και της σεξουαλικής εργασίας,καθημερινά, ενώ στην πραγματικότητα τα ίδια τρανς πρόσωπα προσάγονταν, τίθεντο σε θέση κράτησης σε κλειδωμένα κελιά, σχηματίζονταν δικογραφίες εναντίον τους χωρίς αποδεικτικά στοιχεία,και χωρίς οι ίδιες να ενημερώνονται ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο ενόσω κρατούνταν, κάτι το οποίο επιβεβαιώθηκε και από την εισαγγελική έρευνα, ενώ παράλληλα υπήρξαν προσβολές της προσωπικότητάς τους, καθώς επίσης σε τουλάχιστον τρεις από τις περιπτώσεις οι αστυνομικοί σταμάτησαν εν κινήσει τρεις τρανς γυναίκες ενώ βρίσκονταν στο αυτοκίνητό τους, το ακινητοποίησαν και τις προσήγαγαν δίχως καμία απολύτως δικαιολογία.

Οι καθημερινές βαριές παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων τρανς γυναικών κορυφώθηκαν το βράδυ της 4ης Ιουνίου 2013 όταν μετά από επικοινωνία του ΣΥΔ με την δικηγόρο και Πρόεδρο των Πλειάδων, Ηλέκτρα Κούτρα, μετέβη η ίδια στο Αστυνομικό Τμήμα της Πλατείας Δημοκρατίας για υπόθεση τρανς γυναίκας που για τρίτη φορά μέσα σε τέσσερις ημέρες είχε προσαχθεί, και η δικηγόρος αρχικά παρεμποδίστηκε να έρθει σε επαφή με την προσαχθείσα τρανς γυναίκα και τούτο έγινε δυνατόν μόνο αφότου η ίδια επικοινώνησε με το «100» για να καταγγείλει την παρεμπόδιση άσκησης των καθηκόντων της ως συλλειτουργός της δικαιοσύνης και υπερασπίστρια ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και στη συνέχεια όταν κατάφερε να εισέλθει και ζήτησε να μιλήσει με την τρανς πελάτη της (που ειρήσθω εν παρόδω ο ίδιος ο αστυνομικός στη κατάθεσή του αναφέρει ότι επρόκειτο για έναν απλό έλεγχο χωρίς να εκκρεμεί τίποτε σε βάρος της τρανς γυναίκας), ο αστυνομικός την έσπρωξε εντός του κρατητηρίου όπου βρισκόταν η τρανς γυναίκα και την κλείδωσε για περίπου είκοσι λεπτά, ενώ παράλληλα οι άλλοι αστυνομικοί που ήταν παρόντες παρά τις διαμαρτυρίες της, την ενέπαιζαν λέγοντάς της ότι «μόνη σου ήθελες να κλειδωθείς μέσα», και αργότερα όταν θέλησε να κάνει μήνυση για τις παραβιάσεις δικαιωμάτων της δεν δέχτηκαν να την καταχωρήσουν, και αναγκάστηκε για να κάνει την μήνυση να προσφύγει σε άλλο αστυνομικό τμήμα.

Όλα τα παραπάνω προκάλεσαν κοινή δήλωση – διαμαρτυρία 19 οργανώσεων της Κοινωνίας των Πολιτών,παρέμβαση της ευρωπαϊκής οργάνωσης TransgenderEurope, δελτίο τύπου ομάδας Ευρωβουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δελτίο τύπου του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, επείγουσα έκκληση του Παρατηρητηρίου για την Προστασία Υπερασπιστών Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων OMCT-FIDH (κοινή δράση του Οργανισμού κατά των Βασανιστηρίων και της Διεθνούς Ομοσπονδίας για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα), καθώς και κοινοβουλευτικές ερωτήσεις ομάδας βουλευτών του Ελληνικού Κοινοβουλίου στις οποίες απάντησε ο τότε Υπ. Δημόσιας Τάξης, κύριος Δένδιας τον Ιούλιο του 2013, αποδεχόμενος ότι υπήρξαν «στοχευμένες αστυνομικές επιχειρήσεις και ειδικό επιχειρησιακό σχέδιο δράσης, με σκοπό την βελτίωση της εικόνας της περιοχής», επιβεβαιώνοντας στην πραγματικότητα τις καταγγελίες μας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι εκτός της μήνυσης της δικηγόρου Ηλέκτρας Κούτρα για την παράνομη θέση σε κράτηση σε κλειδωμένο κελί της αστυνομίας μαζί με την τρανς πελάτη της, ακολούθησε κοινή μηνυτήρια αναφορά έξι τρανς γυναικών για όλες τις παραβιάσεις θεμελιωδών τους δικαιωμάτων που προαναφέρθηκαν, οι δικογραφίες συσχετίστηκαν, και στη συνέχεια αρχειοθετήθηκαν τον Φεβρουάριο του 2015, τόσο στο ποινικό όσο και στο διοικητικό επίπεδο. Θεώρησαν ότι η δικηγόρος Ηλέκτρα Κούτρα «αυτοβούλως» εγκλείστηκε και δέχθηκε να κλειδωθεί στον χώρο προσαγωγών μαζί με την τρανς πελάτη της. Συνάγεται δηλαδή το συμπέρασμα, κατά παγκόσμια πρωτοτυπία, ήθελε να εγκλειστεί η ίδια, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι ενδιαμέσως υπήρξαν έντονες πιέσεις προερχόμενες από την Αστυνομία είτε να αλλάξουν οι εγκαλούσες τις καταθέσεις είτε να αποσυρθούν μηνύσεις και να εκφοβιστούν, οι οποίες είχαν καταγγελθεί δημόσια. Προσπάθειες που δυστυχώς βρήκαν αποτέλεσμα στην περίπτωση της τρανς γυναίκας που είχε εγκλειστεί μαζί με την Ηλέκτρα Κούτρα, και τούτο γίνεται προφανές όταν η κατάληξη ενυπόγραφης Υπεύθυνης Δήλωσης του Ν.105 της τρανς γυναίκας αυτής αναφέρει επί λέξει: «Επιθυμώ τη ποινική δίωξη των δραστών των εγκλημάτων σε βάρος μου και της δικηγόρου μας, παρόλο που φοβάμαι ότι θα υποστώ αντίποινα, γιατί τέτοια πράγματα δεν μπορούν να συμβαίνουν σε μια δημοκρατία».

Μετά την αρχειοθέτηση της υπόθεσης η δικηγόρος Ηλέκτρα Κούτρα προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) μαζί με μία τρανς γυναίκα που υπήρξε θύμα των παραπάνω πρακτικών της αστυνομίας και σχηματίστηκε oφάκελος της υπόθεσης (Koutra&Katzakiv. Greece, Application 459/16), και, αξίζει να αναφερθεί ότι η τρανς γυναίκα αναγνωρίστηκε από το ΕΔΔΑ σύμφωνα με την ταυτότητα φύλου της ως τρανς γυναίκα, και όχι σύμφωνα με το φύλο που καταχωρίστηκε κατά τη γέννηση και αναφέρεται στα έγγραφά της, ενώ τα ελληνικά δικαστήρια,κατά πάγια πρακτικήπράττουν το αντίθετο, χαρακτηριστικό παράδειγμα η συγκεκριμένη δικαστής η οποία αναφερόταν στην τρανς γυναίκα στο αρσενικό γένος.

Το αποκορύφωμα, αλλά και ένδειξη του θράσους όμως ήταν, μετά την αρχειοθέτηση της υπόθεσης, η αγωγή αποζημίωσης που κατέθεσε ο αστυνομικός που έσπρωξε και κλείδωσε εντός κρατητηρίου παρανόμως την δικηγόρο Ηλέκτρα Κούτρα αξιώνοντας αποζημίωση 80.000 ευρώ. Όχι μόνον δηλαδή δεν τιμωρήθηκε ποινικά και διοικητικά, για βαριές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά ζήτησε αποζημίωση στηριζόμενος στην προηγούμενη αρχειοθέτηση, την οποία μάλιστα έκανε δεκτή εν μέρει το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης εκδικάζοντας αποζημίωση 5.000,00 ευρώ συν τα δικαστικά έξοδα του αστυνομικού.Από την ντροπιαστική αυτή απόφαση του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που στην ουσία επιβραβεύει την αστυνομική αυθαιρεσία και παραβιάζει κάθε έννοια κράτους δικαίου, η δικαστής:

  • αποδέχεται ως νόμιμη την επί ώρες κράτηση σε κλειδωμένο κρατητήριο της αστυνομίας και μάλιστα σε καθημερινή βάση και κάποιες φορές και δύο φορές την ημέρα τρανςπολιτών με το πρόσχημα της διακρίβωσης στοιχείων και με επικρέμμουσες κατηγορίες για σεξουαλική εργασία που δεν αποδεικνύονται από πουθενά παρά μόνο στηρίζονται στην ιδιότητα την τρανς ταυτότητας,
  • αποδέχεται και μάλιστα θεωρεί, όπως επ’ ακριβεία αναφέρει, «ήσσονος σημασίας», την παρεμπόδιση δικηγόρου συλλειτουργού της δικαιοσύνης να έχει πρόσβαση στην τρανς πελάτη της,
  • θεωρεί μη μεμπτή πρακτικήκαι δικαιολογεί η δικηγόρος να έχει πρόσβαση στην μη κρατούμενη –όπως καταθέτει ο ίδιος ο αστυνομικός–πελάτη της μόνο σε κλειδωμένο κελί της αστυνομίας και μόνο αν κλειδώνεται και η ίδια μέσα από τον αστυνομικό,
  • αποδέχεται, κατά παγκόσμια πρωτοτυπία, ότι μία δικηγόρος, ιδία θελήσει, επέλεξε ή ίδια να κλειδωθεί σε κρατητήριο της αστυνομίας,προκειμένου να μπορέσει να συναντηθεί με την πελάτισσά της, χωρίς μάλιστα να θεωρείται κρατούμενη ούτε η ίδια, ούτε η πελάτισσά της,
  • αποδέχεται χωρίς περίσκεψη το αποτέλεσμα μίας ένορκης διοικητικής εξέτασης που γίνεται από τους ίδιους τους συναδέλφους του αστυνομικού, και που το Συμβούλιο της Ευρώπης όπως είναι γνωστόέχει με δημόσια επιστολή του καταδικάσει αυτές τις πρακτικές ζητώντας ανεξάρτητη αρχή που θα εξετάζει αυτές τις περιπτώσεις[12] , θεωρώντας αυτού του τύπου τις ΕΔΕ μη αξιόπιστες, και ενώ σε υπεύθυνη δήλωση της τρανς πελάτη της αναφέρεται ξεκάθαρα ότι «φοβάμαι που θα υποστώ αντίποινα», πράγμα που έγινε αφού η τρανς γυναίκα υπέστη εκφοβισμό για να αλλάξει την κατάθεσή της,
  • δεν λαμβάνει υπόψη της καμία εκ των καταγγελιών και παρεμβάσεων διεθνών οργανώσεων και οργανισμών που καταγγέλλουν τις παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων που δέχτηκαν τόσο οι τρανς γυναίκες, μα κυρίως η ίδια η δικηγόρος υπερασπίστρια ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ούτε καν την αποδοχή του τότε Υπ. Δημόσιας Τάξης ότι όλα έγιναν βάσει ειδικού επιχειρησιακού σχεδίου για να «βελτιωθεί η εικόνα της πόλης» από τα τρανς «μιάσματα»,
  • ενώ το ΕΔΔΑ αποδέχεται την καταχώρηση της υπόθεσης της συμπροσφεύγουσαςτρανς γυναίκας, σύμφωνα όχι με τα στοιχεία ταυτότητας, αλλά σύμφωνα με την ταυτότητα φύλου της, η δικαστής αναφέρεται στην τρανς γυναίκα με αρσενικά στοιχεία,
  • στην ουσία αποδέχεται χωρίς βάσανο την απαγγελία κατηγοριών για σεξουαλική εργασία τρανς γυναικών χωρίς τούτο να αποδεικνύεται με κάποιον τρόπο, παρ’ ότι όλες οι τρανς γυναίκες αθωώθηκαν και παρ’ ότι από τον Απρίλιο του 2013 δικαστήριο των Αθηνώναποδέχτηκε ότι: «η σύμπτωση της ιδιότητας του τρανς ατόμου με την παρουσία του σε συγκεκριμένο γεωγραφικό σημείο δεν μπορεί να σημαίνει ότι το άτομο ασκεί σεξουαλική εργασία, πόσο δε μάλλον ότι «παρενοχλεί» τους περαστικούς. Αντίθετα, η παραπομπή του ατόμου, όμως, σε δίκη με μόνη τη σύμπτωση των ανωτέρω, σημαίνει ότι ποινικοποιείται η ταυτότητα φύλου της, κι αυτό δεν μπορεί να γίνει ανεκτό σε μια ευνομούμενη δημοκρατική κοινωνία», σε δίκη που η ίδια υπερασπίστρια ανθρωπίνων δικαιωμάτων θωράκισε τα δικαιώματα της τρανς κοινότητας.
  • γει αποδεχόμενη «συκοφαντική», μάλιστα, δυσφήμηση, σε βάρος της δικηγόρου που δεν σιώπησε αλλά τόλμησε να καταγγείλει όσα συνέβησαν σε βάρος της, χωρίς μάλιστα ποτέ να αναφέρει δημόσια πουθενά το ονοματεπώνυμό του πλην της μήνυσής της, επειδή η δικηγόρος θέλησε έναντι της αυθαιρεσίας του αστυνομικού να υπερασπιστεί όχι μόνο τα δικά της δικαιώματα, αλλά και το λειτούργημά της και το τρωθένΚράτος Δικαίου,
  • στην πράξη με όλα αυτά αποθαρρύνονται και υψώνεται φόβητρο της δαμόκλειας σπάθης αποζημιώσεων ή και ποινικών διώξεων σε βάρος υπερασπιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων να μην καταγγέλλουν παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αφού στην ουσία η αστυνομική αυθαιρεσία θριαμβεύει ατιμώρητη.

Η ντροπιαστική αυτή απόφαση, εκθέτει την χώρα μας για βαριές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ενώπιον της διεθνούς κοινότητας και αποτελεί την επιτομή της παθογένειας ενός ελλειμματικού Κράτους Δικαίου που όχι μόνον δεν προστατεύει τους υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως οφείλει σύμφωνα με τις Οδηγίες του Συμβουλίου των Υπουργών της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως έχουν διατυπωθεί από το 2013 υπερασπιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά τους τιμωρεί όταν κάνουν το αυτονόητο για την προστασία της τιμής και της υπόληψής τους, για την προστασία των θυμάτων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, έναντι του λειτουργήματός τους ως συλλειτουργοί της δικαιοσύνης, αλλά και έναντι του βαριά τραυματισμένου Κράτους Δικαίου που δεν μπορεί παρά να αφορά όλες και όλους μας, ενόσω, μάλιστα, έχουν ήδη ζητηθεί και παρασχεθεί εξηγήσεις από την Ελληνική Κυβέρνηση τόσο για τη μεταχείριση της δικηγόρου, όσο και της διεμφυλικήςπροσφέυγουσας, ενώ έχουν παρέμβει ως τρίτα μέρη κορυφαίοι φορείς προστασίας τόσο των δικηγόρων όσο και των λοατ ατόμων και αναμένεται απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Το Σωματείο Υποστήριξης Διεμφυλικών, παρ’ όλες αυτές τις θλιβερές εξελίξεις, δεν θα πάψει να είναι στο πλευρό των θυμάτων της αστυνομικής αυθαιρεσίας και βιαιότητας, των υπερασπιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και να διεκδικεί την προστασία τους όπως το έκανε καταθέτοντας τις προτάσεις του για την βελτίωση του σχεδίου νόμου για την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2012/29/ΕΕ για τη θέσπιση ελάχιστων προτύπων σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία θυμάτων της εγκληματικότητας και για την αντικατάσταση της Απόφασης – Πλαίσιο 2001/220/ΔΕΥ του Συμβουλίου», όπου πρότεινε καθ’ εφαρμογήν οδηγιών ευρωπαϊκών οργανισμών που προαναφέρθηκαν, την πρόσθεση άρθρου για την προστασία των δικαιωμάτων των υπερασπιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα προτείναμε την ακόλουθη διατύπωση: «Οι υπερασπιστές ατομικών δικαιωμάτων θυμάτων, συνήγοροι ή μέλη μη κυβερνητικών οργανώσεων, που συνδράμουν στην προστασία του θύματος, χρήζουν προστασίας εάν αυτό ζητηθεί, λόγω ιδιαίτερου κινδύνου να υποστούν στοχοποίηση, θυματοποίηση, εκφοβισμό ή αντεκδίκηση, από τον δράστη, τις διωκτικές αρχές ή από οποιονδήποτε τρίτο». Ιδιαίτερα αυτό το σημείο το θεωρούμε ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς όπως, τόσο από εκθέσεις σωμάτων των Ηνωμένων Εθνών, όσο και του ΟΑΣΕ, προκύπτει ότι συχνά οι υπερασπιστές ατομικών δικαιωμάτων είναι ευάλωτοι σε στοχοποίηση, θυματοποίηση, εκφοβισμό ή αντεκδίκηση. Όπως άλλωστε αποδείχτηκε και στην ντροπιαστική αυτή απόφαση.

Η θλιβερή αυτή απόφαση, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποθαρρύνει καμία και κανέναν υπερασπίστρια ή υπερασπιστή ανθρωπίνων δικαιωμάτων να προασπίζεται το Κράτος Δικαίου, και δεν μπορεί παρά να είναι μόνο το εφαλτήριο για την ξεδίπλωση εκ μέρους της Κοινωνίας των Πολιτών και κάθε ανθρώπου που σέβεται το Κράτος Δικαίου και τις δημοκρατικές αρχές, όλων των απαραίτητων μορφών διεκδίκησης για την αποκατάσταση του τρωθέντος κράτους δικαίου, αλλά και της απονομής πραγματικής δικαιοσύνης έναντι όλων εκείνων που αυθαιρέτησαν και παρέδωσαν στην ατιμωρησία τους υπεύθυνους.

.

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΌ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΔΙΕΜΦΥΛΙΚΩΝ




Δες και αυτό!